Ο Παναθηναϊκός Που Έχεις Συνηθίσει

Hocus Pocus, μετά από τόσα βάσανα και κόπους.

Κάθομαι και σκέφτομαι πόσα χρόνια έχω να βιώσω παρόμοια συνθήκη με αυτή που βιώνω τη φετινή σεζόν στον Παναθηναϊκό.

Ομολογώ ότι δεν βρίσκω εύκολα.

Και δεν μιλάω για τις μεταγραφές καλών παικτών γιατί από αυτές θυμάμαι όσο θυμάμαι τον εαυτό μου.

Μιλάω για την συνθήκη του να είσαι ως Παναθηναϊκός εδώ και χρόνια στον απόλυτο πάτο της αγωνιστικής και λειτουργικής πυραμίδας και να πρέπει να τα παίρνεις όλα από την αρχή.

Λες και μαθαίνεις ξανά να περπατάς ένα πράγμα.

Το πιο κοντινό που έρχεται στο μυαλό μου ήταν την επόμενη χρονιά της δεύτερης του Μάλκοβιτς.

Γενικά όταν μία ομάδα σε εκπλήσσει τόσο θετικά όσο με εξέπληξε το φετινό καλοκαίρι ο Παναθηναϊκός, συμβαίνει ένα παράδοξο. Αν μετά η ομάδα σου πάρει έναν ή περισσότερους χαμηλότερης αξίας παίκτες που είναι ωστόσο καλύτεροι από αυτό που περίμενες, η ικανοποίηση που παίρνεις είναι αναλογικά μεγαλύτερη από τους σταρ που πήρες in the first place.

Στην περίπτωση εκείνης της ομάδας του Σούμποτιτς αυτός ο παίκτης για μένα ήταν ο Φάνης Χριστοδούλου. Στον Παναθηναϊκό του Σισέ και του Ζιλμπέρτο ας πούμε αυτός ο παίκτης ήταν ο Κατσουράνης.

Στον φετινό Παναθηναϊκό θέλω να πω ότι αισιοδοξώ με το μισό ρόστερ.

Θα μου πεις μόλις χάσαμε από τον Ολυμπιακό δύο φορές, είναι τώρα η ώρα;

Στην Συμπεριφορική επιστήμη υπάρχει μια θεωρία ονόματι Θεωρία της Προοπτικής που εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος διαχειρίζεται το κέρδος και την απώλεια.

Η βάση της μπορεί να συνοψιστεί σχετικά εύκολα με ένα παράδειγμα.

Σκέψου ότι εμφανίζεται σήμερα κάποιος και σου χαρίζει 1.000 ευρώ. No strings attached. Για την οικονομία της συζήτησης ας πούμε ότι τα παίρνεις, χαίρεσαι και περνάει ένας χρόνος. Σε ένα χρόνο τώρα εμφανίζεται ο ίδιος άνθρωπος και σου παίρνει 1.000 ευρώ.

Αν τώρα σου ζητήσουν να σκεφτείς πόσο θα χαρείς και πόσο θα στεναχωρηθείς αντίστοιχα, η σκέψη σου λειτουργεί ενστικτωδώς γραμμικά. Με άλλα λόγια πιστεύεις πως όσο χαρείς όταν σου χαρίσουν τα 1,000 ευρώ, τόσο θα στεναχωρηθείς όταν σου τα πάρουν, σκεπτόμενος πως ούτε τώρα σου «άξιζαν» τα χρήματα που πήρες, ενώ όταν σου τα πάρουν θα σκεφτείς σε όρους «τί είχα τί έχασα.»

Η πραγματικότητα ωστόσο δεν είναι αυτή.

Και ο λόγος είναι ότι ο άνθρωπος έχει μια εγγενή προσαρμοστικότητα στην εκάστοτε κατάσταση που βρίσκεται, με αποτέλεσμα η απώλεια από οτιδήποτε να πονάει περισσότερο από την χαρά του κέρδους.

Μάλιστα υπάρχει και ακριβές νούμερο για αυτό.

Συγκεκριμένα, η απώλεια πονάει περίπου 2.5 φορές περισσότερο από την χαρά που προκαλεί το αντίστοιχο κέρδος.

Η Θεωρία της Προοπτικής δημοσιεύτηκε πριν από περίπου 40 χρόνια, οι συγγραφείς της πήραν το Νόμπελ και από τότε βρίσκει εφαρμογή σε ένα διαρκώς αυξανόμενο εύρος από επιστήμες.

Σκέφτομαι εδώ και καιρό, πόσο το βλέπω να συμβαίνει στον Παναθηναϊκό.

Βασικά, ο Παναθηναϊκός βρίσκεται εδώ και μερικούς μήνες σε μια κατάσταση οριακά πρωτόγνωρη, κατά την οποία στην αρχή του καλοκαιριού προσπαθούσες να βρεις χρησιμότητα και ρόλο για τον Αγραβάνη και ένα μήνα μετά ένιωθες απογοήτευση που δεν έρχεται ο Μίροτιτς.

Η βάση κρίσης ολόκληρου του τμήματος άλλαξε ουσιαστικά εν μία νυκτί και από τελευταίος της Ευρωλίγκας λειτουργείς και κυρίως σκέφτεσαι μέσα σου με όρους διεκδικητή του τίτλου.

Για την ακρίβεια, η προσαρμοστικότητα στο μυαλό του μέσου οπαδού από το φετινό καλοκαίρι αλλάζει καθημερινά. Αρχικά δεν γνώριζες αν οι μεταγραφές εξαντλήθηκαν στον Λεσόρτ και τον Βιλντόζα. Στη συνέχεια αν θα υπάρχει συνέχεια από τον Σλούκα. Μετά αν είμαστε σε θέση να νικήσουμε ή να χάσουμε με 30 από τον Ολυμπιακό. Και πάει λέγοντας.

Γεγονός τελικά είναι ότι το ρόστερ που έχει φτιαχτεί αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε επίπεδο που η ομάδα είχε να δει χρόνια. Και δεν εννοώ τα τελευταία τρία.

Να τονίσω ωστόσο εδώ ότι υπάρχει και ένας μεγάλος κίνδυνος. ‘Η μάλλον καλύτερα, ένας διαστρεβλωτικός παράγοντας, ο οποίος εν δυνάμει μπορεί να κάνει τόσο τις κινήσεις που έχουν γίνει όσο και τις απαιτήσεις από την ίδια την ομάδα που ενδεχομένως θα δημιουργηθούν εντός της χρονιάς, να κρίνονται με λανθασμένα κριτήρια.

Και ο λόγος είναι αυτή η απότομη εναλλαγή βάσης που λέγαμε.

Οι παίκτες που ήρθαν, μπορούν να ενθουσιάσουν ή να απογοητεύσουν στο μυαλό του κόσμου περισσότερο από ό,τι τους αναλογεί εντός της χρονιάς.

Κάποιοι ίσως να το έχουν κάνει ήδη.

Ο Σλούκας δεν θα δίνει 20 ασίστ για 20 καρφώματα στον Λεσόρτ ανα παιχνίδι. Ο Χουάντσο δεν θα βάζει 30 πόντους και ο Παναθηναϊκός δεν θα κερδίζει κανένα ματς από τα αποδυτήρια.

Τα δύο πρόσφατα ματς με τον Ολυμπιακό είναι εδώ για να το υπενθυμίζουν.

Γενικά ο απόλυτα δικαιολογημένος καλοκαιρινός ενθουσιασμός τώρα που ξεκίνησε η χρονιά θα πρέπει να μπει σε ένα διαφορετικό κάδρο και η ομάδα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί για αυτό που πραγματικά είναι.

