Πριν την αρχή της φετινής Euroleague είχαμε μια πολύ περίεργη off season κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν αρκετά αξιοσημείωτα πράγματα. Ως αποτέλεσμα αυτών των ζυμώσεων, αρκετές εκ των οποίων ήρθαν ως απόρροια της όλης κατάστασης με την πανδημία, είχαμε την περαιτέρω ισχυροποίηση ομάδων που ήταν ήδη ισχυρές.
Χωρίς πολλά πολλά, οι δύο ομάδες που ξεχώρισαν περισσότερο, από το πώς κινήθηκαν στο μεταγραφικό παζάρι μέχρι και το γενικότερο ‘’θόρυβο’’ που έκαναν από την αρχή της χρονιάς μέχρι και το τέλος του 1ου γύρου, ήταν οι CSKA και Barcelona.
Αυτό που κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα την όλη φάση είναι οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι δρόμοι που παίρνουν αμφότεροι, με προφανή σκοπό την κατάκτηση της Κούπας στο τέλος της χρονιάς. Ας πάμε να δούμε τί κάνουν και τί έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής. Ας ξεκινήσουμε με την ομάδα της Καταλονίας …
Barcelona

Όταν πέρυσι το καλοκαίρι η Μπάρτσα αποκτούσε τον Μίροτιτς, τον Αμπρίνες, τον Χιγκινς και τον Ντιλέινι ήταν πάρα πολλοί αυτοί που μιλούσαν για ‘’αποτυχία’’ αν κάνει έστω και 3-4 ήττες στη διοργάνωση. Όλα αυτά με προπονητή τον Πέσιτς. Η αλήθεια είναι ωστόσο πως δεν είδα ανάλογες απόψεις όταν στη θέση του Ντιλέινι και μετά από μια διαφωνία μαζί του ως προς την ανανέωση του συμβολαίου του, αποφάσισε ο Σέρβος να φέρει τον Καλάθη. Ή ακόμα και όταν ο ίδιος ο Σέρβος coach απολύθηκε μετά την ήττα από τη Μπασκόνια στον τελικό της ACB και στη θέση του ήρθε ο ‘’πολύς’’ Σάρας. (Προφανώς τέτοιες απόψεις είναι ανεδαφικές, οι ομάδες δε λειτουργούν εν είδει 2K, υπάρχουν συγκεκριμένες διαδικασίες, για την οπτική το αναφέρω.)
Ο λιθουανός coach ήρθε στη Βαρκελώνη σχεδόν μετά βαΐων και κλάδων, ως το πιο hot όνομα στις τάξεις των νέων προπονητών. Ως ένας που παρουσίασε μια συνολική εικόνα στη Ζαλγκίρις που έβγαζε ως γενική αύρα πως το σύνολο των παιχτών παρουσίαζε εικόνα που κατά το κοινώς λεγόμενο ‘’τρυπούσε το ταβάνι’’ της πραγματικής αξίας αυτού του συνόλου. Είναι πολύ πιθανό βέβαια να ισχύει αυτό το πράγμα.
Εδώ τώρα ανακύπτει ένα αρκετά σοβαρό θέμα.
Το μπάσκετ που έπαιξε η Ζαλγκίρις επί Σάρας είναι ένα που βασίζεται σε πολύ συγκεκριμένες αρχές και έχει ζητούμενα που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε από ομάδες με παίχτες ‘’αξίας’’ μέσα. Ακόμα και ομάδες του Ζοτς -σε ένα πλαίσιο Ευρωπαϊκού μπάσκετ πολύ διαφορετικό από το τωρινό- δεν παρουσίαζαν τέτοια έλλειψη προσωπικής ενέργειας. Ίσα ίσα, ο Ζοτς μεγαλούργησε επειδή ως πολύ έξυπνος άνθρωπος που είναι αντιλαμβανόταν πλήρως πως ‘’όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα’’, ο ίδιος ο Σάρας υπήρξε αποδέκτης αυτής της αντιμετώπισης. Αρκετές φορές στην καριέρα του κιόλας, όχι μόνο στον Παναθηναϊκό.
Παρένθεση.
Μετά το πρώτο φετινό παιχνίδι των Nets και τη νίκη τους απέναντι στους GSW, ο KD βγήκε να μιλήσει στη γνωστή εκπομπή του ΤΝΤ ονόματι Inside the NBA. Σε ένα σημείο τον ρωτάει ο αγαπημένος Jet αν του είναι οικείο το νέο πλαίσιο επίθεσης του Brooklyn υπό την καθοδήγηση των Nash/D’Antoni (και με ευθεία αναφορά στο πλαίσιο επίθεσης εκείνων των Suns της SSOL), θέλοντας να εστιάσει στο αν υπάρχουν διαφορές με το μπάσκετ των GSW ή αν είναι ένα mix κλπ.
Ο KD απαντάει σε αυτό πως τα πράγματα δεν είναι όσο περίπλοκα μπορεί να φανταζόμαστε, λέγοντας χαρακτηριστικά πως ‘’είναι απλά μπάσκετ, passing and cutting, το να είσαι επιθετικός προς το καλάθι, να τρέξεις στο τρανζίσιον κλπ’’. Συνεχίζοντας ανέφερε πως οι προπονητές και οι οργανισμοί μπορεί να δίνουν διαφορετικές ορολογίες αλλά στο τέλος της μέρας it’s still basketball, ο σκοπός τους είναι να παίξουν όπως θέλουν να παίξουν και πάνω σε αυτό δουλεύουν οι προπονητές πρωτίστως , δουλεύοντας δηλαδή τις αρχές τους και αυτοί just have to keep going.
O λόγος που παραθέτω τα λόγια ενός από τους καλύτερους μπασκετμπολίστες που είδε ποτέ το άθλημα είναι για να πω πως πέραν των όποιων αυτοτελών δράσεων μπορεί να δούμε στο παρκέ ανά πάσα στιγμή ή σε συγκεκριμένα plays, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία και από την οποία εκπορεύεται ο τρόπος παιχνιδιού, είναι η φιλοσοφία της εκάστοτε ομάδας. Και βάσει αυτής της οπτικής θα γίνει προσπάθεια για ανάλυση των δύο ομάδων.
Τέλος παρένθεσης, πάμε πάλι στη Barcelona.
Ή μάλλον πρώτα στη Zalgiris των προηγούμενων ετών.

Για να δούμε το τί μπάσκετ προσπαθεί να παίξει ο Λιθουανός στη Βαρκελώνη καλό είναι να εξετάσουμε αυτό που έπαιζε στη Ζαλγκίρις και το κατά πόσο προσπαθεί να το μεταφέρει σε ένα κλαμπ του μεγέθους της Μπάρτσα – μιας και είναι αρκετός ο κόσμος που αναφέρει πως παίζει το ίδιο πράγμα – όπως και την επίδραση συγκεκριμένων λεπτομερειών σε αυτό και κατά πόσο το καθιστούσαν αποτελεσματικό ή μη.
Η αλήθεια είναι πως στο Κάουνας ο Σάρας παρουσίασε ένα πολύ ‘’γλυκό’’ μπάσκετ που βασιζόταν πάρα πολύ στις παράλληλες δράσεις των παιχτών μέσα στο παρκέ. Κάτι το οποίο αν προσπαθήσουμε να το γενικεύσουμε, δύο πράγματα είχε ως βασικά ζητούμενα στην επίθεση.
Σκριν και κίνηση. Απ’ όλους.
Παρόλα αυτά όμως η καλύτερη εκδοχή του ήταν αυτή της σεζόν 2017-18, κατά τη διάρκεια της οποίας κατάφερε να πάει στο F4 αποκλείοντας τον Ολυμπιακό στα playoffs με μειονέκτημα έδρας. Ποια ήταν τα στοιχεία εκείνης της ομάδας ;
Μια πολύ βασική πτυχή-ναυαρχίδα του παιχνιδιού της ήταν ο ρόλος του Πάνγκος σε αυτόν του βασικού χειριστή, όπως επίσης και το ντόμινο αντιδράσεων που αυτό επέφερε συνολικά στις επιθέσεις της ομάδας σε συνέχεια.
Ο Καναδός συνέθεσε με τον Γιανκούνας ένα από τα δύο πιο επιτυχημένα δίδυμα στη Λίγκα σε PnR, μαζί με το Καλάθης-Γκιστ (όντες και οι δύο του PAO BC στις καλύτερες χρονιές τους). Το αναφέρω μόνο και μόνο για να γίνει αντιληπτό το πόσο συχνά πήγαινε η Ζαλγκίρις στη συγκεκριμένη συνεργασία.
Ο Πάνγκος καταφέρνει και παίζει εκείνη τη χρονιά σε επίπεδα MVP contender γράφοντας 12,7 PPG με 48,9% στα δίποντα (με τα περισσότερα να είναι midrange και pull up), 5.9 AST για 2,6 TO και -κυρίως- 47,5% στα τρίποντα με 4,4 εκτελεσμένα ανά ματς. Και κάπου εδώ βλέπουμε μια ανακολουθία στους σχεδιασμούς των επόμενων χρονιών από πλευράς Σαρας.
Καταρχάς να πούμε πως το μπάσκετ της Ζαλγκίρις δεν ήταν μόνο αυτό, είναι σαφές.
