Τί νόημα έχει άλλο ένα κείμενο για την κατάσταση στον μπασκετικό Παναθηναϊκό;
Μάλλον κανένα, είναι η πρώτη αυθόρμητη σκέψη που έρχεται στο μυαλό.
Όλα μοιάζουν να έχουν χιλιοειπωθεί και ότι έχει ειπωθεί μοιάζει να μην έχει νόημα, καθώς ούτε έχει κάνει και ούτε πρόκειται να κάνει κάποια ουσιαστική διαφορά.
Ωστόσο υπάρχουν και κάποια πράγματα που δεν έχουν ειπωθεί.
Και ο λόγος που δεν έχουν ειπωθεί είναι γιατί αφορούν σε άβολες αλήθειες. Σε αλήθειες που δεν συγκαταλέγονται στα εύκολα κλισέ με τα οποία μπορείς αυτόματα να εξασφαλίσεις δεκάδες λάικ στο τουίτερ αυτές τις μέρες.
Με αυτό δεν εννοώ βέβαια ότι και τα κλισέ δεν μπορούν να εμπεριέχουν αλήθειες.
Π.χ. ένα απόλυτα αληθές κλισέ στις μέρες μας είναι ότι ο μεγαλύτερος υπεύθυνος για την απόλυτη αγωνιστική πτώση του εξάστερου είναι ο ιδιοκτήτης του Δημήτρης Γιαννακόπουλος.

Αν γράψεις στο τουίτερ ότι για όλα φταίει ο ΔΓ, έχεις εξασφαλισμένη πλέον ευρεία αποδοχή. Μπορώ να το επιβεβαιώσω από προσωπική εμπειρία, βλέποντας αντίστοιχα τουητ μου να κάνουν ρεκόρ φαβ.
Παρόμοιες επικριτικές δηλώσεις στο διαδίκτυο πριν πέντε χρόνια θα είχαν ορδές οργισμένων παναθηναϊκαρχών από κάτω να με κατηγορούν ως αντιπαναθηναϊκό και κρυφογαύρο. Και αυτό μπορώ να το επιβεβαιώσω από προσωπική εμπειρία.
Όσο αλήθεια είναι όμως ότι ο ΔΓ είναι ο πρώτος και βασικός υπεύθυνος που το πάλαι ποτέ καμάρι του συλλόγου έπιασε πάτο, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι η ανάλυση που μιλάει για αλλοίωση του “DNA” του συλλόγου από τον ΔΓ και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αν δεν φύγει αυτός δεν έχει νόημα να μιλάμε για οτιδήποτε άλλο, είναι μια μυωπική ανάλυση.
Και ως τέτοια είναι βαθιά προβληματική στην προσπάθεια μας να κατανοήσουμε την κατάσταση με σκοπό να δούμε αν υπάρχουν ρεαλιστικές λύσεις και ποιες μπορεί να είναι αυτές.
Δεν ξέρω αν υπάρχει οπαδός του Παναθηναϊκού που θα ήθελε περισσότερο από μένα να δει τον ΔΓ να πουλάει την ομάδα. Μετά το “παρκάρισμα” βέβαια υπάρχουν σίγουρα πολλοί που το επιθυμούν όσο κι εγώ.
Από εκει που “αντιπολίτευση” στις πρακτικές του ΔΓ έκανε κάποτε μια μικρή «αριστερίστικη σέχτα» ανάμεσα στους οπαδούς του εξάστερου, φτάσαμε να γίνουμε πλειοψηφικό ρεύμα.
Το θέμα είναι όμως ότι άσχετα με το τι επιθυμούμε εμείς, το μαχαίρι και το καρπούζι το κρατάει ο ίδιος.
Και δεν δείχνει καμία διάθεση να μας κάνει τη χάρη.
Σε αυτή τη βάση έχουμε δύο επιλογές: Ή σταματάμε να ασχολούμαστε και να μιλάμε για τον Παναθηναϊκό (αν δεχτούμε ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει όσο κάνει αυτός κουμάντο) ή θα μιλάμε για το τι θα μπορούσε να αλλάξει με αυτόν να κάνει κουμάντο.
