The darkest hour is just before dawn

Όταν το έτος 235 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος αντίκρυσε τα γυμνά σπαθιά των λεγεωνάριών του που ήταν έτοιμοι να τον δολοφονήσουν, φημολογείται ότι έπεσε κλαίγοντας στα γόνατα, φωνάζοντάς στη μητέρα του ότι όλα ήταν δικό της λάθος αφού αυτός δεν ήθελε πότε να γίνει αυτοκράτορας. Η απάντησή της λίγο πριν χάσουν και οι δύο τη ζωή τους ήταν:

Αφού δεν κατάφερες να κυβερνήσεις σαν αληθινός άντρας, προσπάθησε τουλάχιστον να πεθάνεις σαν τέτοιος.

Εκ πρώτης όψεως αυτό το δραματικό επεισόδιο της ρωμαϊκής ιστορίας ελάχιστη σχέση φαίνεται να έχει με το δράμα που βιώνει ο φετινός μπασκετικός Παναθηναϊκός στην Ευρώπη – με το θέμα του παρόντος άρθρου δηλαδή. Ωστόσο αν ρίξει κανείς μια ματιά στα λόγια της μητέρας του αυτοκράτορα θα συνειδητοποιήσει ότι το νόημά τους ταιριάζει γάντι στην περίπτωση, αφού το πρώτο πράγμα που νιώθει την ανάγκη να φωνάξει ο μέσος οπαδός του ΠΑΟ μετά τα “κατορθώματα” της ομάδας στο πρώτο μισό και κάτι της φετινής Ευρωλίγκας είναι:Αν δεν μπορείτε να πρωταγωνιστήσετε σαν μπασκετμπολίστες ενός συλλόγου με έξι αστέρια, προσπαθήστε τουλάχιστον να αποκλειστείτε σαν τέτοιοι.

Για να αποδίδουμε τα του καίσαρος τω καίσαρι (μιας και είμαστε σε mood αρχαίας Ρώμης) ο πρώτος που φαίνεται να το είπε αυτό στην ομάδα με τον τρόπο του είναι ο πρόεδρός της, αλλάζοντας τον προπονητή και κάνοντας δύο προσθήκες εν μέσω της χρονιάς. Ειδικά ο ερχομός του εμβληματικού Ρικ Πιτίνο και ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να σώσει ο,τιδήποτε κι αν σώζεται από το ναυάγιο του Τσάβι Πασκουάλ είναι ξεκάθαρα μια προσπάθεια να διεκδικηθεί η πρόκριση ή, αν τελικά χαθεί, να χαθεί με την απαιτούμενη αγωνιστική αξιοπρέπεια.

Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι όσο κι αν ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είχε δίκιο να μην είναι ευχαριστημένος με την απόδοση του Πασκουάλ και των παικτών του, θα όφειλε πρώτα και κύρια να κάνει την αυτοκριτική του. Διότι παρά την πάγια τακτική του να προσπαθεί διορθώνει τα λάθη κάθε καλοκαιριού βάζοντας (ενίοτε βαθιά) το χέρι στην τσέπη μέσα στη χρονιά, μέχρι στιγμής αρνείται πεισματικά να δει κατάματα και να διορθώσει το δομικό λάθος που ως αρχάριος επαναλαμβάνει εδώ και χρόνια κάθε καλοκαίρι.

Να δημιουργήσει δηλαδή τις απαραίτητες συνθήκες για το στήσιμο μιας ομάδας της προκοπής χωρίς τρανταχτές αδυναμίες.

Αυτές οι γραμμές γράφονται λίγη ώρα μετά την ήττα του Παναθηναϊκού στη Ζαλγκίριο αρένα, μια ήττα που καθιστά την πρόκριση στην οχτάδα αν όχι αδύνατη, εξαιρετικά δύσκολη πλέον. Βέβαια ο Παναθηναϊκός μπορεί εν τέλει με αρκετή δόση τύχης να προκριθεί, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το εν γένει χαμηλό επίπεδο της φετινής Ευρωλίγκας. Ωστόσο, ακόμα και αν γίνει το θαύμα και προκριθεί με την ψυχή στο στόμα, αυτό δεν θα αλλάξει τίποτα στη βασική εικόνα, η οποία είναι ότι ο φετινός Παναθηναϊκός δεν αξίζει να είναι στην οχτάδα ούτε αυτής της μέτριας Ευρωλίγκας.