Υπήρχαν οι off screen κινήσεις των πλάγιων, με αποδέκτη κυρίως τον Μιλάκνις που εκτελούσε 4,6 ανά ματς με 44,9%, υπήρχε το ποστάρισμα εκ μέρους του Μίσιτς (που ήταν και πολύ οικονομικός στο τρίποντο), του Ουλανόβας και του Ντέιβις, υπήρχε και η εκμετάλλευση του καλού σουτ από μέση απόσταση του τελευταίου. Α, υπήρχαν φυσικά και οι γνωστές αγαπημένες Hammer δράσεις, φήμες λένε ότι ο Πάνγκος τρέχει ακόμα κατά μήκος της baseline…
Οπότε, προφανώς μιλάμε για έναν τρόπο παιχνιδιού επιθετικά που μόνο μονοδιάστατο δεν τον λες.
Το θέμα είναι όμως πως λειτούργησε πολύ παίζοντας πολλές και διάφορες παραλλαγές του PnR (θυμηθείτε πόσες συνεχόμενες φορές είχε εκτελέσει ο Γιανκούνας από μέση απόσταση στα PO με τον Ολυμπιακό, με την ομάδα του Πειραιά να τρώει συνεχώς το ίδιο καλάθι), μια κατάσταση που για να λειτουργήσει στο σετ παιχνίδι σε συνέχεια χρειάζεται κυρίως καλές αποστάσεις, σωστή κίνηση μακριά από τη μπάλα στα φτερά και φυσικά εκτελεστική επάρκεια εκ μέρους όλων. Ψηλούς finishers δηλαδή και κοντούς με σταθερό χέρι που είναι ικανοί παράλληλα να δημιουργήσουν.
Σ’αυτό το σημείο να πούμε πως ο Σάρας παραχώρησε τον Τουπάν την επόμενη χρονιά καθώς δεν ήταν αυτό που λέμε σταθερός σουτέρ, παρά το 37,5% του ποσοστού του εκείνη τη χρονιά. Ως τέτοιος χαλούσε αρκετές φορές τη ροή της επίθεσης καθώς είτε δίσταζε για το σουτ, είτε το έδιναν. Τι έκανε όμως ο Σάρας την επόμενη χρονιά;
Για κάποιο περίεργο και απροσδιόριστο λόγο, μετά τη μεταγραφή του Πανγκος στη Μπαρτσελόνα, πήγε σε αλλαγή πλάνου όσον αφορά το ποιοί αναλαμβάνουν τον κυρίως όγκο των εκτελέσεων από την περίμετρο, με το βάρος να πέφτει σχεδόν αποκλειστικά στους πλάγιους (Μιλάκνις-Γκριγκόνις και Γουολκαπ τον οποίο προσπάθησε να μετατρέψει βέβαια και σε άσο). Ναι μεν το νέο δίδυμο στον άσο εκτελούσε 0,4 τρίποντα λιγότερα (μικρή διαφορά δηλαδή) από το προηγούμενο, αλλά είχε διαφορά η ποιότητα και υφή της εκτέλεσης. Ο Πάνγκος εκτελούσε μετά από ντρίμπλα, ο Βεστερμαν από στάση με ότι αυτό συνεπάγεται για την κίνηση της ομάδας και τις αντιδράσεις της άμυνας. Επίσης ποτέ κανείς δεν έφτασε τον αριθμό εκτελέσεων του Καναδού, ούτε φυσικά και το 47,5% του ποσοστού του. Συν βέβαια ότι είχε πολύ περισσότερα λεπτά συμμετοχής με όλο το impact που έφερε το πακέτο του στο παιχνίδι (27,6mpg έναντι 22,9 και 17,3 των Γουόλτερς-Βεστερμαν).
Δηλαδή δεν ήταν μόνο τα σουτ που έπαιρνε, ήταν και οι συνθήκες που δημιουργούσε για τους υπόλοιπους, κάτι που είναι υψίστης σημασίας στη ροή του παιχνιδιού. Κοινώς λειτουργούσε πολλές φορές και ως decoy, κατι που είναι απαραίτητο για το μπάσκετ του Σάρας.
Αυτό το πράγμα είχε ως αποτέλεσμα μια δυσλειτουργία στην επίθεση της Ζαλγκίρις, η οποία μεταφραζόταν σε χαμηλή παραγωγικότητα που οδηγούσε σε σερί ηττών. Το γεγονός ότι κατάφερε να κάνει στις τελευταίες 6 αγωνιστικές ένα αντίστοιχο σερί νικών και να μπει στα playoffs δεν αναιρεί τη δυσλειτουργία του συνόλου σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, μιας και οι δράσεις που έτρεχε η ομάδα άλλαξαν στο ελάχιστο, παρά το βάρος που έπεσε στους πλάγιους. Σκεφτείτε πως παρά τις 6 συνεχόμενες νίκες στο τέλος της regular season τελείωσε με ρεκόρ 15-15, τη στιγμή που την προηγούμενη χρονιά είχε 18-12. Η διαφορά είναι πολύ μεγάλη για να θεωρηθεί αμελητέα. Σύμφωνα με το Overbasket.com τα OffRat των δυο χρονιών ήταν 101.1 για το ’18 και 99 για το ’19, τη στιγμή που σε απόλυτους αριθμούς πόντων είχαμε 81,3 και 78,1.
Την περασμένη χρονιά δε μέχρι τη στιγμή που διακόπηκε η Ευρωλίγκα, η Ζαλγκίρις έγραφε ήδη 12-16, με το βάρος των εκτελέσεων να πηγαίνει σχεδόν αποκλειστικά στους πλάγιους, με τον Ριβερς να εκτελεί 5,4, τον Μιλάκνις σταθερό στα 4+ και τον Γκριγκόνις στα 4,4. (όταν λέμε αποκλειστικά στους πλάγιους εννοείται οτι μιλάμε για τους ‘’κοντους’’ και την περιφέρεια, τα post ups συνεχίστηκαν κανονικά)
Προσέξτε, αναφερόμαστε στο τρίποντο μιας ομάδας που το ’18 και το ’19 ήταν τελευταία σε αριθμό εκτελέσεων ως ομάδα -και το 2020 14η. Ο λόγος που γίνεται η αναφορά είναι επειδή για να παίξεις αυτό το μπάσκετ που έπαιζε ο Σαρας και να είσαι αποδοτικός -να κερδίζεις δηλαδή – έχεις ανάγκη το spacing που θα σου παράσχουν οι παίχτες που έχεις στο παρκέ και που θα αντιμετωπιστούν από τις αντίπαλες άμυνες βάσει του πόσο τους φοβούνται να εκτελέσουν. Αυτό το μπάσκετ χρειάζεται κάθε ίντσα μέσα από τη γραμμή των 6,75 για να είναι efficient.
Τον Πάνγκος δεν τον άφησαν ποτέ να εκτελέσει ελεύθερος, κάτι το οποίο συνέβαινε κατά κόρον με τον Γουόλτερς, κάτι το οποίο ‘’έγραψε” πολύ στα αποτελέσματα της Ζαλγκίρις, μιας και η άμυνα ήταν πάντα σε υψηλό επίπεδο –και σε ένταση και τακτικά- με τις παράλληλες δράσεις σε δυνατή και αδύνατη πλευρά να συνεχίζονται. Ενδεικτικά και σύμφωνα με το Overbasket.com τα DRAT των ’18-’19-’20 είναι 99,5-99,1-97,7. Το παράδοξο είναι πως το καλύτερο NetRating το έχει τη χρονιά που πάει χειρότερα από όλες . Το οποίο NetRtg βασίζεται κυρίως στην ακόμη καλύτερη άμυνα που έπαιζε η ομάδα.
Πάνω – κάτω αυτή είναι η ιστορία του Σάρας στη Ζαλγκίρις όσον αφορά την αποτελεσματικότητά του και η οποία του έδωσε το διαβατήριο για τον πάγκο της ομάδας με το πιο ακριβό και γεμάτο ρόστερ της Λιγκας.
Όπως φυσικά και η προσωπικότητά του…

Ο Λιθουανός υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σταρ των τελευταίων χρόνων στο από δω μπάσκετ. Ήταν τέτοιος με τη συνολική έννοια του όρου, όχι μόνο μέσα στο παρκέ. Προσωπικά θεωρώ πως από όσους πολύ μεγάλους παίχτες πέρασαν τα τελευταία 30 χρόνια από τον PAO BC, ο Σάρας ήταν αυτός με το μεγαλύτερο star quality – αμέσως μετά βέβαια από τον Ντομινίκ που οκ, δε φτάνεται. Ακόμα και ο Μποντιρόγκα δεν ήταν τόσο ‘’τέτοιος’’, ο Big Saras είχε περισσότερο glam.
Και προσωπικά ήταν ο πιο αγαπημένος μου έβερ, απλά λάτρευα να τον βλέπω να παίζει μπάσκετ, ήταν ότι πιο fun to watch πέρασε αυτά τα χρόνια από δω (όντας παράλληλα και winning, πολύ σημαντικό).
Ως προπονητής ωστόσο αποφάσισε να πάρει αρκετά διαφορετική ρότα από αυτή που είχε ως παίχτης, κάτι για το οποίο όμως θεωρώ πως μπορεί να υπάρχει σημαντικός λόγος από πίσω και ίσως πάλι έχει να κάνει με το πολύ έντονο της προσωπικότητάς του.