Για να κάνουμε όμως σοβαρή κουβέντα για το τι θα μπορούσε να αλλάξει με αυτόν ιδιοκτήτη (αν αποδεχτούμε ως δεδομένο ότι δεν μπορούμε να τον υποχρεώσουμε να πουλήσει), πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας πρώτα από όλα.
Κι εδώ αρχίζουν κάποιες άβολες αλήθειες
Τέτοιες που οι περισσότεροι επικριτές του ΔΓ δεν δύνανται καν να τις διανοηθούν, πόσω μάλλον να τις ξεστομίσουν.
Ο λόγος, λοιπόν, που γράφω ακόμα ένα άρθρο για τον Παναθηναϊκό είναι για να παρουσιάσω μια αρχαιολογία των αιτιών που από κυρίαρχη και πιο επιτυχημένη ομάδα της Ευρωλίγκας στην πρώτη δεκαετία του τρέχοντος αιώνα, έφτασε να πιάσει πάτο στις αρχές της τρίτης δεκαετίας.
Σύμφωνα με τον Φουκώ η αρχαιολογία είναι μια επικίνδυνη έννοια που συνίσταται στο να ανακαλεί ίχνη που έχουν βρεθεί εκτός χρόνου και έχουν παγώσει στην αφασική τους κατάσταση.
Στην περίπτωση του Παναθηναϊκού αυτά τα ίχνη αφορούν στο περίφημο “DNA” του συλλόγου (δεν μπορώ να περιγράψω πόσο δομικά διαφωνώ με τη μεταφορική χρήση του συγκεκριμένο όρου από δημοσιογραφούντες και δημοσιολογούντες, αλλά αυτό είναι θέμα για ξεχωριστό άρθρο που μάλλον κανείς δεν θα διάβαζε).
Αφορούν δηλαδή στο πως έχουμε εξωραΐσει και μυθοποιήσει το επιτυχημένο παρελθόν, τη χρυσή εποχή του συλλόγου, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να δούμε ότι τα πρώτα ίχνη των αιτιών που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση βρίσκονται εκεί.
Στον τρόπο λειτουργίας τη χρυσής εποχής, αυτόν στον οποίο συνήθως αναφερόμαστε ως “DNA” του συλλόγου και κατηγορούμε τον ΔΓ ότι το αλλοίωσε.
Ένα διαδεδομένο κλισέ στην ιστορική επιστήμη είναι ότι η πτώση των αυτοκρατοριών έχει τις απαρχές της στην εποχή που φτάνουν στο απόγειό τους. Κι όπως κάθε κλισέ έχει και αυτό έναν πυρήνα αλήθειας.
Για την πτώση της αυτοκρατορίας του Παναθηναϊκού ο πυρήνας αλήθειας αφορά στο ότι ο βασικός λόγος της πτώσης επί ΔΓ δεν είναι ότι σταμάτησε να λειτουργεί με το μοντέλο των Παύλου και Θανάση, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι.
Είναι το ακριβώς αντίθετο: ότι συνέχισε να λειτουργεί με ακριβώς το ίδιο μοντέλο
Το μοντέλο μιας παραδοσιακής οικογενειακής επιχείρησης όπου το πρώτο και τελευταίο λόγο τον έχει ο «πατριάρχης», δηλαδή ο ιδιοκτήτης που κάνει κουμάντο σε όλα με τα λεφτά του.
Με λίγα λόγια, το βασικό πρόβλημα του Παναθηναϊκού επί ΔΓ δεν είναι ότι σταμάτησε να λειτουργεί ως οικογένεια, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά ότι συνέχισε να λειτουργεί ως τέτοια
Εκεί βρίσκεται το πρωταρχικό αίτιο της πτώσης.
Η επιτυχία αυτού του μοντέλου επί Παύλου και Θανάση βασίστηκε σε δύο παράγοντες:
- Πρώτον, ότι οι δύο τους είχαν πολλά πιο πολλά λεφτά να διαθέσουν. Άπειρα λεφτά που είναι αδιανόητα για την τωρινή εποχή.