Αν, λοιπόν, για κάποιους μπορεί να είναι νωρίς ακόμα να γίνει απολογισμός και να προχωρήσουμε σε ιατροδικαστική γνωμάτευση επί του ευρωπαϊκού πτώματος του πάλαι ποτέ εξάστερου αυτοκράτορα, ο γράφων δεν συμμερίζεται αυτήν την άποψη. Είτε προκριθεί όγδοη και καταϊδρωμένη η ομάδα είτε όχι, είτε καταφέρει να νικήσει τον αιώνιο αντίπαλο στο κύπελλο ή στους τελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος στο τέλος της χρονιάς είτε όχι, η ουσία των δομικών λαθών που όχι απλώς επαναλήφθηκαν αλλά γνώρισαν την αποκορύφωσή τους φέτος το καλοκαίρι δεν θα αλλάξει.

Διότι αν διδαχθήκαμε ένα πράγμα αρκετοί από εμάς που μεγαλώσαμε με τον ΠΑΟ του αείμνηστου Παύλου και του Ζοτς, αυτό είναι να απαιτούμε όχι νίκες και τρόπαια πάση θυσία, αλλά αγωνιστική ποιότητα από την ομάδα μας σχετικά με τον τρόπο που παίζεται το παιχνίδι στην από δω μεριά του Ατλαντικού. Εν τέλει είναι μόνο αυτή η ποιότητα που μπορεί να σε οδηγήσει σε νίκες και τρόπαια, και η ομάδα δείχνει να την έχει χάσει εδώ και πολύ καιρό.

Για αυτό το χάλι που βιώνουμε φέτος από την αρχή της σεζόν και το οποίο προσπαθεί να συμμαζέψει τώρα ο Πιτίνο υπάρχουν υπεύθυνοι και πεποίθησή μου είναι ότι δεν είναι καθόλου νωρίς για να συζητήσουμε για τις ευθύνες που τους αναλογούν. Διότι αν θέλουμε κάτι να αλλάξει πραγματικά του χρόνου και δη το καλοκαίρι, όταν χτίζονται οι σοβαρές ομάδες, τότε οφείλουμε να βάλουμε από τώρα το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων και όχι να περιμένουμε κάποια εγχώρια επιτυχία επί του αιωνίου για να σπρώξουμε και πάλι τα καίρια σφάλματα του καλοκαιριού κάτω από το χαλί με αναπόφευκτη συνέπεια να τα επαναλάβουμε.

Σύμφωνα με τη γνώμη μου, λοιπόν, την οποία θέλω να θέσω προς συζήτηση, ο οργανισμός του μπασκετικού Παναθηναϊκού πληρώνει την αδυναμία του να αποδεχθεί και να αποκωδικοποιήσει οφθαλμοφανή προβλήματα και λάθος πρακτικές εδώ και κάποια χρόνια. Πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα είναι η πεισματική άρνηση του αφεντικού να αποδεχθεί και να μάθει από τις ουκ ολίγες αστοχίες του.

Θεωρώ ανούσιο το άτυπο ντιμπέιτ μεταξύ των πράσινων οπαδών για το κατά πόσο ο καλοκαιρινός σχεδιασμός ήταν αποκλειστικό έργο της διοίκησης ή όχι. Όποιος δεν λειτουργεί ως άκριτος χειροκροτητής ή ως ορκισμένος χέιτερ του προέδρου αντίστοιχα μπορεί ξεκάθαρα να διακρίνει το εύρος των παρεμβάσεων που έγιναν, αλλά και το όριό τους.

Η απόφαση για αποαμερικανοποίηση με αποτέλεσμα να χαθούν οι Τζέημς και Σίνγκλετον, οι οποίοι σύμφωνα με τις δηλώσεις τους ήταν διατεθειμένοι να κάνουν κι ένα μικρό σκόντο στις απαιτήσεις τους για να μείνουν στην ομάδα, ήταν αδιαμφισβήτητα του προέδρου. Το ίδιο ισχύει και για την παραμονή του Παππά, όπως και για τον ερχομό του Παπαγιάννη, ο οποίος οδήγησε στην έξοδο τον Ντένμον.