Δηλαδή μια νέα ομάδα.

Κρατώντας τα παραπάνω ως δεδομένα, είπα πριν ότι στην προκειμένη έχω μετά από καιρό πιάσει τον εαυτό μου να αισιοδοξεί. Και ο λόγος είναι ότι το φετινό καλοκαίρι είδα μετά από πολλά χρόνια κάποια πράγματα που δεν περίμενα να δω.

Και καθότι ο διαστρεβλωτικός παράγοντας των συνεχόμενων ηττών από τον Ολυμπιακό είναι προ των πυλών θεωρώ καλό σημείο να τα αναφέρω τώρα.

Να ξεκινήσω αρχικά λέγοντας ότι το credit στη στελέχωση που έχουμε δει μέχρι τώρα πηγαίνει όλο στον Αταμάν, ο οποίος συστήνεται στον κόσμο επιβεβαιώνοντας άμα τη αφίξει του την φήμη του elite recruiter που τον συνόδευε ερχόμενος. Βοηθάει φυσικά να έχεις σχεδόν απεριόριστο μπάτζετ.

Αλλά οκ, όχι δεν βοηθάει.

Οι επιλογές που έχουν γίνει φέτος στην ομάδα είναι μοντέρνες και κυρίως με γνώμονα μια αγωνιστική ευελιξία που στο βάθος της χρονιάς σε οδηγούν εν δυνάμει σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων σου.

Το συγκεκριμένο δεν το λέω γενικά και αόριστα ως κάτι που θα έκαναν όλοι οι καλοί προπονητές εκεί έξω.

Ο παράγοντας της αγωνιστικής ευελιξίας του ρόστερ είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το χτίσιμο ενός συνόλου που θα είναι σε θέση να διεκδικήσει τίτλους.

Να το πω διαφορετικά.

Αν έδινες απεριόριστο μπάτζετ στον Τσάβι, θα σου έκανε μια ομάδα που κατά πάσα πιθανότητα θα έπαιζε ένα εξαιρετικό μπάσκετ μισού γηπέδου στηριζόμενου σε άρτια δουλεμένους αυτοματισμούς, με την μικρή, αλλά σε όρους πραγματικών συνθηκών τεράστια υποσημείωση, ότι αυτοί οι αυτοματισμοί όταν κρίνονται οι τίτλοι πάνε περίπατο.

Μπορείς να κερδίσεις τίτλους έτσι; Η απάντηση είναι πιθανόν. Για την ακρίβεια η απάντηση είναι αναλόγως ποιοι θα ήταν οι go-to guys σου.

Και αυτό είναι το πρώτο πράγμα που με εκπλήσσει ευχάριστα.

1. Ο Παναθηναϊκός ξαναγίνεται ομάδα των γκαρντ

Ομολογώ ότι στην υπογραφή του Βιλντόζα χάρηκα. Η υπογραφή του Σλούκα όμως λειτούργησε σχεδόν λυτρωτικά στο μυαλό μου.

Ήταν το πρώτο μεγάλο σημάδι ότι κάτι αρχίζει να λειτουργεί σωστά σε μια ομάδα που εδώ και μια δεκαετία στελεχωνόταν κάτω από τις διαταγές του Γκρίμα του Σκουληκογλώσση με παίκτες που έρχονταν για να κάνουν οποιαδήποτε άλλη δουλειά στο παρκέ εκτός από την βασική δουλειά του γκαρντ.

Δηλαδή του παίκτη που εξ ορισμού όταν το ματς κρίνεται θα ψάξουν οι συμπαίκτες του.

Η διαμορφωθείσα συνθήκη τα γκαρντ σου να χρειάζονται μισό pick για να σηκωθούν είναι σχεδόν συγκινητική και κάτι που είχε λείψει εκκωφαντικά από το σύλλογο. Αυτό που επιτέλους ξαναβρίσκει ο Παναθηναϊκός είναι ένα δίδυμο γκαρντ που δεν παίζουν απλά το PnR, αλλά εκτελούν πίσω από τα σκριν, επιτίθενται προς το καλάθι και δημιουργούν για τους συμπαίκτες τους με την ίδια επάρκεια.

Την ίδια στιγμή, το ρόστερ έχει ενισχυθεί με forward που μπορούν να εκτελέσουν, επιτίθενται στα close out, είναι γρήγοροι, αθλητικοί και κόβουν προς το καλάθι για να εκμεταλλευτούν τις ανισορροπίες που αναπόφευκτα βάσει χαρακτηριστικών θα δημιουργούν τα γκαρντ.

Δεν θέλω να μιλήσω ονομαστικά ακόμα.

Αντιθέτως, θέλω να εστιάσω στη λειτουργικότητα του ρόστερ. Και να πω ότι χαίρομαι ιδιαίτερα που η ομάδα δεν στελεχώθηκε με τρόπο «εναλλακτικό.»

Η φετινή στελέχωση στα γκαρντ δείχνει πρωτίστως ότι οι πειραματισμοί της τελευταίας δεκαετίας με παίκτες και ρόλους στην πιο κομβική θέση στο μπάσκετ τελειώνουν και ο Παναθηναϊκός επιστρέφει στις ρίζες του.

Με γκαρντ σημεία αναφοράς.

Γιατί τώρα το θεωρώ αυτό τόσο σημαντικό;

Γενικά σε θέματα στελέχωσης υπάρχουν χοντρικά 3 ειδών ομάδες. Οι ομάδες που χτίζονται πάνω στα γκαρντ τους, οι ομάδες που χτίζονται πάνω στα forward και οι ομάδες που χτίζονται πάνω στα σέντερ.

Βασικός παράγοντας για τον τρόπο χτισίματος αποτελεί συνήθως το πού παίζει ο καλύτερος (ή καλύτεροι σου παίκτες). Συμπτωματικά να πω εδώ ότι ο Παναθηναϊκός στην ιστορία του έχει κερδίσει και με τους τρεις τρόπους. Πάνω στον Ράτζα, πάνω στον Μποντιρόγκα και πάνω στα γκαρντ των late 00s.

Τώρα, το να χτίσεις πάνω στα σέντερ είναι οριακά απίθανο. Ένας Γιόκιτς υπάρχει σήμερα, ένας Ολάζουον υπήρχε πριν 30 χρόνια και κανένας δυο άλλοι που δεν κάθομαι να σκεφτώ, έτσι για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα

Το να χτίσεις πάνω στα small forward όμως, είναι αρκετά πιο συχνό. Το πρόβλημα εδώ, όπως είχα αναφέρει σε ένα καλοκαιρινό θρεντ (εδώ), είναι πως το να χτίσεις πάνω στα forward είναι εξωφρενικά δύσκολο, κυρίως διότι θα πρέπει να ποντάρεις στο σωστό άλογο από τα πολλά που κυκλοφορούν στη θέση 3.

Και στη θέση 3 κυκλοφορούν συνήθως κουτσά άλογα.

Αν είσαι τέλος πάντων από τους τυχερούς και βρεθείς με κάποιον από τους λίγους που δεν ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία, τότε κατά πάσα πιθανότητα το να συμπληρώνεις τα γκαρντ με παίκτες τύπου Caruso, White, Westbrook, Lowry, Russell δεν είναι το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί. Μπορεί να μην είσαι στην καλύτερη δυνατή θέση που θα μπορούσες, αλλά τουλάχιστον είσαι σε θέση να διεκδικήσεις πράγματα με αξιώσεις.