Άνθρωποι με το τόσο έντονο ‘εγώ’ του Σάρας τείνουν να είναι περισσότερο συγκεντρωτικοί καθώς θεωρούν ότι ο πιο σωστός τρόπος να γίνει μια δουλειά είναι συνήθως ο δικός τους. Επίσης ο Ζοτς άσκησε έντονη γοητεία πάνω στον Λιθουανό και ήρθε να κουμπώσει τέλεια με αυτό το συγκεντρωτισμό που αναφέρθηκε πριν. Από τη στιγμή κιόλας που αυτό το πράγμα έγινε απολύτως αποδεκτό στο πλαίσιο του Κάουνας (όπου λατρεύεται) και μέσω αυτού αναγνωρίστηκε και ως προπονητής τοπ επιπέδου, είναι πολύ πιθανό όλο αυτό που συζητάμε να γιγαντώθηκε μέσα του.
Να είμαι ειλικρινής, όταν ανακοινώθηκε η απόκτησή του από τη Μπάρτσα των ήδη υπαρχόντων αστέρων εκεί συν τον Καλάθη δεν πίστεψα στιγμή πως θα παρεκκλίνει από τη φιλοσοφία παιχνιδιού που είχε στη Ζαλγκίρις. Και όταν λέω φιλοσοφία παιχνιδιού δεν αναφέρομαι στα plays αυτά καθαυτά αλλά στην οπτική του πάνω στο παιχνίδι και το πόσο ‘’προπονητοκεντρική’’ θα είναι.
Και κάπως έτσι πορεύεται μέχρι στιγμής. Ας δούμε όμως τί έχει καταφέρει και τί όχι.
Η Μπαρτσελόνα έχει την τύχη να έχει στις τάξεις της έναν κανονικό παίχτη ΝΒΑ Playoffs. Αυτή είναι η αξία του Μίροτιτς και γι’ αυτό πήρε το μεγαλύτερο συμβόλαιο που θυμάμαι εγώ όλα τα χρόνια στη Euroleague, μαζί με εκείνο του Τσίλντρες.
Ο Μαυροβούνιος ήταν παίχτης ρόλου τα τελευταία χρόνια στο ΝΒΑ, έχοντας καλό σουτ ενώ παράλληλα μπορούσε να βάλει τη μπάλα στο παρκέ με περισσή ευκολία. Στην Ευρώπη φυσικά μπορεί να κάνει ακόμα περισσότερα. Στο περσινό πλαίσιο λειτουργίας ο Μίρο είχε το ελεύθερο να κάνει ό, τι γουστάρει, ενδεικτικό το 5,8 του μέσου όρου εκτελεσμένων τριπόντων σε μια Μπάρτσα που εκτελούσε 25,4 τέτοια, με ένα ποσοστό της τάξης του 39,1%.
Αν έκανε κάτι από την πρώτη στιγμή ο Σάρας, αυτό ήταν να ελαττώσει το τρίποντο. Κατά πολύ. Στο τέλος του 1ου γύρου η Μπάρτσα εκτελεί 20,2 τρίποντα ανά ματς και είναι τρίτη από το τέλος στη φετινή διοργάνωση, αλλά τρίτη συνολικά ως προς το ποσοστό επιτυχημένων τριπόντων (39,4%). Κοινώς η ομάδα της Καταλονίας εκτελεί 20,3 και βάζει 8, ούσα προτελευταία στα made 3’s.
Από την άλλη πλευρά -και όπως ίσως αναμενόταν- ενώ μείωσε τα τρίποντα κατά 5,2 αύξησε τα δίποντα κατά 3,3.
Το θέμα τώρα είναι το κατά πόσο πιο αποτελεσματική είναι αυτή η επίθεση του Σαρας από την περσινή του Πέσιτς, για την οποία δεν ήξερα κανέναν που να έλεγε ότι ήταν καλή.
Κατά την προσφιλή του συνήθεια, ο λιθουανός coach επιλέγει να πάει σε mid tempo επιθέσεις οι οποίες εκφράζονται μέσα από τη γραμμή του τριπόντου – ότι έκανε δηλαδή και στο Κάουνας. Κοινώς πάει να παίξει ως φιλοσοφία κάτι παρόμοιο που έπαιζε με παίχτες αρκετά κατώτερους ατομικά σε προσωπικό ταλέντο. Πόσο σοφό είναι όμως αυτό;
Καταρχάς, εν έτει 2021 δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην εκμεταλλεύεσαι κάθε ίντσα του γηπέδου στην επίθεση. Έχω την αίσθηση πως και τον Λιλαρντ ή τον Κάρι να είχε ο coach θα τους έκοβε μαχαίρι τις ”τρελές” εκτελέσεις, ασχέτως πχ αν ο Λίλαρντ εκτελεί με 40% από τα δέκα μέτρα.
Η απορία που τίθεται είναι το γιατί να πας με τόσο εμμονικό τρόπο σε εκτελέσεις μέσα από το ζωγραφιστό αυστηρά, σε μία Ευρώπη που δεν υπάρχει ο κανονισμός των 3ων αμυντικών δευτερολέπτων που υπάρχει στο ΝΒΑ, κάτι το οποίο μειώνει αυτομάτως τους χώρους;
Στο τέλος του 1ου γύρου η ομάδα της Καταλονίας έχει ρεκόρ 11-6 τη στιγμή που πέρυσι μέχρι τη στιγμή της διακοπής είχε 22-6. Αν κάτι παρατηρήθηκε πέρυσι συνολικά στην ομάδα του Πέσιτς ήταν το εξής. Ο Σέρβος στόχευε και αυτός στο ζωγραφιστό, αλλά υπήρχε πολύ μεγαλύτερη ισορροπία στις εκτελέσεις με τη διαφορά μεταξύ διπόντων και τριπόντων να είναι στο 11,2 τη στιγμή που φέτος αυτός ο αριθμός έχει εκτοξευτεί στο 19,7.
Αυτή η ισορροπία εκτελέσεων φαινόταν και από το πιο ισορροπημένο usg% των παιχτών πέρυσι και φέτος. Πέραν του Μίροτιτς που όπως είπαμε είχε το απόλυτο ελεύθερο και είχε το πολύ μεγαλύτερο από όλους, παρατηρούταν μια σύγκλιση σε αυτά των υπολοίπων και σε αυτά να υπάρχουν και γκαρντ και ψηλοί.
Φέτος όμως οι αποκλίσεις είναι τεράστιες μεταξύ των ψηλών και των κοντών. Έχει ο Ντέιβις με τον Μίρο 28,3 και 26,1 με τον αμέσως επόμενο Χίγκινς να έχει 21,3. Με τον οποίο Χίγκινς τώρα υπήρξε θέμα ως προς τη χρησιμοποίησή του μέσα στη σεζόν.
Καταρχάς όταν μιλάμε για τον αμερικανό, μιλάμε για τον ίσως πιο πλήρη ‘’πλάγιο’’ στη Λίγκα. Κάθετο παιχνίδι, εκτέλεση, δημιουργία και άμυνα, όλα σε πολύ υψηλό επίπεδο. Επίσης θεωρώ σαφές πως στο πλαίσιο του Ιτούδη είδαμε την καλύτερη εκδοχή του παίχτη, με τη μετέπειτα πορεία του να μη μας έχει δείξει ότι μπορεί να κάνει ο συγκεκριμένος. Ότι είδαμε στην ΤΣΣΚΑ δηλαδή.
Στο μεγαλύτερο μέρος του 1ου γύρου και πέρα από αυστηρά stats, ο ρόλος του αμερικανού προσιδίαζε πολύ περισσότερο σε εκείνο που είχε ο Ντένμον στον Παναθηναϊκό του Τσάβι παρά σε αυτόν πέρυσι και πόσω μάλλον στη Μόσχα. Ο Χίγκινς δεν είναι ο παίχτης που θα του ζητήσεις να γίνει ‘’Κούριτς’’ αλλά πρέπει να του δώσεις τη μπάλα στα χέρια και βάσει αυτής της συνθήκης να πάρεις το μέγιστο εκ μέρους του.
Στην παρακάτω φάση δε, φαίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό το ‘’τσεκούρι’’ που έχει ρίξει ο Σαρας στους παίχτες του όσον αφορά την εκτέλεση από το τρίποντο. Δείτε πως παρότι έχει άπλετο χώρο για να εκτελέσει, επιλέγει να πάει μέσα και να τελειώσει σε traffic, ασχέτως αν το καλάθι μπαίνει.
Από κει και πέρα ο ίδιος ο Σάρας ‘’φρόντισε’’ με τη σειρά του να ‘’καταφέρει’’ να εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό η επίθεση του από τον Νικ Καλάθη…
Και λέω ‘’φρόντισε’’ μιας και πριν φτάσουμε στο γνωστό κατάπτυστο περιστατικό με τον Ερτέλ, ο Σάρας τον είχε στην πραγματικότητα εκτός ομάδας, αποφασίζοντας να πορευτεί στον άσο με τους Καλάθη-Χανγκα.
Αυτό που φαίνεται πως δεν έχει λάβει σοβαρά υπόψιν ο Σάρας είναι το πραγματικό impact που είχε ένας παίχτης σαν τον Πάνγκος στην πιο επιτυχημένη version του μπάσκετ του.
