Η διαχείριση είναι το παν (PAO BC 2019-20)

Όταν μια ομάδα δεν πηγαίνει καλά η μόνιμη επωδός που ακούς είναι η εξής.

‘’Πρέπει να ξέρουμε τι μπάσκετ θέλουμε να παίξουμε’’

Το θέμα είναι πως από μόνο του το ερώτημα είναι λανθασμένο. Το βασικό που πρέπει να αντικατασταθεί στην παραπάνω πρόταση είναι το ‘’θέλουμε’’ με το ‘’μπορούμε’’ και ως εκ τούτου η ερώτηση να γίνει ως εξήςΤί μπάσκετ μπορούμε να παίξουμε;

Πριν μιλήσουμε τώρα για το φετινό Παναθηναϊκό καλό είναι να κάνουμε μια αναδρομή στην περσινή χρονιά και να δούμε κάποια πράγματα σε σχέση με το κατά πόσο προσιδίαζαν στα προαναφερθέντα ερωτήματα.

Ο Παναθηναϊκός της σεζόν 2018-19 βίωσε μια πραγματικά περίεργη χρονιά.

Με την ομάδα να έρχεται από ακόμα μια αποτυχία να μπει στο Final 4 έχοντας το πλεονέκτημα έδρας· με τον μακράν του δευτέρου πιο ακριβοπληρωμένο της παίχτη να έχει κάνει την καλύτερη του χρονιά και να ανανεώνει μετά βαΐων και κλάδων ως ο σχεδόν MVP της προηγούμενης χρονιάς στη Euroleague με κατά τι μεγαλύτερο συμβόλαιο από το προηγούμενο· και με τον Pascual να μπαίνει στην τρίτη χρόνια του συμβολαίου του, πάρθηκε μια φαινομενικά περίεργη απόφαση.

Από εκεί που ο κόουτς μέχρι πρότινος έπαιζε με παίχτες που είχαν ως ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά τους το σουτ μετά από κίνηση πίσω από τα screens (Rivers-Lojeski), με έναν εξαιρετικό spot shooter όπως ο Singleton και με έμφαση στο κεντρικό pnr μεταξύ των Καλαθη-Gist, αποφάσισε να αλλάξει μοντέλο στελέχωσης και να πάει σε κάτι εντελώς διαφορετικό.

Όπως όλοι μας γνωρίζουμε (και όπως επίσης αποδείχθηκε) η ομάδα εμφανίστηκε κάκιστη στην εκτέλεση από την περιφέρεια – σταθερά στις τελευταίες θέσεις στα ποσοστά από το τρίποντο κατά τη διάρκεια της χρονιάς – προσπαθώντας να ακολουθήσει έναν πιο ‘’παλιομοδίτικο’’ (sic) τρόπο παιχνιδιού που έδινε έμφαση στο δίποντο. Το πρόβλημα εδώ όμως ήταν πως το ίδιο το παιχνίδι έχει αλλάξει και ο προσανατολισμός του είναι γνωστός τα τελευταία χρόνια.

Για να μην πολυλογούμε περαιτέρω αυτό που έκανε ο Τσάβι και που ήταν και το μεγαλύτερο λάθος του ήταν να πάει στο low pace – low mistake basketball των προηγούμενων χρόνων με παιδιά που δε μπορούν να το υπηρετήσουν.

Κυρίως, δεν μπορεί να το υπηρετήσει ο Καλάθης σε περίπτωση που δεν έχει γύρω του μια ομάδα αυστηρά στελεχωμένη έτσι ώστε να καλύπτει (όσο μπορεί να γίνει αυτό) την πάσης φύσεως εκτελεστική ανεπάρκειά του, η οποία φυσικά στο σετ παιχνίδι γιγαντώνεται.

Ο Παπαπέτρου επίσης είναι ακόμη ένα παράδειγμα παίχτη-βασικού πυλώνα της ομάδας που δε μπορεί να κάνει αυτό που λέμε.

Κοινώς, ο Καταλανός στο ερώτημα του τί μπάσκετ θέλει να παίξει είχε όντως απάντηση αλλά δε σκέφτηκε το πιο βασικό ερώτημα, του αν μπορεί δηλαδή να το κάνει αυτό το πράγμα.

Κι όμως.