Στην Ευρώπη πέραν του Βεζένκοφ μέχρι πρότινος, του Κλάιμπερν και του Μίροτιτς δεν μπορώ να σκεφτώ πολλούς που να εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. Οι Γουόκαπ, Σατοράνσκι και αισίως Τόμσον δεν είναι παράλογο να βρίσκονται εκεί που βρίσκονται.

Θα ήθελα να ανήκω σε αυτές τις ομάδες;

Όχι. Κατηγορηματικά όχι.

Τα τελευταία 20 χρόνια που στο μπάσκετ η θέση 1 με τη θέση 2 ουσιαστικά ομογενοποιήθηκαν, οι τίτλοι και οι διακρίσεις, τόσο στο ΝΒΑ όσο και στην Ευρώπη όσο και στις διεθνείς διοργανώσεις, πηγαίνουν κατά μαζικό τρόπο σε guard-based σύνολα.

Μίσιτς-Λάρκιν, Καμπάτσο-Ντόνσιτς, Σλούκας-Μπογκντάνοβιτς, Τεόντοσιτς-Ντε Κολό, Τσάτσο-Γιουλ, Ράις-Χίκμαν, Λο-Σπανούλης, Διαμαντίδης-Σπανούλης-Γιασικεβίτσιους, Χόλντεν-Λάνγκντον-Παπαλουκάς, Γιασικεβίτσιους-Πάρκερ.

Κάτι που μας φέρνει στον «βασικό» τρόπο χτισίματος μια ομάδας.

Δηλαδή πάνω στα γκαρντ σου.

Να πω εδώ ότι το καλοκαιρινό ενδιαφέρον του Μπαρτζώκα για Τζέιμς ενέπιπτε πάνω σε αυτή τη λογική. Ο Ολυμπιακός, χάνοντας τον Βεζένκοφ, έχει χάσει ουσιαστικά το επίκεντρο λειτουργίας της ομάδας του. Παράλληλα δε, έχασε και τον Σλούκα, δηλαδή τον βασικό go-to γκαρντ του.

Ο Τζέιμς στο σύστημα του Μπαρτζώκα δεν ταιριάζει καθόλου -βασικά ο Ολυμπιακός θα ήταν η τελευταία ομάδα στην Ευρώπη που θα περίμενα να δω τον Μάικ και όχι λόγω παρελθόντος-  καθότι αφ’ ενός με τον Γουόκαπ θα είχαμε ένα δίδυμο τύπου Καλάθης-Τζέιμς και αφ’ ετέρου με τον Καναάν το backcourt του Ολυμπιακού θα έμοιαζε με τους Ούμπα Λούμπα. Παρόλα αυτά, η σκέψη του Μπαρτζώκα ήταν λογική, όπως είχε εξηγήσει και ο Profanatica σε ένα θρεντ που έτυχε θερμής υποδοχής (εδώ).

Ο Ολυμπιακός χρειάζεται ένα κέντρο αναφοράς. Αν αυτό βρίσκεται στα γκαρντ του ακόμα καλύτερα. Αν τώρα το ρόλο αυτό θα επωμιστεί ο Γκος και ένας upgraded Γουόκαπ αυτό μένει να φανεί.

Προσωπικά και παρά τις δύο εκκωφαντικές πρόσφατες εμφανίσεις απέναντι στον Παναθηναϊκό, θεωρώ ότι ο Ολυμπιακός δεν το έχει το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό σαν ομάδα και εκτιμώ ότι εντός της χρονιάς το πρόβλημα θα φανεί. O Γουόκαπ δεν θα παίζει 40 λεπτά και δεν θα σουτάρει 10 τρίποντα ανα παιχνίδι με 50%. Αν το κάνει, θα μιλάμε για τεράστιο step-up και μαγκιά του Μπαρτζώκα που το είδε.

Τη στιγμή που μιλάμε, αμφιβάλλω.

Επανερχόμενος στον Παναθηναϊκό, ο Ομπράντοβιτς από την αποχώρηση του Μποντιρόγκα και μετά, δεν έκανε τυχαία την ομάδα πυρηνοκίνητη. Διαμαντίδης, Σπανούλης, Γιασικεβίτσιους, Χατζηβρέττας, Μπετσίροβιτς έπαιζαν στην ίδια ομάδα. Ακόμα και ο Ντελκ που δεν έπαιξε, είχε έρθει για να συμπληρώσει τους Διαμαντίδη, Χατζηβρέττα, Μπετσίροβιτς και Βούγιανιτς. Μετά ήρθε ο Ντρου και μετά ήρθε ο Καλάθης.

Όλα σύνολα στα οποία είχες μονίμως 5 παίκτες για 2 επί της ουσίας θέσεις. Που είχε ως αποτέλεσμα βέβαια να πηγαίνεις με 3-guard lineups.

Anyway.

Το point είναι ότι επιτέλους ο Παναθηναϊκός γίνεται ξανά ομάδα με γκαρντ που μπορούν να πάρουν τη μπάλα στα κρίσιμα.

Η απόκτηση Σλούκα δεν είναι κομβική πρωτίστως λόγω του διαβατηρίου, ούτε λόγω της αντίστοιχης αποδυνάμωσης του εν Ελλάδι αντιπάλου σου.

Αλλά λόγω της μετά από χρόνια επιστροφής στην μπασκετική κανονικότητα.

Ο Παναθηναϊκός γίνεται ξανά guard-based ομάδα με τον βασικό της go-to guy να βρίσκεται εκεί και να είναι κάποιος που το έχει κάνει ξανά και ξανά. Για τον Σλούκα έγραψα αρκετά στο θρεντ κατά την ανακοίνωση του οπότε δεν υπάρχει λόγος να κουράζω.

Ο Παναθηναϊκός ωστόσο δεν έχει μόνο τον Σλούκα στο backcourt του, αλλά και τον Λούκα Βιλντόζα.

Που με φέρνει στο δεύτερο πράγμα που δεν περίμενα να δω το φετινό καλοκαίρι. Και αυτό είναι ότι:

2. Για πρώτη φορά μετά από καιρό τα prospects του Παναθηναϊκού είναι πραγματικά prospects

Και θα ξεκινήσω βάζοντας και τον Βιλντόζα σε αυτά.

Γενικά συνήθως όταν μιλάμε για prospects το μυαλό μας ταξιδεύει σε διάφορα ωραία μέρη. Βασικά πιο ακριβής έννοια για αυτό που συζητάμε είναι καλύτερα breakout candidates.

Όταν τέλος πάντων μιλάς για κάποιον που επί της ουσίας ελπίζεις να βγει, είναι τέτοια η αφετηρία της σκέψης σου που σχεδόν πάντα θα είσαι στην πλευρά της ιστορίας που απλά ψάχνει λόγους να πείσεις τον εαυτό σου ότι ο εν λόγω παίκτης για τον οποίο ελπίζεις όντως θα βγει.

Έρχεται ας πούμε ένας πιτσιρικάς 25 χρονών που παίζει 23 λεπτά στη Μπανταλόνα, ή ένας 22χρονος που παίζει 17 λεπτά στην Γκραν Κανάρια. Τί μπορεί να πάει στραβά;

Όταν βλέπεις τέτοιες ηλικίες σχεδόν από κατασκευής είσαι hardwired να λειτουργείς θετικά πιστεύοντας ότι έχεις βρει τον επόμενο μεγάλο σταρ. Να θυμίσω ότι μέσα στο καλοκαίρι χρειάστηκε ένα φιλικό ματς για να γίνουν όνειρα για τον Λούντζη.