Είναι γεγονός πως ο Λιθουανός επέλεξε συνειδητά να πορευτεί μέσα στη σεζόν με το δίδυμο Καλάθη-Χανγκά στο 1 που θα του δώσει πρωτίστως άμυνα και εν συνεχεία παθητικότητα στην εκτέλεση, προκρίνοντας ως πολύ μεγαλύτερης σημασίας τη ‘’δημιουργία’’ απο την εκτέλεση, μετατοπίζοντας το βάρος αυτής αποκλειστικά στους πλάγιους και -κυρίως- στην εκτέλεση μέσα απο το ζωγραφιστό μετά απο post up.
Όσον αφορά το θέμα ”Καλάθης-σύστημα Σάρας” καταλήγω κάπου προς στο οτι ναι μεν ο Καλάθης δεν είναι ο ιδανικός για αυτό το τόσο set μπασκετ, αλλά από την άλλη είναι και όσο pass-first/παθητικός θέλει ο Σάρας να είναι ο άσος του, καθώς επιζητά όσο το δυνατόν περισσότερες εκτελέσεις απο το ζωγραφιστό απο Μίρο – Ντέιβις. Εκτελέσεις που έχουν δηλαδή πολύ μεγαλύτερο efficiency εξαιτίας της φύσης τους (πιο κοντά στο καλάθι-μεγαλύτερο ποσοστό), σε συνδυασμό πάντα με την κλάση των δυο αυτών παιχτών. Όπως και παράλληλα πολύ επιλεγμένα τρίποντα απο τις κλασικές off ball δράσεις από, και για, τους Κούριτς – Αμπρίνες.
Όλη αυτή η φιλοσοφία δράσης του Σάρας ως προς το playbook της Μπαρτσελόνα καταρχάς ξέβρασε τον Ερτέλ που είναι αφενός αδύναμος στην άμυνα και αφετέρου δεν είναι παθητικός ως χειριστής καθώς θέλει να πάρει προσπάθειες. Επίσης ο Σάρας για κάποιο λόγο προσπαθεί να περάσει ένα προφίλ άτεγκτου λοχαγού σε ένα ιδιότυπο power game εντός του περιβάλλοντος της Barcelona, το οποίο ενέχει τα ρίσκα του. Η βασική διαφορά έγκειται στην αλλαγή πλαισίου, με την υψίστης σημασία έννοιας αυτού να είναι πάντα παρούσα.
Μπορούμε να πούμε με μια σχετική ασφάλεια πως στο Κάουνας ο Σάρας ήταν μεγαλύτερος απο το κλαμπ, κάτι το οποίο όμως δε μπορεί να ισχύει στην περίπτωση ενός τόσο ιστορικού και μεγάλου μεγέθους όσο είναι ο σύλλογος της Καταλονίας με ότι φυσικά αυτό συνεπάγεται – και για τις δυο περιπτώσεις.
Από την άλλη όμως, οι ευνοικές συγκυρίες για τον Σάρας τη δεδομένη στιγμή είναι αρκετές. Καταρχάς υπάρχει η ξηρασία χρόνων σε τίτλους που σε συνδυασμό με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα οτι ο Σάρας ήταν ο καλύτερος διαθέσιμος κοουτς εκείνη τη στιγμη – πλην Ζοτς που είχε ανακοινώσει οτι θέτει εαυτόν σε sabbatical – που θα οδηγήσει σε πίστωση χρόνου στον ίδιο μέχρι να παρουσιάσει αυτό που έχει στο μυαλό του.
Κάτι για το οποίο βέβαια έχει τη δυνατότητα να το κάνει χρησιμοποιώντας τα πιο ακριβά υλικά που μπορούν να υπάρξουν σε μπάτζετ επιπέδου Ευρωλίγκας.
Όπως είπαμε πριν ο Μίροτιτς είναι κανονικός παίχτης ΝΒΑ, αλλά τέτοιος είναι και ο υγιής Αμπρίνες. Ο ισπανός κανονικά είναι πλάγιος των OKC, όχι της Μπαρτσελόνα. Για τον Χιγκινς τα είπαμε πριν, την ίδια στιγμή που ο Ντέιβις είναι μέσα στους τρεις καλύτερους ψηλούς της Λίγκας. Ο Κούριτς είναι ότι πιο κοντινό υπάρχει στον μεγάλο ΤζειΣι Κάρολ και ο Χανγκά απο τα πιο πολύτιμα αμυντικά πολυεργαλεία που υπάρχουν στο από δω μπασκετ. Αν βάλουμε στην κουβέντα και τον Κλαβερ που είναι τραυματίας το πράγμα ξεφεύγει. Οπότε για να μην τα πολυλογούμε, μιλάμε για το πιο βαθύ και ποιοτικό ρόστερ στη Λιγκα εδώ και χρόνια.
Σε όλο αυτο το γαλαξία αστέρων για τα δεδομένα στην απο δω πλευρά του Ατλαντικού, το καλοκαίρι αποφάσισε η Διοίκηση της Μπαρτσελόνα να φέρει και τον καλύτερο PG παλιάς κοπής που υπάρχει αυτη τη στιγμη στην Ευρωλίγκα.
Φυσικά αναφέρομαι στον Νικ Καλάθη…

Το όλο θέμα με τον Νικ δεν ήταν ποτέ το αν ήταν καλός παίχτης ή ‘’οικοδόμος’’. Όποιος θέτει τέτοια διλήμματα θέτει εαυτόν εκτός οποιασδήποτε μπασκετικής λογικής και πραγματικότητας. Θεωρώ παραπάνω από σαφές πως ο Καλάθης είναι ένας παίχτης που ανήκει στην ελίτ των από δω παιχτών. Θεωρώ όμως εξίσου σαφές πως ο Καλάθης είναι ένας παίχτης που τα μειονεκτήματά του είναι τόσο κραχτά που έχουν υπάρξει πάρα πολλές οι φορές που έχουν ορίσει αρνητικά τα πράγματα όταν ακολουθείται μια συγκεκριμένη ακολουθία κινήσεων από την αντίπαλη άμυνα.
Ο Νικ είναι ίσως ο μοναδικός παίχτης που για να τον αξιολογήσουμε σωστά δεν πρέπει να εστιάσουμε στα συνολικά στατιστικά του στο βαθμό που κάνουμε για όλους τους υπόλοιπους παίχτες, αλλά στη σειρά αντιδράσεων του όταν η άμυνα επιλέγει πολύ στοχευμένα να τον οδηγήσει σε εκτέλεση. Οποιασδήποτε μορφής.
Το ‘’ο Νικ δεν έχει τρίποντο’’ είναι μια γενικότητα που φανερώνει τη μισή αλήθεια. Ο Καλάθης είναι ανεπαρκής σε σχεδόν οποιαδήποτε μορφή εκτέλεσης πλην κάποιων κεντρικών floaters. Μηδαμινό pull up και πλήρης ανεπάρκεια σε midrange εκτελέσεις, δυσκολία στο finishing σε traffic ως αποτέλεσμα του μέτριου slashing του, κακός σε τελειώματα μετά από post up με την έλλειψη τεχνικής στη συγκεκριμένη δράση να είναι εμφανής.
Αν θέλουμε να το γενικεύσουμε μπορούμε να πούμε πως ο Νικ λειτουργεί στην επίθεση με νοοτροπία quarterback στο NFL που θα περιμένει να γίνουν οι σωστές κινήσεις από τους RBs/WRs/TEs και να τους πετάξει τη μπάλα στο σωστό χρόνο στο σωστό μέρος. Η απόφασή του για ”drive” θα είναι μόνο όταν δει πως καμία από τις παραπάνω επιλογές δεν είναι εφικτή.
Όπως όμως οι QBs θα οδηγηθούν σε sack στις περιπτώσεις που η άμυνα κόψει τις πάσες και τους διαδρόμους (θα τους πιάσει ο αντίπαλος και θα τους πετάξει κάτω δηλαδή κάνοντας το play αποτυχημένο), έτσι και ο Νικ θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων σε inefficient εκτελέσεις, κάτι στο οποίο όφειλε να είναι επαρκής, ειδικά στο σύγχρονο μπάσκετ.
Ο Νικ φέτος στη Μπαρτσελόνα είναι καλός. Είναι πρώτος στην ομάδα σε ORAT, δείγμα του ότι είναι πολύ κομβική η παρουσία του στην επίθεση της. Σημαντικό ρόλο παίζει βέβαια η ταυτόχρονη παρουσία του με τον Μίροτιτς έναντι του οποίου λειτουργεί βοηθητικά προσπαθώντας κυρίως να τον βρει εντός του ζωγραφιστού. Το πολύ βασικό στην υπόθεση είναι ο ρόλος που του έχει ανατεθεί και που δεν του ζητάει να οδηγηθεί τόσο πολύ σε εκτέλεση, ειδικά με ομάδες που δεν τον οδηγούν σε αυτήν. Στην τελική δεν είναι ο ηγέτης αυτού του συνόλου.
Αν η άμυνα λειτουργήσει αφελώς, τότε ο Νικ είναι ικανός να τη διαλύσει παίζοντας σταθερά στα όρια του triple double ως ένα ελιτ αμυντικό γκαρντ που είναι με μέγεθος πηγαίνοντας και στο ριμπάουντ. Όταν όμως η άμυνα αποφασίσει να του δώσει χώρο για να εκτελέσει τότε το θέαμα μπορεί να είναι πραγματικά κακό, εώς στενάχωρο.