Ακόμα και έτσι εκείνη η ομάδα είχε προοπτική να κάνει κάτι, οτιδήποτε, στην περσινή Euroleague αν οι παίχτες έπαιζαν βάσει των skills τους.

Συγκεκριμένα, όταν ήρθε ένας άνθρωπος αρκετά έξυπνος για να κάνει τα βασικά, να αλλάξει το tempo του παιχνιδιού και να κόψει το switching nonsense, όπως το είχε αναφέρει κιόλας ο ίδιος, η ομάδα αυτή, αυτό το τόσο ανεπαρκές στο σουτ σύνολο κατάφερε να κάνει κάτι που είχαμε να κάνουμε από αμνημονεύτων χρόνων στη διοργάνωση.

Εκτός έδρας νίκες απέναντι σε ομάδες οχτάδας (οι εκτός έδρας νίκες έναντι του Ολυμπιακού είναι μια άλλη ιστορία) και μέσω αυτών αναπτέρωση του ηθικού και την ανάκτηση της χαμένης αίσθηση ότι μπορείς να νικήσεις παντού.

Θεωρώ τώρα και το λέω ευθέως πως αν ο coach Pitino ήταν προπονητής της ομάδας εξαρχής εκείνη η αποκαρδιωτική εικόνα του πρώτου γύρου δε θα υπήρχε ποτέ, με ότι αυτό μπορούσε να συνεπάγεται για τη συνεχεια.

Όποτε τα ερωτήματα που προκύπτουν από την περσινή ‘’Dr Jekyll and Mr. Hyde’’ πορεία σε 1ο και 2ο γύρο είναι τα ακόλουθα:

  • Τι έφταιξε περισσότερο για την εν τέλει μέτρια πορεία και ακόμα έναν αποκλεισμό στα playoffs της διοργάνωσης;
  • Πού διαγνώστηκε το πρόβλημα ούτως ώστε να γίνει προσπάθεια επίλυσής του;
  • Ήταν το μόνο πρόβλημα το μακρινό σουτ (το οποίο φυσικά και ήταν μεγάλο πρόβλημα);
  • Πως μπόρεσε χωρίς το σουτ εκείνο το σύνολο να κάνει ένα τέτοιον δεύτερο γύρο;

Όποτε επιτρέψτε μου να πω, πως μια τέτοια προσέγγιση είναι επιφανειακή. Kαι είναι τέτοια καθώς ο κοινός παρονομαστής και των δυο περιόδων, της κακής πρώτης και της εξαιρετικής δεύτερης, ήταν η ανεπάρκεια στο σετ παιχνίδι. Στον τρόπο παιχνιδιού και στον ρυθμό δηλαδή που παίζεται το άθλημα στην από δω πλευρά του Ατλαντικού, αλλά και παντού στα μεγάλα παιχνίδια, αυτά δηλαδή που σε πάνε ένα βήμα παραπέρα και χτίζουν την αυτοπεποίθηση σου ως ομάδα.

Κατά πόσο λύθηκε τώρα αυτό το πράγμα με τη φετινή στελέχωση όπως επίσης και ποιες είναι οι προοπτικές για να γίνει;

Δε μπορώ να πω ότι είμαι αισιόδοξος όσον αφορά στο συγκεκριμένο θέμα. Ο λόγος που δεν είμαι , είναι σχετικά οξύμωρος και έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν είναι προπονητής ο Xavi Pascual.

Ναι, αυτός που έλεγα πέρυσι πως πρέπει να φύγει και που καλώς έφυγε.

Αυτός στον όποιο χρεώνω τη μη επαρκή πνευματική προετοιμασία της ομάδας σε οριακές καταστάσεις και ματς στη Euroleague τα χρόνια που υπηρέτησε το Σύλλογο.

Το βασικό μου επιχείρημα για αυτή την άποψη είναι το γεγονός πως ο Καταλανός είναι από τους ελάχιστους top class προπονητές στην EL που στην πραγματικότητα του αρέσει και εξαιτίας αυτού γνωρίζει σχεδόν καλύτερα από τον καθένα το πώς να αξιοποιήσει στο έπακρο μια ομάδα σε σετ επίθεση, της οποίας ο PG έχει πρόβλημα στην εκτέλεση.

Sada, Rubio, Satoransky εκείνης της περιόδου, Καλαθης.