Θυμάμαι κάποτε είχαμε παίξει το πρώτο φιλικό της χρονιάς με τη Σαρλερουά στο ΟΑΚΑ και είχα δει τον Γκάμπριελ να κάνει ένα κοντρόλ στη γραμμή και πίστευα ότι βρήκαμε το νέο Καφού.

Λοιπόν έχοντας κάνει αυτό τον πρόλογο θα πω ότι φέτος οι breakout candidates του Παναθηναϊκού είναι πραγματικά ωραίοι breakout candidates.

Και εξηγώ ξεκινώντας από αυτόν που πιστεύω περισσότερο από όλους.

Τον Λούκα Βιλντόζα.

Μιλούσα προηγουμένως για τη σημασία του να έχει ο Παναθηναϊκός go-to guys. Και δη, γκαρντ go-to guys.

Στο πλαίσιο που δημιουργείται τη φετινή χρονιά, δεν θεωρώ κανέναν άλλον πιο ευνοημένο για να κάνει breakout χρονιά από τον Αργεντινό.

Έλεγα σε περασμένο hatecast, όταν ακόμα υπήρχαν οι φήμες για ενδιαφέρον της ομάδας να πάρει πακέτο τα γκαρντ του Αστέρα, ότι αν είχα να επιλέξω μεταξύ Καμπάτσο και Βιλντόζα θα επέλεγα τον δεύτερο.

Αρχικά να πω ότι σύγκριση μεταξύ Καμπάτσο και Βιλντόζα skillwise δεν υπάρχει. Ακόμα.

Ο Καμπάτσο την επόμενη χρονιά θα είναι 33. Ο Παναθηναϊκός αν τον έπαιρνε θα δεσμευόταν μαζί του με ένα ηγεμονικό συμβόλαιο 3ετους διάρκειας. Στην πορεία η ομάδα θα βρισκόταν με έναν 35χρονο Καμπάτσο στον οποίο θα έδινε το ένα από τα λίγα (ή το μοναδικό) τόσο μεγάλο συμβόλαιο.

Και ερχόμαστε στον ελέφαντα στο δωμάτιο.

Όταν μια ομάδα δίνει χώρο και ρόλο σε μεγάλο ηλικιακά παίκτη θα πρέπει πρωτίστως να κοιτάζει ποια είναι τα στοιχεία που χρειάζεται από αυτόν. Αν τα στοιχεία αυτά επηρεάζονται από την ηλικία του τότε στην πραγματικότητα δεν αγοράζει την version του παίκτη που έχει δει αλλά έναν άλλο παίκτη σαφώς υποδεέστερο.

Μετά από 20 χρόνια και προερχόμενος από ακόμα έναν mid-season τραυματισμό, ο χρόνος φέτος έκανε catch-up τον LeBron στα playoff στερώντας του σχεδόν ολοκληρωτικά την επίθεση προς το καλάθι. Χωρίς το μεγαλύτερο του asset διαθέσιμο, οι άμυνες έκλεισαν στο ήδη μη φονικό του τρίποντο, οδηγώντας τον σε career low ποσοστά και η version του παίκτη που είδαμε, ειδικά όσο προχωρούσε η post-season ήταν ενός αυστηρά pass-first παίκτη που όταν έφευγε η μπάλα από τα χέρια του κοιτούσε από τις 45°.

Και αυτό είναι κάτι που συμβαίνει γενικά στο μπάσκετ.

Αν ένας παίκτης στηρίζει το παιχνίδι του στην αθλητικότητα, όσο μεγαλώνει θα έχει να αντιπαρέλθει μεγαλύτερες αγωνιστικές αντιξοότητες αν θέλει να παραμείνει elite.

Ο Καμπάτσο είναι 1.78 και παρόλα αυτά σε όλη του την καριέρα έχει υπάρξει pest. Στα 3 του χρόνια απέναντι σούταρε με 35%, 30% και 27%. Στην επιστροφή του στον Αστέρα με 33%. Ένας παίκτης χωρίς ύψος, χωρίς εύκολο σουτ και με την ηλικία να του αφαιρεί πόντους αθλητικότητας by the day, δεν θα αργούσε να μην αξίζει τα χρήματα του.

Το ακριβώς αντίθετο παράδειγμα είναι αυτό του Σλούκα.

Είναι ο λόγος που ο Σέρχιο παίζει ακόμα. Είναι ο λόγος που ο Γιουλ πήρε ένα Ευρωπαϊκό για την ομάδα του έχοντας σουτάρει ένα σουτ.

Και για να επανέλθω.

Είναι ο λόγος που ήθελα τον Λούκα Βιλντόζα.

Είπα και παραπάνω ότι ο τρόπος που είναι δομημένη πλέον η ομάδα είναι ιδανικός για την εξέλιξη του παίκτη στο ανώτερο λέβελ.

Ο Σλούκας είναι ο παίκτης που θα διαβάσει το παιχνίδι. Θα ψάξει το PnR με τον Λεσόρτ. Αλλά δεν είναι ο κατά τεκμήριο scoring guard. Θεωρώ ότι το παιχνίδι θα οδηγηθεί από μόνο του στον Βιλντόζα δίνοντας του τη δυνατότητα να πάρει όλο το χώρο που χρειάζεται και να εξελίξει το παιχνίδι του επιθετικά.

Ο παίκτης αυτή τη στιγμή συνδυάζει elite pull-up εκτέλεση από μέση και μακρινή απόσταση (πολλές φορές πιο μακρινή από τα 6.75 του τριπόντου – το κρατάμε αυτό για το σημείο από το οποίο θα θέτει σε κίνηση την αντίπαλη άμυνα η παρουσία του), elite PnR δημιουργία, ενώ συνδυάζει τόσο on ball όσο και off ball κίνηση. Είναι ο παίκτης που θα δει τα cuts του Juancho σαν βασικός χειριστής και με την ίδια ευκολία θα βγει από τα σκριν για catch and shoot.

Ο Βιλντόζα μέχρι σήμερα παίρνει τον μεγαλύτερο όγκο των προσπαθειών του από τον κεντρικό διάδρομο σουτάροντας με το εξαιρετικό για γκαρντ 55% (χοντρικά στα επίπεδα του Σατοράνσκι – ο Τζέιμς ας πούμε σουτάρει με 49%, ενώ οι Καμπάτσο και Σλούκας με 63% και 66% αντίστοιχα). Ακολουθεί το τρίποντο από την κορυφή που σουτάρει με 38% και το τρίποντο από τα δεξιά στις 45 που σουτάρει με 39%.

Στοιχεία: 3StepsBasket.com

Με τα drive του Σλούκα σε βάθος 3ετίας να λιγοστεύουν, θεωρώ ότι ο δρόμος είναι ορθάνοιχτος για τον Βιλντόζα να εξελίξει και αυτό το στοιχείο του παιχνιδιού του πολύ απλά γιατί το παιχνίδι θα το ζητήσει να το κάνει.

Τον πιστεύω. Τον γουστάρω. Και πιστεύω το ΟΑΚΑ θα τον γουστάρει επίσης.

Kyle fkn Guy.

Καταρχάς πριν προχωρήσω. Τί ωραία που είναι να μιλάς για τέτοιους παίκτες και αυτοί να έχουν έρθει στην ομάδα σου;

Έλεγα παραπάνω ότι όταν κάποιοι είναι τόσο πιτσιρικάδες και τόσο μη παιγμένοι στο ανώτερο επίπεδο έχεις μια default προδιάθεση να πιστεύεις ότι θα δικαιώσουν τις προσδοκίες. Καλό λοιπόν θα είναι εδώ για κάθε Kyle Guy που ελπίζεις να βγει από Κούριτς μέχρι Tyler Herro να θυμίζεις στον εαυτό σου ότι μπορεί να βγει και Μέικον. Ή Φόστερ. Ή Fredette.