Αν τα λεφτά που έσπευσε να ρίξει ο Γιαννακόπουλος εν μέσω της χρονιάς για να φέρει τον Πιτίνο, τον Κιλπάτρικ και τον Πέην, τα είχε διαθέσει στον κόουτς Πασκουάλ το καλοκαίρι, θα μπορούσε προφανώς να έχει μείνει κάποιος εκ των Τζέημς ή Σίνγκλετον ή τουλάχιστον να έχουν γίνει καλύτερες επιλογές στο ρόστερ στη θέση παιχτών όπως ο Τόμας, ο Λότζο και ο Λάσμε.

Ως εκ τουτου κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι επιλεκτικές συμπάθειες και τα θέλω του Γιαννακόπουλου για μια ομάδα με αυξημένο το ελληνικό στοιχείο έθεσαν συγκεκριμένους περιορισμούς στον προπονητή και δεν του επέτρεψαν να στήσει την ομάδα με πλήρη ελευθερία κινήσεων στο πλαίσιο του διαθέσιμου μπάτζετ.

Ο πρόεδρος φέρει λοιπόν αναμφισβήτητη ευθύνη γιατί φέτος το καλοκαίρι δεν παρείχε στον κόουτς τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για το στήσιμο του ρόστερ.Αυτό δεν απαλλάσσει, όμως, τον Τσάβι Πασκουάλ από την πρωταρχική ευθύνη για το αγωνιστικό πρόσωπο της ομάδας.

Όταν ένας κόουτς που ανήκει στην ευρωπαϊκή ελίτ του επαγγέλματος δέχεται αδιαμαρτύρητα παρεμβάσεις της διοίκησης στις μεταγραφές, οι οποίες οδηγούν στο στήσιμο μιας πλήρως δυσλειτουργικής για το δικό του μπάσκετ περιφέρειας (η συνύπαρξη Λανγκφορντ και Παππά δίπλα στον Καλάθη με μπακ απ τον Λεκάβιτσους αποτελεί μνημείο ερασιτεχνικού τύπου αστοχίας), τότε αναλαμβάνει ακέραια την ευθύνη για την εικόνα της ομάδας στο παρκέ χωρίς το δικαίωμα να την μετακυλήσει αλλού. Ειδικά αν συνυπολογίσουμε ότι οι δικές του επιλογές παικτών και φέτος το καλοκαίρι εμπεριείχαν μεγάλο ρίσκο και καθόλου φαντασία (γεγονός που επιβεβαίωσε την εικόνα ενός κακού ρικρούτερ, την οποία είχε δείξει από το προηγούμενο καλοκαίρι).

Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η παραμονή του φιλότιμου αλλά μέτριου Λεκάβιτσους ως δεύτερου οργανωτή ή του γυάλινου Λοτζέσκι που είναι ωσεί παρών ήταν επιλογές που δεν του επιβλήθηκαν από καμία διοίκηση. Κανείς επίσης δεν του επέβαλε τον Λάσμε, καθώς είναι γνωστό από δημόσιες τοποθετήσεις του ότι ο πρόεδρος επιθυμούσε την παραμονή του Πέην το καλοκαίρι. Την ώρα που η πρωτάρα Μπάγερν Μονάχου ξετρύπωνε τον Ντέρικ Γουίλιαμς στη θέση τέσσερα, εμείς μετά από βαθιά περίσκεψη και εντατική αναζήτηση από τον κόουτς ανακαλύψαμε στα ίδια λεφτά τον Ντεσόν Τόμας. Enough said…

Ο Τσάβι Πασκουάλ υπήρξε ένας πραγματικός κύριος στη θητεία του στην ομάδα. Είναι ένας κόουτς με βαθιά γνώση του αθλήματος και ενδιαφέρουσες ιδέες. Η δίχρονη παρουσία του στον πάγκο του Παναθηναϊκού, όμως, στιγματίστηκε από κακές επιλογές παικτών και από φοβικό έως κακό κοουτσάρισμα στα περισσότερα κρίσιμα ευρωπαϊκά ματς. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει η ομάδα δύο προκρίσεις σε Φ4 παρότι κατάφερε να πάρει οριακά το πλεονέκτημα της έδρας στην κανονική περίοδο, έχοντας όμως πολλά σκαμπανεβάσματα στην απόδοσή της και χωρίς ποτέ να παίξει σταθερά καλό μπάσκετ, με εξαίρεση ενα δίμηνο την περσινή σεζόν.