Κοινός παρονομαστής των καλύτερων στην Ευρώπη σεζόν τους είναι ο coach Xavi Pascual.

Δε μπορεί να είναι τυχαίο.

Βεβαίως, μέρος αυτού του κολλήματος του Καταλανού είναι και το ότι κατάφερε με τρομερά μπάτζετ και ομάδες όλα αυτά τα χρόνια να σηκώσει μια Κούπα EL.

Ειδικά απέναντι στον Ζοτς σε δυο σειρές playoff έλαβε την ίδια αντιμετώπιση πάνω στο βασικό PG του, πράγμα που αποτέλεσε έναν ανεπίλυτο γρίφο για αυτόν και τον παρέσυρε συνολικά σε ισάριθμους αποκλεισμούς (χωρίς να φταίει φυσικά αποκλειστικά και μόνο αυτό, αλλά όπως και να το κάνουμε ήταν μεγάλο μέρος του προβλήματος).

Επίσης να ξεκαθαρίσω πως δεν θα τον ήθελα πάλι στον πάγκο τον Καταλανό, η προβληματική μου είναι διαφορετική.Όποτε πέρα από στελεχώσεις κλπ επιμέρους πράγματα το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στη μη παρουσία ενός τέτοιου προπονητή και στο ότι στη θέση του υπάρχει ένας limited επιθετικά τέτοιος, όπως ο Πεδουλάκης.

Για τον οποίο Πεδουλάκη θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος όσον αφορά την οπτική μου για αυτόν…

Την πρώτη χρονιά που ανέλαβε το κλαμπ μετά τη φυγή του Ζοτς μπόρεσε και κράτησε την ομάδα σε τροχιά τίτλων δημιουργώντας στην πραγματικότητα μια ομάδα-καθρέφτη του τότε Ολυμπιακού. Βασικός στόχος ήταν η απενεργοποίηση του Σπανούλη, πράγμα που πέτυχε στο απόλυτο με το δίδυμο Gist-Lasme, αλλά και την κομβική αμυντικά παρουσία του Ukic.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο κόουτς είχε 900k διαθέσιμα για επιλογή γκαρντ δίπλα από τον Διαμαντίδη και πήγε στην επιλογή Ukic με τις όποιες παθογένειες είχε ο παίχτης επιθετικά.

Τον οποίο Διαμαντίδη στην πραγματικότητα ξεζούμισε χρησιμοποιώντας τον υπερβολικά και αχρείαστα πολύ αρκετές φορές, ωθούμενος από το φόβο της ήττας, την όποια απέτρεπε συνήθως με την παρουσία του το πιο ολοκληρωμένο PG όλων των εποχών στο ευρωπαϊκό μπάσκετ.

Κοινώς εκείνα τα χρόνια ο Πεδουλάκης γαντζώθηκε πάνω από το εξαιρετικό και απαράμιλλο two-way παιχνίδι του Διαμαντίδη

Υπάρχει φέτος τέτοιος, ανάλογης πνευματικής και τεχνικής επάρκειας παίχτης στην ομάδα για να πιαστεί από πάνω του, όταν όλα τα υπόλοιπα φώτα θα έχουν σβήσει;

Όχι. Δεν υπάρχει.

Οπότε θα πρέπει να παρουσιάσει κάτι πολύ πιο σύνθετο από αυτά που τον έχουμε δει να παρουσιάζει σε αυτό το επίπεδο μέχρι τώρα, για να μη χρειαστεί να ψάχνουμε τον κανένα.

Σχετικά τώρα με τη δεύτερη σεζόν εκείνης της περιόδου, κλήθηκε να πάει ένα βήμα μπροστά βάζοντας και κάποιες περαιτέρω επιθετικές πινελιές στην ομάδα, με τον ίδιο να αποδεικνύεται στην καλύτερη φοβικός.

Στο τέλος τον βλέπουμε να εμμένει στο πλάνο της πρώτης χρονιάς που οκ, κατάφερε τα όσα αξιέπαινα και πραγματικά θαυμαστά κατάφερε (συν τον αποκλεισμό στο 5ο ματς σε σειρά PO απέναντι σε μια πολύ πιο ακριβή ομάδα, τότε που πηρε τρία παιχνίδια στον Pascual να καταλάβει πως έπρεπε να παίξει μια απλή ζώνη απέναντι σε εκείνο το σύνολο), αλλά που έκανε τον κόσμο της ομάδας να απηυδήσει και την ομάδα να αποδίδει κάκιστα.