Στην πραγματικότητα όλα ορίζονται από το ότι ο Νικ δε μπορεί να είναι καλός no matter what καθώς δε μπορεί να νικήσει αυτού του είδους την άμυνα –με τις εξαιρέσεις να έχουν υπάρξει μέσα στα χρόνια και να καταδεικνύουν ακριβώς το μέγεθος της διαφοράς που θα έκανε αν ήταν εκτελεστικά επαρκής. Όλη η ιστορία με το τι επιλέγεις να κάνεις στην αντιμετώπιση στον Νικ όσον αφορα το σκριν ψηλά φαίνεται στην αλληλουχία φάσεων του ματς με την Εφες που στις δύο πρώτες φορές πηγαίνει over the screen ο αμυντικός (παρά τις φωνές του Αταμάν) και στην τρίτη που πάει under the screen.
Το γεγονός τώρα ότι η Μπαρτσελόνα επιλέγει να πάει τόσο πολύ σε εκτελέσεις μέσα από το ζωγραφιστό με τον Νικ να δίνει την απευθείας εισαγωγική -κάτι που είναι ίσως ο καλύτερος στην Ευρώπη- ή να καταλήγει εκεί μέσω ‘’τριγώνων’’ ενέχει σε μεγάλο βαθμό την πιθανότητα να υπάρξει αντιμετώπιση ανάλογη αυτής που έλαβε από τους Μπαρτζώκα και Σφαιρόπουλο στα δύο ματς εντός έδρας. Να υπενθυμίσουμε εδώ την περίπτωση των ελληνικών τελικών του ’17, με τον Τσάβι τότε να έχει τον Νικ στη δυνατή πλευρά να δίνει την εισαγωγική στον Μπουρούση και να κολλάει το σύμπαν. Από τη στιγμή που αποφάσισε να στείλει τον Σίνγκλετον στον ρόλο του πασέρ έγινε πολύ πιο efficient η συγκεκριμένη δράση.
Ο coach Μπαρτζώκας επέλεξε να στείλει στον Καλάθη έναν παίχτη με μέγεθος και αμυντικό φίλτρο (Παπανικολάου) με διπλό σκοπό. Αφενός να δυσκολέψει τις πάσες -σε συνδυασμό πάντα με την υπόλοιπη αμυντική λειτουργία, κυρίως στα φτερά- και αφετέρου να υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο κορμί στο νταμπλ τιμ πάνω στο Μιροτιτς που θα δοθεί από τον παίχτη που μαρκάρει τον Νικ, μη φοβούμενος προφανώς την εκτέλεση του, όπως βλέπουμε και στα παρακάτω βίντεο.
Το περίεργο τώρα της υπόθεσης είναι το εξής. Στο ματς με τη Μακάμπι παρατηρήθηκε πάλι νταμπλ τιμ στον Μίροτιτς με τον Σαρας να δηλώνει στο ημίχρονο πως ‘’πρέπει να δούμε πως θα αντιμετωπίσουμε το switch all των αμυνών και το ότι οι καλοί μας παίχτες θα αντιμετωπίσουν νταμπλ τιμ, όπως και το ότι πρέπει να βάλουμε τους παίχτες μας στις σωστές θέσεις και να τιμωρήσουμε τα mismatch’’ , κάτι που το είχε ξαναδεί να συμβαίνει σε προηγούμενο – και σχετικά κοντινό χρονικά – ματς.
Ας δούμε καταρχάς και εδώ ποιά ήταν η αντιμετώπιση του Σφαιρόπουλου.
Το θέμα τώρα γυρνάει ξανά στη φιλοσοφία του Σάρας και στα καλά και κακά που προκύπτουν από αυτή.
Όσο ήταν στη Ζαλγκίρις, ακόμα και στην καλύτερή του χρονιά, οι αντίπαλοι που κατάφεραν να τη ζορίσουν πολύ ήταν αυτοί που την οδηγούσαν σε ατομικές ενέργειες. Χαρακτηριστικά, στον ημιτελικό του Final Four με αντίπαλο τον Ζοτς η Ζαλγκίρις κράτησε όσο την πήγε ο Πάνγκος, σε ένα ματς που θύμιζε περισσότερο κατς παρά μπάσκετ. Το σχετικά ειρωνικό της υπόθεσης είναι πως αυτός που το καθαρίζει είναι ο Ντίξον με απολύτως προσωπικές φάσεις, ενδεικτικό και της ευελιξίας σκέψης του Ζοτς.
Από κει και πέρα το βασικό πρόβλημα αυτή τη στιγμή στη Μπαρτσελόνα είναι η έλλειψη προσωπικής φάσης μιας και κατά το κοινώς λεγόμενο ‘’τους το έχει κομμένο’’, με την προσθήκη του Βέστερμαν να μη βοηθάει πολύ προς αυτή την κατεύθυνση. Επίσης ο πιο ‘’τέτοιος’’ παίχτης είναι ο Χιγκινς, ο οποίος ναι μεν έχει πάρει περισσότερες μπάλες τον τελευταίο καιρό αλλά και πάλι δεν είναι ο παίχτης που θα τις πάρει σε τόση συνέχεια, καθώς ας μην ξεχνάμε και το πλαίσιο που είναι ενταγμένος. Από την άλλη ο Μίροτιτς μπορεί να είναι όσο καλός λέμε αλλά ας μην ξεχνάμε ότι είναι ‘’4’’ και στις περιπτώσεις που θα ντουμπλαριστει δεν είναι ο Μαρκ Γκασόλ που θα βρει τη σωστή πάσα όπως και να χει.
Λείπει ο παίχτης που θα παίξει στοχευμένα ISO σε συνέχεια. Πχ πέρυσι με την παρουσία των Μίροτις- Ντέιβις στη ρακέτα ήταν αρκετές οι φορές που ο Ντιλέινι ξελάσπωσε την ομάδα του, με πολύ χαρακτηριστικό το ματς μέσα στη Φενερ όπου για να μπεις προς τα μέσα έπρεπε να κάνεις αίτηση και να ήσουν παράλληλα τυχερός μη σπάσεις κανα χέρι.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ντιλέινι πέρυσι εκτέλεσε διπλάσια τρίποντα από δίποντα, έχοντας ωστόσο ένα πολύ καλό 40% από εκεί.
Επίσης για ομάδα που παίζει τόσο ”ελεγχόμενα” είναι σχεδόν αδιανόητο το γεγονός οτι είναι τόσο ψηλά στη λιστα με τα περισσότερα λάθη, ενδεικτικά η Κίμκι έχει ελάχιστα λιγότερα κατά μέσο όρο.
Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι πολύ συγκεκριμένο. Θα μπορεί ο Σάρας να βγάζει σε καταστάσεις μεγάλων και σκληρών ματς συνεχώς καλά σουτ από τα φτερά ή να εισάγει τη μπάλα στο ζωγραφιστό με ασφάλεια και να έχει μονίμως επιτυχημένες εκτελέσεις από εκεί;
Αν το καταφέρει δε βλέπω τρόπο να χάσει την Κούπα καθώς σε συνδυασμό με την εξαιρετική άμυνα που παίζει –πρώτη σταθερά σε DRAT στην Ευρωλίγκα- δε θα υπάρξει κανένας να τη σταματήσει.
Απαντώντας τώρα στο αρχικό ερώτημα και το κατά πόσο ο Σάρας παίζει αυτή τη στιγμή το μπάσκετ της Ζαλγκίρις, η απάντηση είναι όχι. Ναι μεν μοιάζουν σε φιλοσοφία καθώς είναι αμφότερα πλήρως προπονητοκεντρικά αλλά αυτή τη στιγμή η επίθεση της Μπάρτσα δεν έχει σε καμία περίπτωση την αρμονία εκείνης της Ζαλγκίρις.
Δε θεωρώ τυχαίο ότι ο Σάρας πήρε ακόμα ένα δικό του παιδί που θα είναι απολύτως ταγμένος στο σύστημά του (Βεστερμαν) όπως επίσης και το ότι χρησιμοποιεί αρκετά παιδιά μη-σταρ όπως ο Σμιτς, ο Μαρτινεζ ή ακόμα και ο Μπολμάρο (που προσωπικά μ’αρέσει αρκετά ως παίχτης). Για να παίξεις το μπάσκετ της Ζαλγκίρις πρέπει πέραν των skills να είσαι και αναλόγως unselfish, κάτι που στο ανώτατο επίπεδο είναι δύσκολο και ο Σάρας δεν είναι -ακόμη- Ζοτς ή Ποποβιτς.
Η Μπαρτσα βασίζεται σε μια heavy post offense με μερικές off ball δράσεις στα φτερά που λόγω συγκεκριμένων εκτελεστικών ελλείψεων στις τάξεις των βασικών χειριστών (Καλάθης-Χανγκά) σε συνδυασμό με την έλλειψη παιχτών με στοχευμένο ISO παιχνίδι την έχουν οδηγήσει σε έναν πολύ μέτριο, βάσει της πραγματικής αξίας της, πρώτο γύρο.
Στην αρχή της χρονιάς που δεν έπαιζε καλά παρά το γεγονός ότι κέρδιζε, ήταν πολλοί αυτοί που έλεγαν πως ‘’πρέπει να περιμένουμε τον Φλεβάρη γιατί τότε φορμάρονται οι ομάδες του Σάρας’’, κάτι που γενικά είναι λογικό για όλες τις ομάδες.