- Δεύτερον, ότι στάθηκαν τυχεροί που βρήκαν έναν προπονητή, τον καλύτερο προπονητή όλων των εποχών στην Ευρώπη, ο οποίος με το που ήλθε στον σύλλογο νίκησε και έτσι κέρδισε την απόλυτη εμπιστοσύνη τους.
Αυτό άλλαξε τον παρορμητικό τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν ως τότε και δημιούργησε μια ομάδα μοντέλο που κράτησε τον ίδιο κόουτς για 13 χρόνια, κατακτώντας 5 Ευρωλίγκες και πολλαπλάσιους εγχώριους τίτλους.

Ακριβώς επειδή το επιτυχημένο παρελθόν τείνει να μυθοποιείται και να αποκτά την εικόνα μιας αψεγάδιαστης “Golden Age”, ακόμη και όσοι έχουν ζήσει τις πρώιμες εποχές του Παύλου και του Θανάση τείνουν να ξεχάσουν τις μεγάλες ομοιότητες ανάμεσα στον τρόπο που έτρεχαν αυτοί την ομάδα και τον τρόπο που την έτρεξε ο διάδοχος τους.
Για όσους δε, ήταν αγέννητοι ή πιτσιρίκια πριν το 2000 ούτε λόγος. Έχουν μια παγιωμένη εικόνα του Παναθηναϊκού στο μυαλό τους, στην οποία υπάρχει ένα σωστό διοικητικό μοντέλο, αυτό που έκανε όλα τα χατίρια του προπονητή-απόλυτου άρχοντα Ομπράντοβιτς, και που σκόρπαγε εκατομμύρια για να φέρει πίσω τον Σπανούλη (το αγαπημένο παιδί του Θανάση) από το ΝΒΑ ή για να «κλέψει» τον Σάρας από τον γαύρο στο αεροδρόμιο.
Επίσης υπάρχει και ένα «σωστό» μπάσκετ, αυτό που παίξαμε επί εποχής Διαμαντίδη από το 2007 και μετά.
Για να σας δώσω να καταλάβετε δηλαδή, υπάρχουν πολλοί Παναθηναϊκοί γαλουχημένοι στο “μόνο σωστό μπάσκετ” που αν έβλεπαν κανονικά τον Bodiroga να παίζει και όχι στα highlights από τους τελικούς Ευρωλίγκας θα τον θεωρούσαν ατομιστή και ball hog και θα έπαιρναν όρκο ότι δεν είναι παίκτης Ομπράντοβιτς.
Στο πλαίσιο μιας μυθοποιημένης “Golden Age”, λοιπόν, κανείς δεν θυμάται τις αλλαγές προπονητών σαν τα πουκάμισα από τους Παύλο και Θανάση προτού έλθει ο Ομπράντοβιτς.
Κανείς δεν θυμάται την τραγική απόφαση να μην κατέβει ο Παναθηναϊκός στον τελικό πρωταθλήματος στο ΣΕΦ διαμαρτυρόμενος για τη διαιτησία.
Κανείς δεν θυμάται τις δημόσιες εκρήξεις των δύο μεγάλων Γιαννακόπουλων εντός κι εκτός παρκέ.
Κανείς δεν έχει αναλογιστεί π.χ. ότι ο Θανάσης μπορεί να μην έβριζε στο ινσταγκραμ, αλλά πέταγε πενηντάευρα στη μούρη του Μπερτομέου για να διαμαρτυρηθεί για τη διαιτησία.
Το να μην βλέπει κανείς ένα κοινό pattern ανάμεσα σε αυτό το μοντέλο διοίκησης και στο μοντέλο του ΔΓ είναι εθελοτυφλία. Μια απόλυτα βολική εθελοτυφλία στο πλαίσιο της εικόνας του ΔΓ ως του απόλυτου villain, η ανάληψη της προεδρίας από τον οποίο σήμανε το τέλος της “Golden Age”.
Αν πρέπει να ασκηθεί κριτική, όμως, για κάτι στον ΔΓ, αυτό είναι πρωτίστως ότι έμεινε πιστός στο ίδιο μοντέλο διοίκησης από το ’12 και μετά, όταν δεν υπήρχαν ούτε τα άπειρα λεφτά της προηγούμενης περιόδου, αλλά ούτε και η ασφαλιστική δικλείδα του Ομπράντοβιτς.