Η εντός έδρα ήττα από την παραπαίουσα εκείνη τη χρόνια Ταού έγινε η αφορμή για την πρώτη απομάκρυνση του Πεδουλάκη, της οποίας η αιτία βρίσκεται βεβαίως στο κάκιστο performance που μόλις αναφέρθηκε.

Για την επόμενη φορά που προσλήφθηκε ο καθένας μπορεί να έχει τις απόψεις του ως προς το πώς και γιατί, αλλά το δεδομένο είναι ένα:

Ότι απολύθηκε με το που ξεκίνησε η χρονιά

Όσο παρορμητικός και να είναι ο Πρόεδρος αρκετές φορές, η απομάκρυνση ενός προπονητή είναι πάντα μια τελευταία λύση στο σύνολο πολλών συσσωρευμένων προβλημάτων, τα οποία λογικά είχε επιφέρει με την παρουσία του ο κόουτς τότε και για αυτό απολύθηκε.

(Εκλαμβάνω τις πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου περί λάθους απομάκρυνσής του τότε ως προσπάθεια να χρυσώσει το χάπι για την τρίτη επιστροφή του κόουτς Πεδουλάκη στην ομάδα)

Όπως καταλαβαίνετε δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος σχετικά με την παρουσία του συγκεκριμένου προπονητή στη θέση του head-coach στον Παναθηναϊκό. Πέραν του παρελθόντος κλπ, εστιάζω στο limited επιθετικό του playbook, ειδικά για το top επίπεδο της EL και απέναντι σε καλούς αντίπαλους. Μακάρι στο τέλος της χρονιάς η ομάδα να έχει πετύχει αρκετά πράγματα και να πούμε μπράβο στον κόουτς.Το limited επιθετικό playbook σε συνδυασμό με τις ελλείψεις συγκεκριμένων skills σε πιο βασικούς παίχτες, που για να τους αναδείξεις χρειάζεται βαθιά και εξειδικευμένη γνώση του αντικειμένου (εξ ου και η αναφορά στον Pascual) είναι το βασικό πρόβλημα της φετινής ομάδας.

Η οποία ομάδα είναι καλύτερη σε επίπεδο ταλέντου από την προηγούμενη.

Παμε να αναλυσουμε κάποιες περιπτώσεις ξεχωριστά…

Καταρχάς παμε στην περίπτωση του Rice. Αλλα πριν μιλήσουμε για τον αμερικανό, καλό ειναι να πάμε μια βόλτα στη Λιθουανία και να μιλήσουμε για ένα παιδι που -επιτέλους- επέστρεψε σε ένα απολύτως safe για αυτόν περιβάλλον

Τον Lukas Lekavicius.

Ήταν σχεδόν θλιβερό να βλέπεις κόσμο να είναι υπέρμαχος της επιλογής Lekavicius για το ρόλο του back-up άσου σε μια ομάδα με την παράνοια που περιτριγυρίζει τον Παναθηναϊκό σε επίπεδα απαίτησης για νίκη.

Ήταν τέτοιο καθώς μέσω αυτής της άποψης γινόταν αντιληπτό πως κατουσίαν το αντικείμενο συζήτησης δεν ήταν η πραγματικότητα, αλλά κάτι το οποίο είχε ο καθένας στο κεφάλι του. Ο βασικός λόγος που ο συμπαθέστατος Λιθουανός δεν έκανε για τον Παναθηναϊκό ήταν η προσωπικότητα του.

Ακόμα και για αυτό όμως έχω ακούσει κατά καιρούς διάφορα περίεργα πράγματα τύπου πως από τη στιγμή που είναι ο Καλαθης βασικός PG δε θέλει να έχει κάποιον από πίσω που θα του τρώει χρόνο καθώς με αυτόν τον τρόπο ίσως ο Νικ ‘’τρομάξει” και δε μπορεί να αποδώσει τα αναμενόμενα.

Ίσως κιόλας αυτή η άποψη εκπορεύεται από την πολύ έντονη εικόνα ψυχολογικής κατάρρευσης που είχε παρουσιάσει ο Νικ στο δεύτερο γύρο της πρώτης χρονιάς του Πασκουάλ όταν ο Τζέημς με το παιχνίδι του ‘’απαίτησε’’ περισσότερα λεπτά και μεγαλύτερο ρόλο.