Η περίπτωση του τελευταίου μάλιστα είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. Αν κάποιος θυμάται τί έγραφα, να υπενθυμίσω ότι τον παίκτη και τον λάτρευα και τον παρακολουθούσα από πιτσιρικά και περίμενα να βγει η μεταγραφή όταν ήρθε. Ειδικά στα χέρια της high-powered motion επίθεσης του Ρικ Πιτίνο.

Δεν το έκανε.

Τα νούμερα του ωστόσο δεν λένε ακριβώς την ίδια ιστορία.

Συγκεκριμένα, ο Fredette την χρονιά που έπαιξε στον Παναθηναϊκό έβαζε κατά μέσο όρο 13 πόντους σε 21 λεπτά παιχνιδιού, σουτάροντας με 42% τρίποντο, 53% δίποντο και 96% βολές, έχοντας 12.6 PIR.

Εν ολίγοις ο Fredette δεν έχασε τη θέση του από την επίθεση του η οποία παρέμεινε στα επίπεδα που είχε σε όλη την καριέρα του αλλά από την άμυνα.

Γενικά, στο σύγχρονο μπάσκετ το ύψος αποτελεί δυστυχώς τεράστιο προαπαιτούμενο για να σταθείς αξιοπρεπώς.

Απέναντι σίγουρα. Εδώ με έναν αστερίσκο.

Ο Καναάν είναι 1.83. Ο Καμπάτσο είναι 1.78. Αμφότεροι είναι pests. Παρόλα αυτά στο ΝΒΑ αν είσαι κάτω από 1.85 και δεν λέγεσαι Κρις Πολ δεν στέκεσαι.

Ακόμα και ο πολύς για Ευρώπη Καμπάτσο, πήγε στο ΝΒΑ και διαφημίστηκε όπως διαφημίζονταν οι ελέφαντες στο τσίρκο σαν ο high IQ magician από την Ευρώπη.

Αλλά είπαμε, με 1.78 και 30% τρίποντο, δεν.

Νομίζω από όλα τα παραπάνω είναι σαφές ότι ο κύριος φόβος μου με τον Kyle Guy είναι αυτός. Ο παίκτης είναι 1.85, δεν έχει ακόμα παραστάσεις από την Ευρωλίγκα για να δούμε με τί μεντάλιτι αντιμετωπίζει τον αμυντικό του, έχει σχετικά αδύναμο frame και μέχρι τώρα βρίσκεται κυρίως σε πεντάδες μαζί με τον Σλούκα και τον Γκραντ, για ευνόητους λόγους και με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις απαιτήσεις που δημιουργεί στην υπόλοιπη στελέχωση.

Πράγμα που με φέρνει στη βασική μου σκέψη για αυτόν.

Είπα πριν ότι οι φετινοί breakout candidates δεν θα μπορούσαν να είναι καλύτεροι breakout candidates. Στο μυαλό μου ο Kyle Guy δεν θα μπορούσε να κάνει περισσότερο fit στο παραπάνω statement.

Είναι το είδος του παίκτη που ενώ βλέπω τους λόγους που μπορεί να μην πιάσει, είμαι εξαιρετικά χαρούμενος που πλέον βρίσκεται στην ομάδα. Να πω την αλήθεια, ένα μέρος μέσα μου είναι βέβαιο ότι θα κάνει breakout χρονιά.

Και αυτό δεν έχει να κάνει με την default ελπίδα που έλεγα προηγουμένως.

Ο λόγος έχει να κάνει με το πλαίσιο που έχει στηθεί για αυτόν. Και επίσης εδώ το credit πηγαίνει στον Αταμάν. Η λογική λέει ότι ο Guy θα βρεθεί κατά κύριο λόγο σε μια τύποις second unit με τον Γκραντ. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ευχή και κατάρα, αλλά στην προκειμένη είναι περισσότερο ευχή.

Για τον Γκραντ τη γνώμη μου την έχω πει αναλυτικά όταν υπέγραψε εδώ. Ένας on ball παίκτης χωρίς σουτ, με μέγεθος, που έρχεται πρωτίστως να καλύψει αμυντικές ανισορροπίες. Να κάνω εδώ παρένθεση λέγοντας ότι ο Γκραντ δεν είναι ούτε ο Νταν ούτε ο Καρούζο. Είναι ένας παίκτης κατά βάση ακοντρολάριστος, χωρίς ασφαλές pull-up ή τρίποντο. Στον Παναθηναϊκό ωστόσο μπορεί κάλλιστα να εξελιχθεί σε ένα Σρεντεροειδές ειδικών καταστάσεων.

Enter Kyle Guy.

Θεωρώ ότι σε ένα backcourt που καλύπτεται από τον Γκραντ, ο Guy θα πάρει τις μπάλες που χρειάζεται για να βρει τη θέση του και να ανέβει επίπεδο. Στην Μπανταλόνα ήταν volume shooter. Να πούμε εδώ ότι δεν ξέρουμε πώς θα μεταφραστεί αυτό κατά την μετάβαση σε ένα κλαμπ με στόχους πρωταθλητισμού. To usage του στην περσινή ACB ήταν 24.8%. Στον Παναθηναϊκό δεν θα είναι. Αλλά δεν τον βλέπω να γίνεται και Κούριτς.

Να πω την αλήθεια, δεν θέλω κιόλας.

Γενικά τα στοιχεία του παίκτη είναι τέτοια που μπορεί να γίνει καλύτερος από τον κλασσικό NBA λευκό που πληρώνεται για να τρέχει πίσω από τα σκριν.

Αρχικά ο παίκτης έχει range πολύ πίσω από τα 6.75. Ο δεύτερος στο φετινό ρόστερ για τον οποίο λέμε κάτι τέτοιο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε πιθανά σχήματα με Βιλντόζα και Guy (να πούμε εδώ ότι ο Βιλντόζα δεν είναι όσο κακός αμυντικός έχει διαφημιστεί), οι αντίπαλες άμυνες θα μπαίνουν σε κίνηση σχεδόν από τη στιγμή που τα γκαρντ περνάνε το κέντρο.

Το στοιχείο ωστόσο που τον ξεχωρίζει στο μυαλό μου από τον κλασσικό off παίκτη είναι ότι ο Guy δείχνει ότι έχει παιχνίδι με τη μπάλα. Ο παίκτης έχει καλό ball handling και για τέτοιο frame δείχνει ότι δεν φοβάται να επιτεθεί προς το καλάθι.

Η σεζόν έχει ξεκινήσει με τον ίδιο να χρησιμοποιείται σε plays σαν κλασσικός off παίκτης. Θεωρώ ωστόσο ότι το ίδιο το παιχνίδι θα ζητήσει από αυτόν να πάρει περισσότερο τη μπάλα.

Αν αμυντικά τα σχήματα δουλέψουν, ο Guy είναι ο πρώτος επιλαχών να αποτελέσει τον X factor του επόμενου Παναθηναϊκού.

Can’t wait for it.

Και κάπως έτσι πάμε στον τελευταίο των prospects.

Τον Aleksander Balcerowski.

Δεν θα πω ψέματα. Τον παίκτη δεν τον είχα παρακολουθήσει.

Το έκανα από τη στιγμή που άρχισε να ακούγεται το ενδιαφέρον του Αταμάν για τον παίκτη στο φετινό summer league.