Και χωρίς να παραβλέπω τις ευθύνες του ίδιου του ΔΓ για την αποχώρηση του Ομπράντοβιτς, μια βασική αιτία αυτής της αποχώρησης ήταν και το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ζοτς δεν πίστεψε στη συνέχεια λειτουργικότητας αυτού του μοντέλου με τα νέα δεδομένα.
Ο Παναθηναϊκός των μικρότερων μπάτζετ από το ’12 και μετά ήταν απόλυτη ανάγκη να πάψει να λειτουργεί σαν οικογένεια και να γίνει απόλυτα τεχνοκρατικός.
Δεν το έκανε ποτέ, όμως, ακριβώς επειδή ο ΔΓ είχε μάθει να λειτουργεί με τον τρόπο των Παύλου και Θανάση. Αυτόν που είχε μάθει ως επιτυχημένο.
Και η ακόμα πιο σκληρή αλήθεια που αρνούμαστε να ξεστομίσουμε είναι ότι ο Παναθηναϊκός θα έπρεπε να είχε αρχίσει να λειτουργεί τεχνοκρατικά ήδη πριν από το ’12.
Η ευθύνη που αυτό δεν έγινε, ώστε να διασφαλιστεί ότι η ομάδα θα συνέχιζε να λειτουργεί σωστά χωρίς να χρειάζεται πακτωλό χρημάτων, βαραίνει τόσο τους δύο μύθους Παύλο και Θανάση, όσο και τον Ομπράντοβιτς.

Οι επιτυχίες της μεγάλης ομάδας των 2000s δεν βασίστηκαν σε ένα διοικητικό μοντέλο με αυστηρά οργανωμένες επαγγελματικές δομές στα πρότυπα των μεγάλων ομάδων με front office και οργανωμένο τμήμα scouting team.
Οι “πατριάρχες” χρυσοπλήρωναν τους πάντες και τα πάντα. Το αγωνιστικό ήταν εν λευκώ στα χέρια του Ομπράντοβιτς και γύρω γύρω οι άνθρωποι εμπιστοσύνης της οικογένειας έτρεχαν εύκολα τα διαδικαστικά στην αγορά λόγω του ονόματος και του πορτοφολιού των Γιαννακόπουλων.
Ο Παναθηναϊκός δεν χρειαζόταν καν να ψάξει για καλούς παίχτες από ένα σημείο και μετά. Οι καλύτεροι τον έψαχναν από μόνοι τους. Παρακαλούσαν να παίξουν εκεί.
Για αυτό όταν τα άπλετα χρήματα και τα συγκεκριμένα πρόσωπα που τα διαχειρίστηκαν σωστά έπαψαν να είναι εκεί, το σύστημα άρχισε να δυσλειτουργεί.
Ένα βασικό πρόβλημα που έχει κάθε μοντέλο οικογενειακής επιχείρησης που τρέχει με αγάπη, τρέλα και μεράκι είναι ότι ακριβώς επειδή είναι οικογενειακή δεν μπορείς να είσαι ποτέ σίγουρος ότι ο διάδοχος στο πλαίσιο της οικογενειακής συνέχειας θα ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των καιρών το ίδιο με τους προκατόχους του.
Και ο ΔΓ σίγουρα δεν ήταν ούτε Παύλος ούτε Θανάσης.

Εδώ ωστόσο πρέπει να του δώσουμε κι ένα πολύ σοβαρό ελαφρυντικό (ναι, εγώ το γράφω αυτό, και όχι, δεν με έχουν απαγάγει και δεν προσπαθώ να στείλω κάποιο κωδικοποιημένο μήνυμα για βοήθεια).
Σε αντίθεση με τον Παύλο και τον Θανάση, οι οποίοι την εποχή που έκαναν ακριβώς τα ίδια λάθη με τον ΔΓ είχαν να συγκριθούν με το απόλυτο τίποτα που είχε προηγηθεί της δικής τους διοίκησης, ο ΔΓ όταν ανέλαβε είχε να συγκριθεί με τον απόλυτο μύθο. Είχε να σηκώσει ένα αβάσταχτο βάρος σύγκρισης που δεν άφηνε πολλά περιθώρια για συνεχόμενες αποτυχίες.