Δεν είναι έτσι όμως.

Το καλό με την προσθήκη του Rice είναι ότι πάνω απ’ όλα προσθέτεις προσωπικότητα και μια μονάδα που οι υπόλοιποι μπορούν να ακουμπήσουν πάνω του όταν ο Νικ κάθεται στον πάγκο για να ξεκουραστεί.

Επίσης εδώ να αναφέρω πως δεν είμαι και ιδιαίτερος φαν του παίχτη. Στην Κίμκι τότε δε μπορώ να πω πως τον παρακολούθησα ιδιαίτερα –σε μια πιο χαμηλού επιπέδου διοργάνωση– αλλά στη Μακάμπι και τη Μπαρτσελόνα τον θυμάμαι επαρκώς.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως τον είχαν για ‘’σουτάρισμα’’ στο μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς και πως εμφανίζεται ως από μηχανής θεός στο Φ4 και οδηγεί την Μακάμπι στην Κούπα.

Μετά στη Μπαρτσελόνα το θέμα είναι πως έπεσε σε μια ομάδα που άλλου πατούσε και άλλου βρισκόταν, όντας σε ένα απολύτως τοξικό περιβάλλον, με τον ίδιο όμως να μην ανταποκρίνεται στα πράγματα.

Περίμενα κάτι καλύτερο τότε στην αρχή της off-season, να είμαι ειλικρινής. Ξεπερνώντας όμως τις όποιες ενστάσεις μου για τον παίχτη, οφείλω να αναγνωρίσω το upgrade που έχουμε στην περίπτωση του σε σχέση με τον προκάτοχο του.

Και αυτό είναι καλό.

Για να δούμε τι μπορεί να προσφέρει στην ομάδα ο παίχτης πρέπει πρώτα να τον συγκρίνουμε με τον προκάτοχο του.

  • Πιο ισχυρή προσωπικότητα. Τσεκ
  • Καλύτερο playmaking. Τσεκ
  • Μεγαλύτερο εύρος και γκάμα εκτέλεσης. Τσεκ
  • Κοντάδια και μέτριοι προς κακοί αμυντικοί αμφότεροι. Δυστυχώς τσεκ αλλά δε μπορείς να τα έχεις και όλα στα 400k

Αυτές είναι οι αρχές από τις οποίες ξεκινάμε για τον παίχτη. Η βασική μου ανησυχία είναι το αν θα μπορέσει να ανταποκριθεί πλέον στις πάσης φύσεως οριακές συνθήκες που θα βιώσει η ομάδα με τους καλούς αντιπάλους στη Λίγκα.

Και την ίδια ανησυχία έχω και για την πιο ηχηρή μεταγραφή της ομάδας φέτος, τον Jimmer Fredette.

Tί μπάσκετ μπορεί να παίξει ο αμερικανός;

Ο Fredette μπορεί θεωρητικά να εκτελέσει από κάθε γωνιά του γηπέδου από τη μέση και μπροστά, μπορεί να λειτουργήσει και σαν βασικός χειριστής και μπορεί επίσης να βγει από τα screens και να εκτελέσει.

Το drive του είναι μέτριο, καθώς δεν έχει ούτε το τόσο δυνατό frame (παρότι φαίνεται σωματικά καλά) ούτε το τόσο δυνατό πάτημα που χρειάζονται αθλητές του ύψους του, όπως πχ ο Mike James ή ακόμα και ο ψηλότερος Παππάς που πατάνε και βουλιάζει το παρκέ.

Γενικά όμως ο Fredette είναι απολαυστικός όταν ζεσταίνεται και μακάρι να τον δούμε ‘’ζεστό πολλές φορές μέσα στη χρονιά.

Πώς όμως κρατιούνται ζεστοί αυτοί οι παίχτες;

Συνήθως έχοντας τη μπάλα στα χέρια και παίρνοντας προσπάθειες, πολλές φορές και χωρίς να το πολυσκεφτούν.

Το πρόβλημα εδώ είναι διττό.