Προτού μιλήσω για αυτό, θέλω να πω δυο πράγματα που κρατάω από τα νούμερα του. Ο παίκτης στην περσινή ACB είχε 64.3% eFG% και 66.2% TS%, νούμερα που στο EuroCup γίνονται ακόμα καλύτερα με 68.9% και 70.5% αντίστοιχα. Καθόλου τυχαίο λοιπόν το EuroCup Rising Star.

Επίσης ο παίκτης στο περσινό EuroCup σούταρε περίπου 1 τρίποντο ανα ματς με 40%. Not bad. Παρόλα αυτά πιο πίσω σε διεθνείς διοργανώσεις δεν έχει μεγάλο νόημα να πας καθότι μιλάμε επί της ουσίας για ένα παιδί 22 ετών.

Στην ACB ωστόσο τα νούμερα του λένε ελαφρώς περισσότερα. Ο παίκτης την περσινή σεζόν πήρε το 80% των προσπαθειών του μέσα στο ζωγραφιστό με το εξαιρετικό για σέντερ 72%.

Τα υπόλοιπα χοντρικά ήταν τρίποντα.

Πιο συγκεκριμένα, ο παίκτης σούταρε το 76% των τριπόντων του από την κορυφή. Καθόλου παράλογο αν σκεφτείς ότι αυτό είναι το πιο εύκολο τρίποντο και ένα ασφαλές starting point στην καριέρα του σαν future Stretch-5. Παρόλα αυτά σούταρε με το κακό 25%. No worries εκεί, μικρός είναι.

Προχωρώντας στο summer league.

Να πούμε εδώ ότι σαν διοργάνωση το summer league δεν λέει ακριβώς πολλά. Οι παίκτες κατά βάση παίζουν σε συνθήκες φιλικού που έχεις πάει μετά την παραλία και πριν βγεις το βράδυ για ποτά. Ως εκ τούτου, θα μπορούσες ενδεχομένως να κάνεις κάποιες εκτιμήσεις αλλά με τον κίνδυνο να εκτεθείς.

Ακόμα θυμάμαι ότι είχα τον Όγκαστ στο summer league προτού τον πάρουμε να κάνει 360° drive στο transition.

Το είχα γράψει κιόλας νομίζω στο αντίστοιχο καλοκαιρινό άρθρο εντυπωσιασμένος.

Well, not again.

Όπως ανέφερα και στο σχετικό καλοκαιρινό podcast, η αίσθηση που μου άφησε ο Μπαλτσερόφσκι είναι αυτή του σούπερ ταλαντούχου αλλά συνολικά άγουρου παίκτη.

Δεν είναι ο παίκτης που έβγαλε μάτια στην ομάδα του, όπως ας πούμε ο Jordan Walsh. Ούτε βέβαια και στο summer league γενικότερα, όπως ο Orlando Robinson.

Αυτός πάνω από τον Λαρεντζάκη στην καλύτερη λίστα όλων των εποχών.

Τα βασικότερα θέματα του έχουν να κάνουν με την αμυντική του και όχι με την επιθετική του παρουσία.

Ο παίκτης δείχνει ικανός να αμυνθεί στο ποστ. Ωστόσο, οι αντιδράσεις του αμυντικά στο PnR δεν είναι ακόμα σε elite επίπεδο και οι τοποθετήσεις του για ριμπάουντ παραδόξως για το ύψος του θέλουν δουλειά, στοιχείο που φαίνεται και από τα νούμερα του στο περσινό EuroCup. Συγκεκριμένα, από τους 31 σέντερ που παίζουν τουλάχιστον 15 λεπτά ανα παιχνίδι στην περσινή διοργάνωση, ο Μπαλτσερόφσκι βρίσκεται στην 21η θέση σε αμυντικά ριμπάουντ με μόλις 2.9 ανα ματς.

Από την άλλη μεριά τόσο η άμυνα στο PnR όσο κυρίως οι τοποθετήσεις του είναι στοιχεία του παιχνιδιού του που μπορούν να βελτιωθούν σε βάθος χρόνου για έναν παίκτη με τέτοιο μέγεθος, στοιχείο που με κάνει να αισιοδοξώ μακροπρόθεσμα. Με έμφαση στο «μακροπρόθεσμα» – δεν θα κατεβάζει τα ριμπάουντ, ούτε θα αμύνεται σαν τον Ντουάιτ Χάουαρντ φέτος ο Πολωνός.

Εκεί βέβαια που ο παίκτης δείχνει να διακρίνεται είναι στην επίθεση. Ο Μπαλτσερόφσκι είναι ένας shooting big, που μπορεί να επιτεθεί με τη μπάλα προς το καλάθι και ταυτόχρονα βλέπει την κίνηση των συμπαικτών του.

Μελλοντικά μπορεί να γίνει φονιάς.

Το σουτ του είναι γλυκό, παρότι αυτό δεν μεταφράζεται ακόμα σε ένα σταθερό 35%+ που θα ήταν αρκετό για να τον κάνει elite. Έχει όλο το μέλλον ωστόσο να το κάνει. Έβαλε μάλιστα και ένα Nowitzki-ικο από το πλάι με τη Νέα Υόρκη αν θυμάμαι καλά στη λήξη του χρόνου στο summer league, το οποίο επανέλαβε μάλιστα στο πρώτο από τα φιλικά της Πολωνίας με την Τουρκία.

Saucy.

Την στιγμή που μιλάμε, η απειλή από το τρίποντο, ακόμα και αν δεν μεταφραστεί απευθείας σε elite ποσοστό, θα χρησιμεύσει στο άνοιγμα του γηπέδου που αποτελεί βασική παράμετρο του παιχνιδιού του Αταμάν. Η άμυνα στο ποστ είναι πάντα χρήσιμη και αν μάθει να εκμεταλλεύεται τα cuts που θα στήνονται γύρω του, θα είναι μια αξιόπιστη λύση πίσω από τον Λεσόρτ.

Συνολικά τώρα να πω ότι ο παίκτης αποτελεί ακόμα έναν breakout candidate. Το skillset του Πολωνού είναι εξαιρετικό για τη θέση και ο παίκτης έρχεται σε έναν προπονητή που παίζει αυτό ακριβώς στο οποίο κάνουν fit τα δυνατά του στοιχεία.

Η βασική μου ένσταση με την περίπτωση του δεν είναι το πόσο καλός μπορεί να γίνει, αλλά το πόσο γρήγορα μπορεί να γίνει αυτό.

Η θέση 5 στο μπάσκετ είναι αυτή που ωριμάζει πιο αργά από όλες. Στη βάση αυτή και από τη στιγμή που έρχεται ως δεύτερος ψηλός σε ομάδα με βλέψεις F4, ο παίκτης αναπόφευκτα θα μπει κατευθείαν στα βαθιά και θα κληθεί να αντιμετωπίσει όλους τους μεγάλους σέντερ της λίγκας. Σε περίπτωση δε απουσίας του Λεσόρτ για οποιοδήποτε λόγο εντός της χρονιάς, ο παίκτης θα επωμιστεί ευθύνες βασικού μαζί με τον Μήτογλου.

Ο Ολυμπιακός ας πούμε, ελλείψει του Φαλ, έχει τον Μιλουτίνοφ, ο οποίος σε πρώτη αγωνιστική Ευρωλίγκας, σε μία από τις πιο καυτές έδρες της Ευρώπης, ήταν ο MVP του ματς.

Για να το πω διαφορετικά.