Αν σε αυτό προσθέσουμε το γεγονός ότι λόγω κρίσης δεν είχε τα ίδια λεφτά να διαθέσει και ότι δεν είχε την προνοητικότητα και το θάρρος να αλλάξει ριζικά το μοντέλο διοίκησης, αντί να μείνει πιστός στην πεπατημένη της οικογένειας, τότε γίνεται σαφές γιατί η αγωνιστική υποχώρηση του Παναθηναϊκού επί θητείας του μοιάζει μάλλον λογική και αναπόφευκτη συνέπεια.
Η αδυναμία του ΔΓ να εγκαταλείψει το διοικητικό μοντέλο των Παύλου και Θανάση, οδήγησε σε μια καρικατούρα αυτού του μοντέλου, όπου ο ιδιοκτήτης έβαζε σπασμωδικά όσα πιο πολλά λεφτά μπορούσε, συνήθως με λάθος τρόπο και χωρίς να πιάνουν όσο τόπο θα έπρεπε, ενώ κάθε αποτυχία να πάει η ομάδα στο Φ4 – πόσω μάλλον να κατακτήσει μια Ευρωλίγκα – χρεωνόταν αμέσως στον προπονητή και οδηγούσε στην απόλυση του και στην αναζήτηση του επόμενου θαυματοποιού, συχνά προτού τελειώσει η σεζόν.
Η πίεση να φανεί αντάξιος της οικογενειακής ιστορίας ακολουθώντας την οικογενειακή συνταγή στο διοικητικό σε ένα πιο στενό οικονομικό πλαίσιο δημιούργησε έναν φαύλο κύκλο.
Ακόμα κι έτσι βέβαια ο ΠΑΟ παρέμενε ανταγωνιστικός και ήταν σταθερά στις καλύτερες 8 ομάδες της Ευρώπης, ενώ δεν έμενε σεζόν χωρίς τίτλο στην Ελλάδα.
Αυτό συνέβαινε για δύο λόγους: γιατί το legacy και η φανέλα της ομάδας μαζί με τη δυναμική της έδρας της ήταν τεράστια, και γιατί ο ιδιοκτήτης συνέχιζε να δίνει αρκετά λεφτά για τα δεδομένα της εποχής.
Η χαριστική βολή σε αυτό το δυσλειτουργικό μοντέλο διοίκησης επήλθε με την καταστροφική απόφαση του ΔΓ να «παρκάρει» την ομάδα πριν τρία χρόνια.
Μια ομάδα χωρίς σοβαρές τεχνοκρατικές δομές που είχε μάθει να λειτουργεί προσωποκεντρικά και να καλύπτει τις αστοχίες από την έλλειψη οργάνωσης με τις σπασμωδικές οικονομικές ενέσεις του ιδιοκτήτη ήταν αναπόφευκτο να καταρρεύσει μετά από μια τέτοια εξέλιξη.
Η τραγική ειρωνεία εδώ είναι ότι το «παρκάρισμα» είναι η πρώτη καθαρά τεχνοκρατική απόφαση που παίρνει ο ΔΓ σε όλα τα χρόνια της θητείας του στο τιμόνι της ομάδας.
Αυτό που αρνούνταν πεισματικά να κάνει τόσα χρόνια στο οργανωτικό κομμάτι, δηλαδή να λειτουργήσει τεχνοκρατικά, το έκανε με αφορμή την πανδημία στο κομμάτι της χρηματοδότησης, βάζοντας εντελώς στην άκρη το συναίσθημα και την οικογενειακή διοικητική παράδοση.
Ήταν ξεκάθαρα μια τεχνοκρατική απόφαση οικονομικού χαρακτήρα και ταυτόχρονα ένα τεράστιο και μοιραίο λάθος, το οποίο οδήγησε την ομάδα στον διασυρμό και την αγωνιστική ανυποληψία του παρόντος.