Αφενός ο βασικός PG της ομάδας είναι από τους πιο on-ball παίχτες της Λίγκας και σχεδόν αχρηστεύεται μακριά από αυτήν σε σετ παιχνίδι και αφετέρου θεωρώ πως ο προπονητής της ομάδας θεωρεί αυτό το στυλ παιχνιδιού πάνω-κάτω ως ‘’χαζομάρες’’.

Ευτυχώς-δυστυχώς είναι πολύ κομβικό να δούμε τον Fredette να ξεδιπλώνει το παιχνίδι του (βοηθούμενος πάντα βέβαια από την υπόλοιπη ομάδα) ούτως ώστε να γίνει παράγοντας των παιχνιδιών.

Οποιαδήποτε άμυνα, όταν βλέπει κάποιον να βομβαρδίζει με συνέπεια το καλάθι της ξεκινάει και παίρνει τα μέτρα της καθώς πάντα αυτοί οι πόντοι ‘’πονάνε’’ περισσότερο, κατά το κοινώς λεγόμενο ”σου κόβουν τα πόδια’’.

Εδώ να αναφέρω ότι θεωρώ πως ο Πεδουλάκης θα προσπαθήσει ως επί το πλείστον να χρησιμοποιησεί τον Fredette επιθετικά σε ρόλο ανάλογο αυτού που είχε ο Lojeski, δίνοντας του σπανίως τη μπάλα στα χέρια. Το τελευταίο όταν συμβεί θα είναι ως δευτερεύουσα επιλογή.

Δεν είμαι καθόλου σίγουρος όμως πως ο αμερικανός ήρθε εδώ παίρνοντας τόσα λεφτά για να αναλωθεί σε τρεξίματα πίσω από τα screens. Κυρίως δεν πιστεύω ότι θα το κάνει και σε συνέχεια καθώς δε συνάδει ένας τέτοιος ρόλος με το στάτους του σταρ που κουβαλάει ο συγκεκριμένος.

Μιλάμε στην τελική για ένα παιδι που δεν κατάφερε να πιάσει στο ΝΒΑ καθώς δε μπόρεσε να μεταφέρει το ‘’Steph Curry’’ παιχνίδι του σε αυτό το επίπεδο καθώς προφανώς δεν έχει τα ανάλογα skills του Steph και ως εκ τούτου ξεβράστηκε από το ΝΒΑ.

Επίσης για να ξέρουμε και τι λέμε, το να θέλει ένας παίχτης τη μπάλα στα χέρια δεν είναι τόσο κακό όσο έχει γίνει –συγκινητική τουλάχιστον- προσπάθεια να πειστεί ο κόσμος για αυτό. Το κακό είναι το τί δεν μπορούν να κάνουν οι υπόλοιποι παίχτες μακριά από αυτήν.

Πχ δε θυμάμαι ποτέ να είχε πρόβλημα ο Τσάτσο όταν είχε τη μπάλα ο ΝτεΚολο, όπως επίσης δε θυμάμαι ανάλογο πρόβλημα με τον Διαμαντίδη και το Σπανούλη το ’09 στον Παναθηναϊκό.

Πόσο μάλλον με τον Σάρας.

Το θέμα είναι ότι στον Παναθηναϊκό έχουμε σε τόσο κομβικό και πρωτεύοντα ρόλο τον Καλάθη, έναν παίχτη δηλαδή που έχοντας αυτό το στάτους έχει πρόβλημα να μην έχει τη μπάλα στα χέρια. Φανταστείτε όταν δεν υπάρχει και ο προπονητής που να το κάνει, όπως πχ ο Ζοτς το ’11.

Οπότε, παρότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα υποδεικνύει πως ο Νικ με τον Fredette αλληλοσυμπληρώνονται τέλεια επειδή ο Νικ πχ είναι εξαιρετικός αμυντικός και θα καλύψει την αμυντική ανεπάρκεια του Jimmer και ο Fredette είναι εξαιρετικός σουτέρ και θα καλύψει την εκτελεστική τέτοια του Καλαθη, τα πράγματα δεν ειναι ακριβώς έτσι.

Μπορεί ο συνδυασμός τους να μοιάζει καλός σε σχέδια επί χάρτου και σε παιχνίδια ‘’εργοστασιακών συνθηκών”, αλλά η αλήθεια του παρκέ είναι πολύ πιο περίπλοκη και μεγάλο μέρος αυτής αποτελεί το mindset του καθενός.

Πάμε παρακάτω.