Και στις δύο σειρές playoff ο κόουτς φάνηκε λίγος για να ολοκληρώσει αυτό που είχε ξεκινήσει. Τόσο αυτός όσο και η διοίκηση δεν θέλησαν για τους δικούς τους ξεχωριστούς λόγους αντίστοιχα να αναγνωρίσουν και να παραδεχθούν ότι μετά την αποτυχία στη σειρά με τη Ρεάλ αυτή η συνεργασία είχε πιάσει το ταβάνι της. Η νίκη επί του ασθενικού ΟΣΦΠ του Σφαιρόπουλου στους ελληνικούς τελικούς με κακό μπάσκετ απλώς βοήθησε να κρυφθεί και αυτό το πρόβλημα κάτω από το χαλί για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια.

Το γεγονός ότι η χημεία των δύο πλευρών είχε κάνει φτερά αναδείχθηκε, όμως, σε όλο του το μεγαλείο το καλοκαίρι όταν η διοίκηση βρίσκοντας προφανώς πάτημα στις συνεχείς αποτυχίες του κόουτς στα ευρωπαϊκά playoffs ένιωσε νομιμοποιημένη να επέμβει δυναμικά στο έργο του και να επιβάλλει συγκεκριμένη μεταγραφική κατεύθυνση.

Η παθητική στάση του Τσάβι σε αυτήν την επέμβαση μοιάζει ανεξήγητη με βάση το επαγγελματικό του κύρος. Το γεγονός ότι αποδέχθηκε μοιρολατρικά να δουλέψει με ένα πλήρως δυσλειτουργικό ρόστερ που δεν ανταποκρινόταν σε αυτό που ήθελε να παίξει, αντί να προστατέψει το κύρος του θέτοντας μία ξέκαθαρη κόκκινη γραμμή, καταδεικνύει ότι επέλεξε να “κάτσει” πάνω στο συμβόλαιό του. Ταυτόχρονα αρνήθηκε πεισματικά να προσαρμοστεί στις ικανότητες αυτού του ρόστερ, αναθεωρώντας συγκεκριμένες αγωνιστικές κατευθύνσεις και πρακτικές.

Κατά την ταπεινή μου γνώμη ο κόουτς αδίκησε πρωτίστως τον εαυτό του με αυτή του τη στάση, παίρνοντας ένα τεράστιο επαγγελματικό ρίσκο που εν τέλει πλήρωσε. Σε τέτοιες συνθήκες η αγωνιστική αποτυχία ήταν νομοτελειακά προδιαγεγραμμένη και η αποχώρησή του εν μέσω της χρονιάς κατέστη δυστυχώς αναγκαία και επιβεβλημένη.

Ατυχώς για την ομάδα αυτό μάλλον άργησε να γίνει.

Αν πρόεδρος και κόουτς διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος σε ευθύνες για τη φετινή αγωνιστική κατρακύλα της ομαδας, υπάρχει ακόμη ένα σοβαρό δομικό λάθος που επικαθορίζει την αδυναμία μας να κάνουμε το παραπάνω βήμα τα τελευταία χρόνια.Έχουμε καταχρηστικά ανακηρύξει τον Νικ Καλάθη σε σούπερ ήρωα και απόλυτο ηγέτη της ομάδας.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια φροϋδικού τύπου εμμονή του οργανισμού μπασκετικός Παναθηναϊκός σχεδόν στο σύνολό του, για την οποία ευθύνεται η λαμπρή αγωνιστική κληρονομιά του τεράστιου Δημήτρη Διαμαντίδη.

Ο Νικ είναι αδιαμφισβήτητα ένας πολύ καλός παίκτης, αλλά δεν βρίσκεται και δεν θα φθάσει ποτέ στο ηγετικό επίπεδο του Διαμαντίδη, ή του Σπανούλη ή του Γιουλ. Ο λόγος για αυτό είναι σαφής.

Ενώ είναι ένας εξαιρετικός οργανωτής, πασέρ και αμυντικός, είναι ταυτόχρονα ένας κάκιστος σουτέρ από μέση και μακρινή απόσταση. Τα δε ποσοστά του στις βολές είναι για γέλια και για κλάματα, ειδικά για παίκτη που απαιτεί να αμείβεται με κοντά 2,5 εκ. δολάρια (αυτοί που τον πληρώνουν κλαίνε και αυτοί που δεν τον πληρώνουν γελάνε).