Στη βάση ότι στον Παναθηναϊκό κυνηγάς διακρίσεις, ο Μπαλτσερόφσκι θα είναι ο παίκτης που θα πρέπει να κάνει το πιο γρήγορο catch-up από όλους.

Θέλω εδώ πριν κλείσω για τον παίκτη, να πω κάτι για έναν άλλο παίκτη που δεν ανήκει πλέον στον Παναθηναϊκό.

Τον Γιώργο Παπαγιάννη.

Αν με ρωτούσες αυτή τη στιγμή ποιον εκ των Παπαγιάννη και Μπαλτσερόφσκι θα προτιμούσα, η απάντηση μου θα ήταν ο Πολωνός με κλειστά μάτια. Και ο βασικός λόγος για αυτό είναι επειδή για τον Παπαγιάννη έχω συγκεκριμένες ενστάσεις ως προς την πνευματική του σκληράδα.

That being said, ο Παπαγιάννης είναι ψηλός που δεν έχει καν μπει στα prime του και με αγωνιστικά στοιχεία που τον έφεραν στη θέση 13 του ντραφτ. Ο Μπαλτσερόφσκι είναι undrafted και με 4 χρόνια λιγότερη εμπειρία.

Και επειδή η φετινή στελέχωση βάζει Ερινύες να με τρώνε δεν κρατιέμαι θα το πω.

Αφού apparently μοιράζουμε λεφτά σε κόσμο, αν κάποιος στην ΚΑΕ ακούει και τον τρώει η τσέπη του, την επόμενη χρονιά τελειώνει το συμβόλαιο του Daniel Theis.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στο τρίτο και για μένα σημαντικότερο στοιχείο που δεν είχα συνηθίσει να βλέπω.

Και αυτό είναι ότι:

3. O Παναθηναϊκός έχει ξανά στο ρόστερ του παίκτες που μπορούν να πάρουν τη μπάλα

Στο απέναντι μπάσκετ η δυνατότητα να δημιουργήσεις για τον εαυτό σου αποτελεί οριακά προαπαιτούμενο για να σταθείς σε βάθος χρόνου στις θέσεις 1-3, εκτός και αν λέγεσαι JJ Redick ή Kyle Korver. Παίκτες δηλαδή που εδώ και λίγα χρόνια δεν υπάρχουν καν, με τα νεότερα μοντέλα αυτών, κάτι Duncan Robinson, Joe Harris και λοιπά εξωτικά πουλιά να καταλήγουν σταδιακά να τα τρώει η μαρμάγκα.

Το σύγχρονο μπάσκετ απαιτεί να μπορείς να δημιουργήσεις για τον εαυτό σου. Αφ’ ενός γιατί η εξάρτηση από έναν συγκεκριμένο παίκτη είναι συνταγή αποτυχίας και αφ’ ετέρου γιατί γίνεσαι προβλέψιμος.

Καλώς εχόντων των πραγμάτων ο Παναθηναϊκός φέτος μετά από χρόνια δεν θα έχει αυτό το πρόβλημα.

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι το πρώτο στοιχείο που ψάχνει όλο το καλοκαίρι ο Αταμάν στους παίκτες είναι να συνδυάζουν το σουτ με την προσωπική φάση. Αυτό δεν είναι παράλογο δεδομένης της ελευθερίας που δίνει στους παίκτες του εντός παρκέ.

Είναι χαρακτηριστικό το πόσο κοινωνός είναι αυτής της λογικής που ας πούμε προτίμησε τον άπειρο στην Ευρωλίγκα Guy από τον Ματ Τόμας. Ο οποίος Ματ Τόμας να πούμε ότι παρότι κατέληξε στην Άλμπα είναι ένας εξαιρετικός παίκτης που δικαίως είχε θέση απέναντι μέχρι σήμερα.

Είναι ωστόσο και αυτός δέσμιος ενός γενικότερου προβλήματος το οποίο ωστόσο γλυκοκοιτάζουν πολλοί προπονητές. Με τον Τσάβι να είναι ο πρώτος που μου έρχεται στο μυαλό. Η προτίμηση δηλαδή σε παίκτες που κάνουν ένα πράγμα αλλά το κάνουν σε elite επίπεδο.

Το οποίο δεν είναι εντελώς παράλογο. Προπονητές σαν τον Τσάβι μπορούν να πάρουν το μέγιστο από τέτοιου είδους παίκτες. Το θέμα είναι ότι σε βάθος χρόνου αυτό είναι ένα losing game.

Όταν αρχίσεις να κοιτάς ψηλά οι καλές ομάδες θα αφαιρέσουν αυτό το ένα χαρακτηριστικό από αυτούς τους παίκτες και θα πρέπει οι παίκτες να κερδίσουν με τα υπόλοιπα.

Δεν θυμάμαι πιο χαρακτηριστική περίπτωση ομάδας να χτίζεται με τόσους πολλούς εξαιρετικούς σε αποκλειστικά ένα πράγμα παίκτες, από το Πόρτλαντ του Terry Stotts.

Ο Stotts υπήρξε προπονητής του Πόρτλαντ χοντρικά για μια δεκαετία, από το 2012 μέχρι πρόπερσι. Ξεκίνησε έχοντας βρει εκεί σαν βασικό σημείο αναφοράς του οργανισμού τον Aldridge. Πήγε μάλιστα και σε 2-3 playoff τα πρώτα 3 χρόνια συνύπαρξης του τελευταίου με τον ρούκι τότε Lillard. Αλλά κυρίως η όποια παρακαταθήκη άφησε o Stotts σε εκείνη την ομάδα ήταν όταν (συν)αποφάσισε την ολική αλλαγή πλεύσης του οργανισμού με παράλληλη μεταφορά του κέντρου βάρους της από τον Aldridge στον Lillard. Το καλοκαίρι του 2015 συγκεκριμένα, όταν ο πρώτος μένει ελεύθερος και υπογράφει στο Σαν Αντόνιο και ο δεύτερος γίνεται ο franchise player (όπως μας υπενθύμιζε εδώ και 10 χρόνια σε κάθε ευκαιρία – ευτυχώς δεν θα ξαναχρειαστεί).

Από τη στιγμή που η ομάδα ξεκινά να χτίζεται γύρω από τον Lillard (το guard-based μοντέλο που λέγαμε), ξεκινάει ένα γαϊτανάκι εξαιρετικών αλλά «μονοδιάστατων» παικτών με τους οποίους αρχίζει να περιστοιχίζει την ομάδα ο Stotts.

Αρχικά φέρνει δίπλα του τον McCollum που δεν είναι ούτε combo, ούτε καλός αμυντικός. Πίσω απ’ τον McCollum του φέρνει τον Allen Crabbe που εκτός από το να σουτάρει το μόνο που κάνει είναι να αναπνέει. Και πίσω από αυτόν τον λευκό κλώνο του Connaughton. Στο 3 φέρνει τον Harkless και τον Evan Turner. Δηλαδή δύο Θανάσηδες Αντετοκούνμπο και στο 4 τον Aminu και τον Vonleh. Δηλαδή άλλους δύο Θανάσηδες Αντετοκούνμπο.

Και το αστείο είναι ότι αυτό το πράγμα ο Stotts το τήρησε μέχρι το τέλος της θητείας του. Μόλις πρόπερσι το Πόρτλαντ είχε τον Gary Trent στο 2, τον Covington στο 4 και το καλύτερο όλων. Στο 5 είχε έναν παίκτη για την επίθεση (Kanter) και έναν για την άμυνα (Nurkic).