Και είναι ακριβώς αυτό το είδος λάθους που ο Παύλος και ο Θανάσης δεν θα έκαναν ποτέ
Μπορεί να χάριζαν τις μετοχές στον ερασιτέχνη για να μπει στην ΚΑΕ εύκολα όποιος είχε δυνατότητα να βάλει κάποια χρήματα, αλλά δεν θα κράταγαν ποτέ την ομάδα όμηρο χωρίς να βάζουν φράγκο.
Κι εδώ μπαίνει στην κουβέντα το θέμα του διαφορετικού χαρακτήρα και επανερχόμαστε σε αυτό που λέγαμε πριν. Οι οικογενειακές επιχειρήσεις μοιάζουν με τις αυτοκρατορίες που λειτουργούν στη βάση της δυναστικής διαδοχής.
Δεν μπορείς να ξέρεις πότε θα εμφανιστεί ένας Νέρωνας που θα του τη βιδώσει και θα βάλει φωτιά στη Ρώμη που έχτισαν οι προκάτοχοί του.
Στη δική μας περίπτωση ωστόσο αυτός που έβαλε τη φωτιά και έκανε στάχτη τα πάντα – όχι από τρέλα, αλλά αντιδρώντας τεχνοκρατικά όταν δεν έπρεπε – δηλώνει εκ νέου παρών και διατεθειμένος να ξαναχτίσει πάνω στις στάχτες.
Ανάλογα με το πως θα ξυπνήσει βέβαια, γιατί τη μια μέρα τα λέει έτσι και την άλλη δηλώνει ότι δεν θέλει να ασχολείται με τον Παναθηναϊκό.
Αν προσπεράσουμε όμως το κυκλοθυμικό του χαρακτήρα και με δεδομένη την άρνηση του να προχωρήσει ειλικρινά σε πώληση της ομάδας, γεγονός παραμένει ότι η μόνη κουβέντα που έχει νόημα να κάνουμε – αν θέλουμε να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε ενεργά με τον μπασκετικό Παναθηναϊκό – είναι τί μπορούμε να περιμένουμε με αυτόν ως ιδιοκτήτη.
Ή, για να το θέσω αλλιώς, σε τί μπορούμε να ελπίζουμε με βάση την προϊστορία του οικογενειακού μοντέλου διοίκησης, στο οποίο δείχνει να επανέρχεται μετά το τέλος της πανδημίας;
Κι εδώ θα επαναλάβω ότι μου είναι αδιάφορες οι φαταλιστικές απαντήσεις τύπου «δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε τίποτα» ή «δεν έχει νόημα να ασχολούμαστε» όσο αυτός είναι επικεφαλής, σκέψεις που κι εγώ συχνά έχω εξωτερικεύσει σε στιγμές απόγνωσης τα τελευταία χρόνια.
Αυτού του τύπου οι απαντήσεις μπορεί να μας κάνουν να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας (ειδικά όσους μας χωρίζει και ιδεολογική άβυσσος σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα με τον ιδιοκτήτη του Παναθηναϊκού), αλλά δεν έχουν καμία αναλυτική αξία όταν συζητάμε σοβαρά για το παρόν και το άμεσο μέλλον της ομάδας σε αγωνιστικό επίπεδο.
Αν λοιπόν μας δείχνει κάτι η αρχαιολογία του διοικητικού μοντέλου των Γιαννακόπουλων, αυτό είναι ότι η επιλογή σωστού προπονητή μπορεί να κάνει τη διαφορά ανάμεσα στην πρωταγωνιστική παρουσία και την απόλυτη μετριότητα
Στο ιστορικό γίγνεσθαι γενικότερα παίζει μεγάλο ρόλο η τυχαιότητα.
Αν ο Ομπράντοβιτς δεν είχε πάρει ευρωπαϊκό και πρωτάθλημα στην πρώτη του σεζόν στον Παναθηναϊκό, μπορεί να μην είχαμε ζήσει ποτέ αυτό που συνέβη τα επόμενα 12 χρόνια. Μπορεί να είχε φύγει ως αποτυχημένος και ο μύθος των μεγάλων Γιαννακόπουλων να μην είχε χτιστεί ποτέ.