Προσωπική αγαπημένη μεταγραφική κίνηση για φέτος είναι ο Wesley Johnson.

Πραγματικός two-way παίχτης, του οποίου το skillset μόλις διαβάσει τα εδώ δεδομένα θα αποδειχτεί too much για αρκετούς αντιπάλους.

Το θέμα με τον συγκεκριμένο όμως και κάτι που οφείλουμε να καταλάβουμε για να προχωρήσουμε στην όποια κριτική του είναι πως στην πραγματικότητα ο Johnson είναι παίχτης ρόλου.Δεν είναι ο παίχτης που θα του δώσεις τη μπάλα στα χέρια και θα βάλει 30 πόντους επειδή ήρθε από το ΝΒΑ, αλλά θα λειτουργήσει σαν ένα premium εξάρτημα μιας μηχανής.

Υπάρχει το υπόβαθρο να αναδειχτεί το ταλέντο αυτού του τόσο χρήσιμου παίχτη;

Μένει να το δούμε.

Για τους ψηλούς από την άλλη θεωρώ πως το μέλλον είναι αρκετά δυσοίωνο και πως θα προχωρήσουμε σχετικά γρήγορα σε μεταγραφή.

Το θέμα με τον Wiley είναι πως δεν έχει το μέγεθος για να αντιπαρατεθεί γραμμές ψηλών σαν της Μακαμπι με Μπλακ-Χαντερ, της Τσσκα με Κουφό-Χαινς-Μπολομπόι, της Φενερ με Βέσελι-Λοβέρν-Ντουβερίογλου, της Εφές με Ντάνστον-Πλαϊς κλπ κλπ.

Φαίνεται αδιανόητο στα μάτια μου ότι ο Παναθηναϊκός τόσα χρόνια δεν πηγαίνει στην απόκτηση ενός πραγματικού ‘’τερματοφύλακα’’ στη θέση 5 που να κάνει το ζωγραφιστό ναρκοπέδιο.

Όταν μια άμυνα στην περιφέρεια θα καταρρεύσει, θα πρέπει να υπάρχει πάντα η ασφαλιστική δικλείδα ενός τέτοιου παίχτη πίσω, όπως επίσης και για να μην κάνει πάρτι η οποιαδήποτε σοβαρή γραμμή ψηλών έχουμε συναντήσει τα τελευταία χρόνια στην EL.

Το θέμα του Παπαγιάννη είναι από την άλλη ένα πολύ λεπτό και ιδιαίτερο ζήτημα.

Η περσινη μεταμόρφωσή του επι Πιτίνο σε συνδυασμό με το κορμί του μπορούν να σε κάνουν να σκεφτείς πως αν δουλέψει επαρκώς έχει πραγματικά ό,τι χρειάζεται για να αφήσει εποχή στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, αλλά και να μας απαλλάξει απο το άγχος εύρεσης καλού 5 για χρόνια.

Από τη θεωρία μέχρι την πράξη όμως η απόσταση ειναι χαώδης.

Εδώ πρεπει να σκεφτούμε το εξής. Οι ψηλοί τύπου Παπαγιάννη θέλουν το χρόνο τους για να βελτιωθούν-ωριμάσουν και να παίξουν βάσει αυτών που μπορούν.

Προσωπικά είμαι διατεθειμένος να κάνω υπομονή για τον συγκεκριμένο καθώς τον θεωρώ το μεγαλύτερο prospect του ελληνικού μπάσκετ, κάποιον που μπορεί να γίνει πραγματικά dominant στο από δω παιχνίδι.

Την ίδια υπομονή μπορώ να κάνω και για τον Παπαπέτρου, από τον οποίο περιμένω να δω βελτίωση στο post-up παιχνίδι του, όπως επίσης και στο σουτ, είτε μετα απο ντρίμπλα είτε από θέση (δεν είναι τόσο κακός στο σουτ συνολικά στην καριέρα του, το πρόβλημα ειναι πως δεν είναι σταθερός σε αυτό).