Υπήρχε μια εποχή που στον Παναθηναϊκό έμπαινε ο Μαυροκεφαλίδης και περίμεναν και οι πέτρες να παίξει PnP και ο Σχορτσιανίτης έμπαινε για να ποστάρει 5 φορές και να βγει.

Χαίρομαι που αυτή η περίοδος τελειώνει για την ομάδα.

Αυτή τη στιγμή ο Παναθηναϊκός έχει παίκτες σε όλες τις θέσεις που μπορούν τόσο να σουτάρουν όσο και να επιτεθούν με τη μπάλα προς το καλάθι. Σλούκας, Βιλντόζα, Γκάι, Παπαπέτρου, Γκριγκόνις, Χουάντσο, Μπαλτσερόφσκι.

Η συγκεκριμένη συνθήκη εκτός από ωραία στο μάτι, είναι κομβικής σημασίας σε περίπτωση που η ομάδα προχωρήσει μακριά μέσα στη σεζόν. Έλεγα προηγουμένως ότι οι συνθήκες εργαστηρίου όταν κρίνονται οι τίτλοι συνήθως πάνε περίπατο.

Και το να έχεις παίκτες που μπορούν να πάρουν τη μπάλα αποτελεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ανεξαρτήτως των επιμέρους χαρακτηριστικών που φέρουν ή δεν φέρουν. Πλήρεις παίκτες υπάρχουν μόνο στο ΝΒΑ. Από τις στρατηγικές επιλογές του Αταμάν για το ρόστερ, αυτή είναι για μένα μακράν η σημαντικότερη.

Βασικά στον συγκεκριμένο τομέα ο Αταμάν μου θυμίζει τον Πιτίνο. Δεν θέλω να κουράσω με τον Πιτίνο. Όποιος έχει διαβάσει παλαιότερα κείμενα θα έχει καταλάβει την εκτίμηση που του έχω προπονητικά.

Τα guard-heavy σχήματα ήταν εκ των βασικών αρχών του μπάσκετ του Ρικ.

We want a lot of people to be able to hand the basketball, whether it’s the four man, the three man, the two or the one. We’re a motion team, so I really emphasize that everybody’s got to be able to handle the ball,” έλεγε μετά το τελευταίο πρωτάθλημα με το Louisville.

Guard-heavy line-ups, προστασία του ζωγραφιστού, παιχνίδι με τη μπάλα και σουτ.

Ώ, ναι.

Να πω κλείνοντας ότι θα πει κάποιος «ωραία όλα αυτά αλλά αν ερχόταν και ο Μίχαλιουκ.»

Θα παραπέμψω εδώ στην Θεωρία της Προοπτικής που ανέφερα παραπάνω.

Αφ’ ενός ναι, είναι σαφές ότι η προσθήκη ενός εν ενεργεία NBAερ θα ανέβαζε αυτόματα επίπεδο όχι μόνο τον Παναθηναϊκό αλλά οποιαδήποτε ομάδα της Ευρωλίγκας. Αφ’ ετέρου με τον συγκεκριμένο παίκτη και εξαιτίας του χρόνου που τράβηξε η περίπτωση του, κάπου στην πορεία δημιουργήθηκε η εικόνα ότι ο Παναθηναϊκός περιμένει τον Ντουράντ. Ο Οσμάν ας πούμε, που ακούστηκε αργότερα δεν μπορεί να συγκριθεί ποιοτικά με τον νυν παίκτη των Σέλτικς.

Κοινώς, κάθε παίκτης τέτοιας αξίας είναι σαφές ότι ανεβάζει επίπεδο κάθε ομάδα. Το θέμα είναι ότι η πεποίθηση πως από τον Παναθηναϊκό «λείπει ο Μίχαλιουκ» στηρίζεται εν τη γενέσει της στην βάση ότι η ομάδα θα έχει 5 στους 5 σταρ starters, η οποία με τη σειρά της στηρίζεται στο γεγονός ότι φέτος είδαμε τέτοια αναβάθμιση σε ποιότητα που από ένα σημείο και μετά έπαψε να εκπλήσσει και κάθε τέτοια θεωρήθηκε «αναμενόμενη.»

Δεν είναι και δεν πρέπει να είναι.

Αν έρθει ακόμα ένας σταρ για τη θέση 3 καλώς να έρθει. Με τον τρόπο ωστόσο που επικοινωνείται η συγκεκριμένη «έλλειψη» μου θυμίζει περισσότερο νεόπλουτο που έχει 3 αυτοκίνητα και δεν ξέρει ακόμα να οδηγάει.

Να το πω διαφορετικά.

Η ομάδα φέτος συνολικά είναι γεμάτη ενδιαφέροντα επιμέρους project, έχει μακροχρόνια συμβόλαια και γενικά για πρώτη φορά μετά από καιρό αποπνέει μία αίσθηση «συνέχειας» και κυρίως «ποιότητας.»

Οι αδυναμίες την συγκεκριμένη χρονική στιγμή είναι μεγάλες, όπως φάνηκε και από τα δύο πρώτα επίσημα παιχνίδια. Μεγεθύνονται ωστόσο συνολικά εξαιτίας της πλήρους απουσίας αυτοματισμών.

Είναι αυτή η περίεργη συνθήκη με την οποία ξεκίνησα.

Ο Παναθηναϊκός αυτή τη στιγμή δείχνει μια ομάδα που ξεχειλίζει από ποιότητα αλλά δεν έχει ιδέα πώς να την βγάλει στο παρκέ.

Χτες ήταν η πρώτη φορά που είδαμε μια εικόνα του ταλέντου του Χουάντσο. Ακόμα δεν έχουμε καν ρόλο για τον Βιλντόζα. Είδαμε έναν καλό Γκριγκόνις που μέχρι πριν μια εβδομάδα δεν ήμασταν σίγουροι αν θα παίζει στην ομάδα. Ο Guy ακόμα δεν ξέρει που βρίσκεται και πάει λέγοντας.

Εν ολίγοις και με βάση τέτοιας έκτασης make over σε ομάδα, θεωρώ σχεδόν δεδομένο ότι ο Παναθηναϊκός θα κάνει πολλές ήττες μέσα στη χρονιά και θα παλέψει για την είσοδο στην οχτάδα, με οτιδήποτε πέραν αυτού να βρίσκεται στα όρια του overachievement. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής θεωρώ ότι τέτοιο project θέλει τουλάχιστον μια διετία για να δεις το ταβάνι του.

Ή για να το πω αλλιώς, οι ίδιοι ακριβώς παίκτες αν έπαιζαν το χτεσινό παιχνίδι κάποιους μήνες down the line, το πιθανότερο είναι ότι θα το είχαν κλειδώσει πολύ νωρίτερα. Δεν μπορείς να κάνεις fast forward στην εξέλιξη μιας ομάδας. Δεν υπάρχει όμως και τρόπος να την σταματήσεις.

Σήμερα ωστόσο που μιλάμε δεν θα πω ψέματα.

Αυτό που σκέφτομαι από χτες είναι ότι μου είχε λείψει να βλέπω παίκτες σαν τον Σλούκα, τον Χουάντσο, τον Βιλντόζα και τον Λεσόρτ. Μου είχε λείψει να βλέπω ταλέντο. Μου είχε λείψει να επιτίθεμαι με μίσος στο καλάθι.

Μου είχε λείψει να βλέπω το ΟΑΚΑ με κόσμο.

Και κυρίως μου είχε λείψει να περιμένω μέχρι το επόμενο ματς της ομάδας μου.

Αυτός είναι ο Παναθηναϊκός που έχω συνηθίσει και γουστάρω που περπατάει ξανά.