Δεν θέλω να μπω εδώ στην κουβέντα για το πως λειτουργεί η αγορά, αν αξίζει αυτά τα χρήματα και αν είναι πολλά ή λίγα ως απόλυτο μέγεθος για έναν τέτοιο παίχτη. Εκεί που θέλω να εστιάσω είναι ότι πρόκειται για ένα απαγορευτικό ποσό όταν το δίνει μία ομάδα με σκάρτα 10 εκ. διαθέσιμο μπάτζετ.

Και είναι απαγορευτικό για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν νοείται να παίρνει κάτι παραπάνω από το ¼ ενός μικρού μπάτζετ, ένας παίκτης τον οποίο οι αντίπαλοι παίζουν δύο μέτρα under στην άμυνα, προκαλώντας τον ουσιαστικά να σουτάρει. Ένας παίκτης που είναι η πρώτη επιλογή του αντίπαλου κόουτς για να τον στείλει στις βολές όταν η μπάλα θα καίει. Ένας παίκτης που δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να πάρει το τελευταίο σουτ όταν κρίνεται το ματς.Τον ηγέτη σου τον κρύβεις στην άμυνα, αλλά δεν είναι δυνατόν να τον κρύψεις στην επίθεση γιατί εκεί τον χρειάζεσαι όταν η μπάλα θα καίει.

Ο εξαιρετικός παίκτης Καλάθης θα μπορούσε να παίρνει τα ίδια ή και περισσότερα λεφτά σε ομάδες με μεγαλύτερο μπάτζετ. Στη Χίμκι π.χ. θα μπορούσε να είναι ένα εξαιρετικό πολυεργαλείο δίπλα στον φονικό σκόρερ που λέγεται Σβεντ. Είμαι σίγουρος ότι θα τους ανέβαζε επίπεδο και θα τους μεταμόρφωνε σε πραγματικούς contenders. Το ίδιο θα ίσχυε αν πλαισίωνε έναν εκ των Τζέημς ή Νέντοβιτς στη φετινή Αρμάνι που έχει ενα υπερταλαντούχο επιθετικά ρόστερ, αλλά δεν γνωρίζει πως παίζεται η περιφερειακή άμυνα.

Στον Παναθηναϊκό, όμως, όπου του ζητείται να αναλάβει έναν ρόλο ανάλογο του Λεμπρόν Τζέημς στους περσινούς Καβς, έχοντας δίπλα του τον Γκιστ και τον Λάσμε, τον Λεκάβιτσους και τον Παππά, ο Νικ Καλάθης των 2,5 εκ. με τα δεδομένα αγωνιστικά πλεονεκτήματα και αδυναμίες είναι πολυτέλεια που μετατρέπεται σε πρόβλημα. Η καταχρηστική ανακήρυξη του Νικ σε απόλυτο νούμερο 1 της ομάδας, σε ακριβοπληρωμένο άλφα ντογκ ενός ρόστερ 10 εκ., αδικεί τόσο τον Παναθηναϊκό όσο και τον ίδιο τον Καλάθη. Πηγαίνουμε ενάντια στη φύση των πραγμάτων και το πληρώνουμε.

Η λύση δεν είναι βέβαια να διώξουμε τον Νικ (που έχει άλλωστε κλειστό τριετές και φεύγει μόνο αν θέλει) και να πάρουμε εναν άλλον στη θέση του για να του φορέσουμε τη μπέρτα του σούπερμαν δίπλα σε φθηνούς και μέτριους συμπαίκτες. Αν η ομάδα οφείλει να προχωρήσει σε εκτεταμένο λίφτινγκ του ρόστερ το καλοκαίρι αλλάζοντας όλους τους ξένους της, προτού ξεκινήσει το ψάξιμο για νέους παίχτες έχει καταρχήν μία δομικού χαρακτήρα επιλογή να κάνει: ή να προχωρήσει σε μια λογική μικρή αύξηση του μπάτζετ της τάξης του 10-15% ή, αν αυτό δεν είναι δυνατό, να επιδιώξει μια συμβιβαστική αναπροσαρμογή του συμβολαίου του Νικ προς τα κάτω (με ελάχιστες πιθανότητες ο παίκτης να τη δεχτεί βέβαια και με αμφίβολες συνέπειες ως προς το αγωνιστικό του κίνητρο αν το κάνει).

Είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο, πάντως, είναι ανάγκη να δημιουργηθεί χώρος στο μπάτζετ για να αποκτηθεί ένας πρωτοκλασσάτος κόμπο γκαρντ στην περιφέρεια που θα μετακινήσει τον Νικ στη φυσική του θέση, αυτή του νούμερο 2 στην αγωνιστική ιεραρχία, απαλλάσσοντάς τον από το ασήκωτο για αυτόν βάρος να πρέπει να ηγηθεί σε οργάνωση και σκοράρισμα.

Όλα τα παραπάνω έχουν ως βασική και απαρέγκλιτη προϋπόθεση φυσικά ότι το στήσιμο της ομάδας το καλοκαίρι θα το αναλάβει προπονητής με προσωπικότητα και γνώσεις που θα μπορεί να λειτουργήσει σε συνθήκες πίεσης με περιορισμένο μπάτζετ (παίρνω ως δεδομένο ότι ο Πιτίνο θα επιστρέψει στις ΗΠΑ). Για να πείσει έναν τέτοιον κόουτς να έλθει ο πρόεδρος οφείλει να του αφήσει τον σχεδιασμό της ομάδας εν λευκώ και να μην περιορίσει το μπάτζετ κρατώντας καβάντζες για επικοινωνιακές προσθήκες έκτακτης ανάγκης τον χειμώνα.

Δεν ξέρω πόσο αισιόδοξοι μπορούμε να είμαστε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί. Ωστόσο μάλλον φαντάζει πιο εφικτό πλέον από κάθε άλλη φορά επί προεδρίας Δημήτρη Γιαννακόπουλου από τη στιγμή που φέτος φαίνεται να πραγματοποιήθηκε το στοιχειωμένο απωθημένο του προέδρου, δηλαδή η δημιουργία ενός γηγενούς κορμού με αξιόλογα στοιχεία (Καλάθης, Μήτογλου, Παπαπέτρου, Αντετοκούνμπο και υπό προϋποθέσεις Παπαγιάννης).

Με λίγα λόγια, φαίνεται να έχουμε ξεμπερδέψει με το βασικό ζητούμενο κάθε επέμβασης του προέδρου στον μεταγραφικό σχεδιασμό τα προηγούμενα χρόνια. Μπορεί να πληρώσαμε ακριβά αυτή την εξέλιξη, πιάνοντας αγωνιστικό πάτο στην Ευρώπη λόγω φθηνών και κακών επιλογών ξένων παικτών, αλλά πλέον είμαστε εκεί.Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι λίγο πριν την αυγή.

Όσο κι αν ειναι διακαής πόθος το Φ4 στο ΟΑΚΑ του χρόνου, δεν μπορεί να ειναι ο διακηρυγμένος στόχος μας το επόμενο καλοκαίρι. Αυτός πρεπει να είναι να στήσουμε ένα ισορροπημένο ρόστερ, μια ομάδα του προπονητή, με διακριτό αγωνιστικό χαρακτήρα που θα παίξει επιτέλους και πάλι ωραίο μπάσκετ τόσο εντός όσο και εκτός έδρας. Αν έχουμε αυτό ως στόχο μπορεί στο τέλος της χρονιάς να βρεθούμε εν τέλει κι εκεί που ποθούμε, δηλαδή στο Φ4, αλλά θα ήταν καλό για μια φορά η διοίκηση να αφήσει τις μεγαλομανείς δηλώσεις στην άκρη στην αρχή της σεζόν και να στρωθεί στη σοβαρή δουλειά.

Η φετινή χρονιά μπορεί να αποδειχθεί χρονιά ορόσημο για τον μπασκετικό Παναθηναϊκό, αν η διαφαινόμενη αποτυχία να μπει στην οχτάδα ερμηνευθεί σωστά ως αυτό που πραγματικά είναι: η απαραίτητη νέμεση σε μία επί χρόνια επαναλαμβανόμενη ύβρη, η οποία απλώς κορυφώθηκε στον φετινό καλοκαιρινό σχεδιασμό.