Τα skills του βέβαια επιτάσσουν ένα πιο γρήγορο tempo παιχνιδιού, στο οποίο μαζί με την παρουσία και την συνολικη ικανότητα του Καλαθη σε αυτό μπορούν να αποδειχτούν τρομερά ωφέλιμοι.Επανερχόμενος τώρα στο αρχικό ερώτημα για το κατά πόσο θα έχουμε βελτιωθεί στο σετ παιχνίδι δε μπορώ να πω με σιγουριά πως ναι, βασιζόμενος στο γεγονός πως βάλαμε ‘’περισσότερο σουτ’’ στη φαρέτρα.

Επαναλαμβάνω πως η παρουσία του Καλάθη σε ρόλο main ballhandler και με τόσο μεγάλο usage συνολικα (που είναι και το μεγαλύτερο ‘’θέμα’’ στην όλη ιστορία) απαιτεί περισσότερο και από συγκεκριμένη στελέχωση, έναν προπονητή ο οποίος να ξέρει να δουλέψει με τέτοιου είδους παίχτες.

Σ’ αυτό το σημείο να τονίσω το εξής. Όταν αναφερουμε το συγκεκριμένο ελάττωμα του Νικ, δεν το κάνουμε επειδή τον θεωρούμε κακό παίχτη (ίσα ίσα η πίστη οτι ο Καλάθης είναι ένας top-class παίχτης υπάρχει) αλλά επειδή το συγκεκριμένο ελάττωμα στο βασικό χειριστή δυσκολεύει πάντα τα πράγματα.

Θέλοντας να κάνω εικόνα αυτο που εννοώ σας παραθέτω το κάτωθι βίντεο.

Πείτε μου τώρα οτι ο Rondo είναι παιχταράς. Χαίρω πολύ.

Τα skills του όμως στο σετ επιφέρουν αυτή την αντιμετώπιση (ειδικά σε παιχνίδια playoffs) παρά την παρουσία μύθων, όπως ο Ray Allen και ο Paul Pierce, γύρω του.

Γι’ αυτό έθεσα ως πρώτο πρόβλημα την παρουσία ενός προπονητή που να ξέρει πραγματικά να εκμεταλλευτεί τον Νικ και εν συνεχεία το βασικό και διαχρονικό πρόβλημα του ρόλου που δίνεται σε έναν παίχτη με αυτή τη συγκεκριμένη δυσλειτουργία στην εκτέλεση.

Το συγκεκριμένο πρόβλημα μπορει να γίνει καλύτερα αντιληπτό τις ημέρες που ο Νικ παίζει σαν πραγματικά επιθετικά ολοκληρωμένο γκαρντ. Όταν δηλαδή εμφανίζεται efficient στην εκτέλεση παράλληλα με την όντως απαράμιλλη ικανότητα του στην πάσα με αποτέλεσμα όλα να γίνονται πιο εύκολα.

Κάτι τελευταίο.

Δε θα εκπλαγώ αν σε κάποια φάση ο προπονητής αλλάξει εντελώς ρότα στην αντιμετώπιση του Fredette και του λύσει εντελώς τα όποια χαλινάρια προσπαθήσει να του βάλει κατά τη διάρκεια της χρονιάς, ειδικά αν τα πράγματα αρχίσουν και σκοτεινιάζουν.

Δεν ξέρω αν θα έχει αποτύχει έτσι το οποιοδήποτε ‘’πλάνο’’ έχει στο μυαλό του ο κοουτς Πεδουλάκης και στην τελική δεν είναι αυτό που όντως εχει μεγαλύτερη σημασία.

Αυτό που έχει σημασία είναι ο Παναθηναικός να φανεί αντάξιος του ονόματός του και της ποιότητας του ρόστερ που πλέον έχει.

Κλείνοντας, εύχομαι ο coach Πεδουλάκης να έχει την ίδια διαύγεια που είχε ο coach Pitino πέρυσι που κατάλαβε οτι πρέπει να παίξει ένα μπασκετ που προσιδιάζει στα skills των παιχτών του, να απαντήσει δηλαδή στο πρωταρχικό βασικό ερώτημα που θέσαμε και έχει να κάνει με το τι μπάσκετ μπορούμε να παίξουμε.

Γιατί αν κάτι ισχύει στο άθλημα είναι το εξης:Τα skills ορίζουν το παιχνίδι.

Και οταν λεμε skills δεν εννοούμε μόνο τα τεχνικά, αλλά και τα πνευματικά, αλλά αυτό είναι ένα θέμα που θα αναλύσουμε εν ευθέτω χρόνω..

Καλή χρονιά σε όλους.