Αν ο Τσάβι Πασκουάλ είχε περάσει στο Φ4, είτε την πρώτη είτε τη δεύτερη σεζόν, μπορεί τώρα να ήταν ακόμα προπονητής του Παναθηναϊκού και ο κυκλοθυμικός, παρορμητικός και απρόβλεπτος ΔΓ μπορεί να είχε βρει τον δικό του Ομπράντοβιτς τηρουμένων των αναλογιών.

Μπορεί και όχι βέβαια, γιατί ο ΔΓ δεν είναι Παύλος και Θανάσης, όπως είπα και πριν.
Ωστόσο κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να απαντήσει στο ερώτημα τί θα συμβεί σε περίπτωση που βρεθεί ένας προπονητής που θα ικανοποιήσει το απωθημένο του, δηλαδή θα επαναφέρει την ομάδα αγωνιστικά στην ελίτ της Ευρώπης, σε ένα Φ4.
Σε αυτή τη βάση πιστεύω ακράδαντα και επιμένω ότι όσο ο ΔΓ παραμένει ιδιοκτήτης, όσο επιμένει δηλαδή να μην πουλάει, δική μας δουλειά ως οπαδών είναι πρωτίστως να απαιτούμε από αυτόν να κάνει το καλύτερο δυνατό για την ομάδα.
Να μην συμβιβαζόμαστε δηλαδή με μετριότητες ούτε στον πάγκο, ούτε στον αγωνιστικό χώρο.
Η μόνη ρεαλιστική ελπίδα – όσο μικρή κι αν είναι αυτή (και έχω πλήρη επίγνωση ότι είναι πάρα πολύ μικρή) – να αλλάξει κάτι με αυτόν στο κουμάντο είναι να βρεθεί ένας προπονητής που θα βοηθήσει την ομάδα να νικήσει όχι μόνο τους αντιπάλους, αλλά και τον εαυτό της.
Που θα έχει το χάρισμα να κάνει το κάτι παραπάνω δηλαδή χωρίς ιδανικές συνθήκες εργασίας, ώστε να αλλάξει τα δεδομένα στη λειτουργία του συλλόγου.
Ο Τσάβι είναι αυτός που έφτασε πιο κοντά από όλους στη εποχή ΔΓ, αλλά δυστυχώς για εμάς δεν τα κατάφερε.
Το δικό του παράδειγμα όμως δείχνει ότι για να έχουμε έστω και μια ελάχιστη ελπίδα κάποιος να τα καταφέρει πρέπει να απαιτούμε στον πάγκο της ομάδας να έρχονται προπονητές τέτοιου επιπέδου. Και να κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας αυτό το μήνυμα να περάσει και στον ιδιοκτήτη.
Το πως αυτός θα πείσει προπονητές τέτοιου επιπέδου να έλθουν στον δικό του Παναθηναϊκό δεν είναι δικό μας, αλλά δικό του πρόβλημα.
Εμείς που αγαπάμε την ομάδα έχουμε υποχρέωση να απαιτούμε από τον κάθε ιδιοκτήτη να φέρνει τους καλύτερους. Να μην δίνουμε το δικαίωμα σε κανέναν να θεωρεί ότι συμβιβαζόμαστε με τη μετριότητα που οδηγεί νομοτελειακά στη μιζέρια και την απαξίωση της ομάδας.
Διότι είναι αυτός ακριβώς ο συμβιβασμός με τη μετριότητα που διευκολύνει αστεία αφηγήματα που ρίχνουν τις ευθύνες για τη συνταγή αποτυχίας του ιδιοκτήτη στους μέτριους που η ίδια η διοίκηση του έχει επιλέξει.
Ο Παναθηναϊκός των έξι αστεριών θα είναι οριστικά και αμετάκλητα νεκρός όταν όλοι εμείς, που δεν ζούμε από αλλά για τον Παναθηναϊκό, πάψουμε να τον ονειρευόμαστε και να τον απαιτούμε καλύτερο και στη θέση που του αξίζει, όποιος και αν είναι ιδιοκτήτης.