Όταν βέβαια κάπου στη μέση του 1ου γύρου άρχισε να μοιράζει τριαντάρες, όλες αυτές οι φωνές για ‘’βελτίωση αργότερα’’ πήγαν περίπατο, μιας και οι εμφανίσεις της ομάδας ήταν όντως καλές και όντως άξιζαν το ανάλογο praise.
Η απόφαση όμως του Σάρας για αποπομπή του Ερτέλ τον οδήγησε σε μια μονομέρεια όσον αφορά το πλάνο του, μιας και δεν υπάρχει άσος με διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά του Καλάθη για να τρέξει την ομάδα και να επιφέρει τις ανάλογες προσαρμογές στις αντίπαλες άμυνες.
Η προσθήκη Βέστερμαν κινείται πάνω κάτω στην ίδια λογική και δε θεωρώ πως ο Γάλλος έχει την προσωπικότητα να τραβήξει την επίθεση της Μπαρτσελόνα κατά πολύ και να αλλάξει δεδομένα που θα υπάρχουν με Νικ εντός. Το ίδιο πάνω-κάτω ισχύει και με τον Χανγκά.
Αυτά για τη Μπαρτσελόνα. Συμπερασματικά θα πω πως έχει τόση ποιότητα (και σε πάγκο και στο παρκέ) που στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Μπάσκετ είναι πολύ μεγάλη η πιθανότητα να αποδειχθεί αρκετό. Ας μη λησμονούμε πως η αμυντική επάρκεια είναι πολύ βασική στην κατάκτηση Τίτλων, με τη Μπαρτσελόνα να είναι ικανή να παρουσιάσει ένα αμυντικό τέρας.
Γενικότερα ωστόσο θα πω πως η φάση του Σάρας όσον αφορά την κατεύθυνσή του ως προπονητής μου θυμίζει εκείνη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουλιανού, γνωστού και ως Παραβάτη που προσπαθούσε σε ένα πολύ διαφορετικό καινούριο πλαίσιο να επαναφέρει την Παλιά Θρησκεία. Τα ψιλοκατάφερε για 1-2 χρόνια αλλά το ποτάμι δε γυρνούσε πίσω μιας και ο ‘’ο Φοίβος δεν έχει πια καλύβι’’.
Εν προκειμένω βέβαια -και εν αντιθέσει με το τότε rivalry- ο ‘’συντηρητισμός’’ βρίσκεται περισσότερο προς το μέρος της μπασκετικής ‘’Παλιάς Θρησκείας’’ όπου υπάρχει ο ένας ‘’θεός’’ σε αντίθεση με την ‘’Νέα’’ που υπάρχουν πολλοί.
Ίσως και κανένας.
CSKA Moscow

Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο coach Ιτούδης τρέχει σε συνέχεια εδώ και χρόνια την πιο παραγωγική επίθεση της Λίγκας σε απόλυτο αριθμό πόντων. Ως αποτέλεσμα αυτού είχε την τύχη να σηκώσει την Κούπα 2 φορές στα τελευταία 4 χρόνια. Και το έκανε με στυλ.
Μετά την τελευταία κατάκτηση το ’19 αποφασίζει να πάει σε ένα τύποις rebuild. Ως εκ τούτου, αποφασίζει να μη συνεχίσει τη συνεργασία με το πολύ μεγάλο μέρος του κορμού χρόνων, με αποτέλεσμα οι ΝτεΚολό, Τσάτσο, Χίγκινς, Χάντερ να συνεχίσουν αλλού την καριέρα τους – μη μπορώντας να αποδώσουν μέχρι στιγμής ότι απέδιδαν υπό τις οδηγίες του έλληνα προπονητή.
Ο μοναδικός που παραμένει από τους ‘’σταρ’’ ήταν ο MVP του F4 Will Clyburn με τον ίδιο τον coach να λέει πως θέλει να ‘’χτίσει’’ γύρω από αυτόν.
Παρένθεση.
Κατά τη διάρκεια των σεζόν από το ‘16 και έπειτα μου δινόταν η εντύπωση πως ο coach προσπαθεί να κάνει μια ‘’προεργασία’’ για πιθανή μετακίνηση του στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Είναι γεγονός ότι έχει σχέσεις με το ΝΒΑ καθώς έχει παρευρεθεί αρκετές φορές τα καλοκαίρια και ειδικά με το Detroit διατηρεί επαφές, με τη φημολογία κάποτε να λέει πως θα μετακινούταν στο προπονητικό επιτελείο των Pistons.
Ο τρόπος δε που κινείται προπονητικά έχοντας μια ροπή στην προσωπική φάση αποκτώντας παίχτες που μπορούν να είναι καλοί σε αυτό, ως παράλληλα ικανοί όμως να ανταπεξέλθουν σε βασικές αρχές του αθλήματος σε ομαδικό επίπεδο όπως τις αντιλαμβανόμαστε στην Ευρώπη, είναι ενδεικτικός αυτού που συζητάμε.
Κλείσιμο παρένθεσης.
Ακόμη θυμάμαι τον ημιτελικό του 18 με τη Ρεάλ, όπου ο coach πάει all in στον –πιο άγουρο τότε- Κλάιμπερν όσον αφορά μεγάλο αριθμό κατοχών στο τέλος, με άσχημο όμως αποτέλεσμα μιας και ο αμερικανός έβρισκε πάνω σε τοίχους και συνεπώς να αποκλειστεί.
Παρόλα αυτά την επόμενη χρονιά και με την προσθήκη του Χάκετ που προσέδωσε μεγαλύτερη αμυντική επάρκεια και grit στο σύνολο της ΤΣΣΚΑ, τη σταδιακή βελτίωση του Χίγκινς (που πρέπει να θεωρείται προσωπική επιτυχία του κοουτς ως προς το επίπεδο που έχει φτάσει σαν παίχτης), την απόλυτη επιθετική αρτιότητα των ΝτεΚολό και Τσάτσο συν το peak της βελτίωσης που έπιασε ο Κλάιμπερν στο F4 παίζοντας ως ο καλύτερος two-way παίχτης της διοργάνωσης, κατακτάει ξανά την Ευρωλίγκα.
Το καλοκαίρι τώρα που ακολουθεί μετά από όλο αυτό, κάπου στη Βόρεια Ιταλία, στην πρωτεύουσα της Λομβαρδίας συγκεκριμένα, αναλαμβάνει στην Αρμάνι προπονητής/GM ο Ετόρε Μεσίνα μετά από πολυετή παρουσία στο ΝΒΑ δίπλα σε έναν από τους μεγαλύτερους προπονητές όλων των εποχών.
Μία από τις πρώτες αποφάσεις του Μεσίνα ήταν να αποδεσμεύσει τον Μάικ Τζέημς ενώ είχε ήδη συμβόλαιο ύψους 1,9m δολαρίων. Μετά από ένα σήριαλ μιας-δυο ημερών μετά την ανακοίνωση της επιθυμίας του Μεσίνα και αφού έχει υπάρξει επιθυμία του ίδιου του παίχτη να παίξει στον Παναθηναϊκό με το μεγαλύτερο μέρος του συμβολαίου πληρωμένου από την Αρμάνι, ο παίχτης ανακοινώνεται με συνοπτικές διαδικασίες από την ΤΣΣΚΑ.
Να σημειώσουμε εδώ πως ο Μαικ δεν έπαιξε τελικά στον PAO BC(σχεδόν τζάμπα, η ομάδα θα έδινε στον παίχτη ένα ποσό της τάξης των 200-250k) λόγω άσκησης βέτο από τον coach Πεδουλάκη. Ναι, ξέρω…
Επειδή πολλά ακούστηκαν τότε για το πώς, γιατί, τι ρόλο θα είχε ο Μάικ στην ΤΣΣΚΑ κλπ καλό είναι να παραθέσουμε για το θέμα κάποια λόγια του έλληνα assistant coach της ομάδας Ανδρέα Πιστιόλη και να πάμε παρακάτω. Σε μια συνέντευξη στο SDNA στις 3 Απριλίου πέρυσι και στην ερώτηση του κατά πόσο έχουν αλλάξει τα κριτήρια που επιλέγουν παίχτες, o coach απαντάει τα εξής.
«Όσο περνάν τα χρόνια το μπάσκετ γίνεται όλο και περισσότερο εξαρτώμενο από τα αθλητικά προσόντα. Αν υπήρχαν παίκτες όπως ο Παπαλουκάς, Διαμαντίδης και Ζήσης ίσως να επιλέγαμε αυτούς αλλά πλέον δεν υπάρχουν τέτοιοι παίκτες. Οπότε πάμε σε επιλογές όπως ο Τζέιμς. Αναγκάζεσαι να ακολουθείς αυτό το μοντέλο, διαλέγεις τους καλύτερους παίκτες».
Από κει και πέρα υπογράφει πέρυσι ο Κώστας Κουφός, ο Ρον Μπέικερ, ο Στρέλνιεκς, ο Χιλιαρντ και ο Βοιτμαν πηγαίνοντας έτσι σε ολικό λιφτινγκ. Η σεζόν ξεκινάει με τον Ιτούδη να δείχνει από νωρίς τις προθέσεις του για το πώς σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τους Τζέημς-Κλάιμπερν βάζοντας τους αρκετές φορές να παίξουν μαζί σε μια πιο ‘’αθλητική’’ πεντάδα. Μέχρι που έχουμε το εξαιρετικά ατυχές συμβάν του τραυματισμού του Κλάιμπερν που τον αφήνει εκτός για όλη τη χρονιά.
Μετά από αυτό, ο Μάικ αναλαμβάνει σχεδόν εξ ολοκλήρου το βάρος της επίθεσης της ΤΣΣΚΑ μιας και σε συνδυασμό με τον τραυματισμό του Κλάιμπερν, οι Μπέικερ και Κουφός δε στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων (sic), o Χάκετ και ο Στρέλνιεκς είναι εκ φύσεως συμπληρωματικοί παίχτες και ο Χίλιαρντ ήταν αυτός που εκνεύριζε περισσότερο τον κοουτς βάζοντας τον στον πάγο κιόλας σε κάποια ματς, αναγκαζόμενος τότε κιόλας να αναλάβει ρόλο για τον οποίο δεν είχε αποκτηθεί. Όπως γίνεται κατανοητό το ντόμινο που επέφερε ο τραυματισμός Κλαιμπερν είχε impact σε όλη την ομάδα.
Μπορεί να ειπωθεί εδώ πως οι μόνοι παίχτες που ανταπεξήλθαν και κατουσίαν κουβάλησαν την ΤΣΣΚΑ πέρυσι ήταν οι Τζέημς και Χάκετ, με τους Χιλιαρντ και Βόιτμαν να είναι σε διαδικασία εγκλιματισμού στο καινούριο τοπ επίπεδο και απαιτήσεις.
Το πόσο ‘’μονόπατα’’ πήγε ο Ιτούδης στην περσινή επίθεση της ομάδας (παρά την ύπαρξη πολλών plays που είχαν συνολική ομαδική λειτουργία) καταδεικνύεται από το τεράστιο usg% του Τζέημς σε σχέση και με αυτό στην Αρμάνι και με αυτό των υπολοίπων. Ενδεικτικά στην Αρμάνι είχε 28,3 ενώ στην ΤΣΣΚΑ πέρυσι είχε 33,2(!) με τον αμέσως επόμενο παίχτη να έχει 7+ μονάδες κάτω.
Σε μια ομάδα όμως που δεν υπήρχε όμως άλλο σημείο αναφοράς, με τον αμερικανό να είναι ο μοναδικός παίχτης πρώτης γραμμής που ανταποκρίθηκε πλήρως στο ρόλο του το αποτέλεσμα κρίνεται εώς και αναμενόμενο με την ΤΣΣΚΑ να είναι τέταρτη στη βαθμολογία τη στιγμή της διακοπής.
Ως αποτέλεσμα τώρα αυτής της παρουσίας του Τζέημς, ο παίχτης αναταμείφθηκε από τον προπονητή και το κλαμπ με ένα νέο πλουσιοπάροχο 3ετές συμβόλαιο. Αλλά δεν ήταν ο μόνος που υπέγραψε τέτοιο.
Όπως και να χει είναι σαφές πως η ΤΣΣΚΑ είναι ένας πολυ εύρωστος οργανισμός και ως εκ τούτου το περσινό έλλειμμα σε πληθώρα παιχτών πρώτης γραμμής ήταν σχετικά αφύσικο. Έτσι, το καλοκαίρι που μας πέρασε έγιναν κάτοικοι Μόσχας και οι Μιλουτίνοφ – Σενγκέλια.

Να πω την αλήθεια θεωρούσα πως σε αυτό το πλαίσιο μπάσκετ του κόουτς, το καλύτερο φιτ ήταν ο Σινγκλετον λόγω του συνδυασμού ελιτ rebounding και αναλόγως καλού σουτ, αυτό που χρειάζεσαι δηλαδη στην επίθεση για να ανοίγεις χώρους για τους Τζεημς και Κλάιμπερν, παίχτες που έχουν πολύ ανεπτυγμένη τη δυνατότητα του slashing. Παρά την περσινή βελτίωσή του στο κομμάτι του σουτ, ο Γεωργιανός δεν είναι σταθερός απο εκεί (μέχρι τώρα φέτος εκτελεί με το πολύ κακό 27,9%) και η αλήθεια είναι πως αυτό είναι πάντα ένα πρόβλημα, ειδικά στο σύγχρονο τρόπο παιχνιδιού που απαιτεί απο τους παίχτες που αγωνίζονται στη θέση 4 εναν stretch χαρακτήρα.
Από την άλλη όμως ο Σενγκέλια είναι ”ταύρος”. Είναι τρομερά δυνατός σωματικά που σε συνδυασμό με την τεχνική αρτιότητα του στο post up, έχουμε ένα αποτέλεσμα που δίνει περαιτέρω οντότητα στη ρακέτα της ΤΣΣΚΑ. Επίσης έχει ανεπτυγμένη ικανότητα στο positioning, κάτι που βοηθάει πολυ στο θέμα ριμπαουντ. Ο Σενγκέλια σπρώχνεται πολύ δύσκολα στη ρακέτα, έχοντας παράλληλα και μέγεθος.
Προσπαθώντας να δω λίγο παραπέρα όσον αφορά την απόκτηση του και το κατά πόσο ”φιτ” είναι, θεώρησα πως ο Ιτούδης πέραν του γεγονότος οτι με την παρουσία του Σενγκέλια κάνει το ζωγραφιστό του απαγορευμένη ζώνη, τον απέκτησε (και) λόγω του οτι είναι το μοναδικό πραγματικό αντίπαλο δέος του Μίροτιτς σε post up δράσεις. Είναι δύσκολο να μην έχει σκεφτεί ο έλληνας κοουτς την περίπτωση συναπαντήματος με τη Μπαρτσελόνα στην post season και κυρίως στο F4 και να μην έχει κάνει καμία κίνηση ως προς αυτό. Ο Τόκο έδειξε πέρυσι πως στέκεται πολύ καλά απέναντι στον πιο ποιοτικό παίχτη της διοργάνωσης, ή τουλάχιστον σε αυτόν με το μεγαλύτερο ταβάνι και κάτι τέτοιο ίσως χρειαστεί κάποια στιγμή να επαναληφθεί.
Μιας και μιλήσαμε για ριμπάουντ όμως και ως προς την απόκτηση του Μιλουτίνοφ, το ερώτημα που προέκυψε ήταν σχεδόν αυτόματο.
Τί θα μπορούσε να συμβεί όταν στην καλύτερη rebounding team της προηγούμενης σεζόν προσθέτεις τον καλύτερο rebounder της λίγκας;
Θεωρώ πως έχουμε πάρει ήδη την απάντηση στα τελευταία ματς που έκανε ο Σέρβος, όπου και συνέτριψε το ρεκόρ επιθετικών ριμπάουντ και είχε 5 συνεχόμενα παιχνίδια με νταμπλ-νταμπλ. Άποψη μου είναι πως πέραν των Τζέημς-Κλαιμπερν που είναι πυρηνικά όπλα στην επίθεση, του Σενγκέλια με το overall παιχνίδι του καθώς πέραν των στοιχείων του που αναλύθηκαν πριν είναι και πολύ καλός δημιουργός, το ”κρυφό” (οκ, ναι) όπλο του Ιτούδη είναι ο Μιλουτίνοφ.
Στο μπάσκετ των πολλών κατοχών της ΤΣΣΚΑ (πρώτη σε possessions spent με 85,2 ανά ματς στον πρωτο γύρο) όπου θα πας αναμενόμενα και σε πολλές εκτελέσεις, απόρροια της παρουσίας παιχτών που παίρνουν (και θέλουν γενικά) αρκετές προσπάθειες, το θέμα “ριμπάουντ” και δη “επιθετικό ριμπάουντ” είναι υψίστης σημασίας. Βασικά να πω πως βλέποντας τον τρόπο που δουλεύει η ΤΣΣΚΑ στο ριμπάουντ πέρυσι και φέτος, θεωρώ πως ο Tom Izzo θα αισθανόταν περήφανος, σε φάση αισθάνομαι πως βλέπω να δουλεύονται δικά του drills.
Αυτή τη στιγμη οι ρώσοι είναι τρίτοι σε TRR%, πρώτοι σε απόλυτο αριθμό συνολικών και πρώτοι σε απόλυτο αριθμό επιθετικών ριμπάουντ με 13,4 ανα ματς. Ο δε Μιλουτίνοφ θυμίζει Ρόντμαν στα τελευταία ματς. Το positioning του και η αντίληψη του στο θέμα ριμπάουντ βρίσκονται σε all time great επίπεδα, πάντα για το πλαίσιο του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Στην τελική βέβαια δεν είναι τυχαίο οτι η ΤΣΣΚΑ άρχισε να τρομάζει κάνοντας 12 συνεχόμενες νίκες απο τη στιγμή που ο Σέρβος επανήλθε πλήρως μετά την περιπέτεια του με τον κορονοιο…
Η ομαδα της Μόσχας είναι στην πραγματικότητα μια εντελώς καινούρια ομάδα σε σχέση με πέρυσι καθώς είχαμε την είσοδο σε αυτήν 3 παιχτών πρωτης γραμμής με τους ρόλους να αλλάζουν άρδην, πλην φυσικά αυτού που είχει ο Μαικ Τζέημς.

Ο αμερικανός γκαρντ είναι ο μεγαλύτερος σταρ της διοργάνωσης (συνολικά ως παρουσία, όχι μόνο αγωνιστικά) και παίζει αυτή τη στιγμή ως ο MVP της Ευρωλίγκας γράφοντας 20,5 PPG με 51,6% στο δίποντο, 40% στο τρίποντο και 81,9% στις βολές. Δίνει 6,1 AST για 3,1 ΤΟ, μαζεύει και 3,5 ριμπάουντ έχοντας συνολικό PIR 21,6.
Είναι γεγονός όμως πως στην αρχή της χρονιάς η ΤΣΣΚΑ ψαχνόταν αρκετά. Όσο περίεργο και να ακούγεται, έχασε ματς από ομάδες σαν τον Ερυθρό Αστέρα και Άλμπα μιας και δε μπόρεσε να ελέγξει τα ριμπάουντ στο τέλος του αγώνα.
Επίσης πήρε καιρό στον Σενγκέλια να συνηθίσει στον πιο βοηθητικό ρόλο που έχει στη Μόσχα σε σύγκριση με αυτόν που είχε στη Μπασκόνια όπου ήταν ο φυσικός ηγέτης της και παίρνοντας πολλές μπάλες (διαχειριζόταν το 1/5 των κατοχών της και ήταν αυτός με το μεγαλύτερο usg%). Στην ΤΣΣΚΑ του ζητήθηκαν μέχρι στιγμής συγκεκριμένα πράγματα, με κυριότερο τη δράση από το post, από όπου συνήθως τελειώνει ή πασάρει όντας έτσι τρίτος σε κατοχές πίσω από τους δύο αμερικανούς.
Η αναποτελεσματικότητα του ωστόσο στην επίθεση(μαζί με την έλλειψη του Μιλου λογω κορονοιού) είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη ισορροπίας. Αυτοί που διαχειρίζονταν τον κυρίως όγκο των προσπαθειών ήταν οι Τζέημς-Κλάιμπερν με την άμυνα ωστόσο να μην είναι στο επίπεδο που ήθελε ο κοουτς. Έτσι ακόμα και οι νίκες ήταν οριακές και χρειάστηκαν heroics των δύο γνωστών για να επιτευχθούν, όπως επίσης και οι ήττες ήταν ανάλογες, πλην αυτή της πρώτης αγωνιστικής μέσα στη Μπαρτσελόνα.
Μέχρι που είχαμε το συμβάν του Τζέημς με τον Ιτούδη μετά το ματς με την Κιμκι για τη VTB και την μετέπειτα απουσία του από το ματς με τη Μπασκόνια. Οι πληροφορίες που έβγαιναν (από ελληνικά σάιτ και δημοσιογράφους) έκαναν λόγο για ‘’πειθαρχικό παράπτωμα’’ με συνέπειες που μπορούσαν να φτάσουν μέχρι και τη διακοπή συμβολαίου (!) στον Μάικ κλπ.
Ό,τι και να ισχύει σε σχέση με το συμβάν, η αλήθεια είναι ότι ο Τζέημς από το επόμενο ματς με τη Ζαλγκίρις μέχρι σήμερα παίζει σε μια ταχύτητα πάνω από όλο το υπόλοιπο ευρωπαικό μπάσκετ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έχουμε δει buzzer beater τρίποντα με δύο αντιπάλους πάνω του, τρομερές πάσες πάνω σε κίνηση, τρίποντα από το logo όπως αυτά που βλέπουμε στο ΝΒΑ από Lillard και σια και το κυριότερο σωστές αποφάσεις σε συνέχεια. Ως κερασάκι σε αυτό το πράγμα βάλτε και την παρουσία αυξημένου αμυντικού effort (όχι πως ήταν αδιάφορος ποτέ, απλώς τώρα βλέπεις περισσότερο πάθος σε αυτό).

Ωστόσο θα επιμείνω στη σημασία της παρουσίας του Μιλουτίνοφ, σε συνδυασμό με την παρουσία του Σενγκελια. Για παίχτες όπως ο Μαικ και ο Κλαιμπερν που θα πάρουν προσπάθειες συνολικά μιας και με τόσο αυξημένο επιθετικό skillset θα ήταν ηλιθιότητα να προσπαθήσεις να τους ‘’ευνουχίσεις’’, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει η γνώση της ύπαρξης ενός κάτω από το καλάθι που είναι ικανός να αρπάξει τη μπάλα με όποιο τρόπο υπάρχει σε περίπτωση αστοχίας.
Δε θεωρώ τυχαίο πως η κατακόρυφη άνοδος και των δύο ήρθε την ίδια στιγμή. Από τη στιγμή της επαναφοράς του Μιλουτίνοφ κανονικά στην ομάδα, η ΤΣΣΚΑ απέκτησε μεγαλύτερη ισορροπία στις εκτελέσεις καθώς συνεργάζονται πολύ καλά πλέον στο PnR, όπως επίσης βλέπουμε να λειτουργεί καλά και ως screener ψηλά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κάνει ο Κλάιμπερν μισό βήμα πίσω.
Ο οποίος Κλάιμπερν να πούμε πως είναι μάλλον ο καλύτερος two-way παίχτης στη Λιγκα, ειδικά από τη στιγμή που φαίνεται να σταθεροποιεί το τρίποντο. Επίσης είναι ίσως και ο πιο ISO παίχτης στη διοργάνωση -δεν τη δίνει από το αριστερό στο δεξί βασικά, λολ. Είναι πάρα πολλές οι φορές που θα πάρει τη μπάλα και αφού έχουν φροντίσει όλοι οι υπόλοιποι να του ανοίξουν χώρο, θα πάει να επιτεθεί στο καλάθι –είτε με πρόσωπο είτε με πλάτη, μιας και είναι απολύτως επαρκής και στα δύο. Η αλήθεια είναι όμως ότι μετά τον περσινό τραυματισμό έχει χάσει σε έκρηξη, κάτι που δυστυχώς είναι αναμενόμενο μετά από αχίλλειο, καθώς υπάρχει και ο φόβος του ίδιου του παίχτη, όποιος και αν είναι αυτός.
Κάτι τελευταίο τώρα για τον συγκεκριμένο. Η παρουσία του και μόνο είναι απαραίτητη για την πιο εύρυθμη λειτουργία του Μαικ Τζέημς. Έχω την αίσθηση πως όταν λείπει ο Κλαιμπερν και παρά την άνοδο των Μιλουτίνοφ-Σενγκέλια, ο Μάικ αναγκάζεται να παίρνει πολύ μεγαλύτερο όγκο προσπαθειών ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει πως πρέπει να κάνει. Στην πραγματικότητα και βλέποντας τη γλώσσα του σώματος, μόνο τον Κλαιμπερν αναγνωρίζει ως ‘’ίσο’’ στο θέμα χειρισμού της μπάλας. Είναι πολλές οι φορές που με το που δίνει τη μπάλα στον Κλάιμπερν προσπαθεί να βάλει τους υπολοίπους στις σωστές θέσεις που πρέπει να έχουν στο παρκέ για να σολάρει ο αμερικανός φόργουορντ.
Από κει και πέρα η ΤΣΣΚΑ παίζει το πιο ‘’Δυτικό’’ μπάσκετ που παίζει ομάδα της Ευρωλίγκας.
Το πιο βασικό στην όλη ιστορία είναι ο σαφής καταμερισμός ρόλων. Υπάρχουν κανονικοί starters και 2nd unit στα πρότυπα του ΝΒΑ. Ο ρόλος των 4ων είναι σαφής σε σχέση με τον πιο βοηθητικό των Βόιτμαν, Στρέλνιεκς, Κουρμπάνοφ, Μπολομπόι, όπως επίσης και των Χάκετ και Χίλιαρντ που έχουν πιο αναβαθμισμένο ρόλο από τους προαναφερθέντες και χρησιμοποιούνται αυστηρά ως παίχτες ρόλων. Και το κάνουν καλά. Ειδικά ο Χάκετ έχει αρπάξει από τα μαλλιά την ευκαιρία των πιο ανοιχτών χώρων που του προσφέρει το σύνηθες ντουμπλάρισμα πάνω στον Τζέημς, με αποτέλεσμα να έχει βελτιώσει τρομακτικά το τρίποντό του, εκτελώντας τα δύο τελευταία χρόνια με τα καλύτερα ποσοστά της καριέρας του (44,2% περυσι και 49% φέτος). Ο Χίλιαρντ πρέπει να βάζει σε συνέχεια τα σουτ που ‘’πρέπει’’. Φέτος εμφανίζεται καλύτερος σε αυτό παρά το χειρότερο ποσοστό του από το τρίποντο. Το ξέρω πως ακούγεται σχετικά οξύμωρο, αλλά συνέβη αρκετές φορές πέρυσι αυτό το πράγμα. Είναι όμως σε διαδικασία βελτίωσης.

Κατά τ’ άλλα ο coach έχει χρησιμοποιήσει αρκετές φορές 4 out-1in επιθέσεις με τον Μιλουτίνοφ να ανεβαίνει ψηλά για σκριν και να ανοίγει τους χώρους εντελώς. Αρκετό PnR και φυσικά διαμόρφωση συνθηκών για σωστό ISO παιχνίδι. Η ΤΣΣΚΑ ψάχνει πολλές φορές την αδύνατη πλευρά με τα ποσοστά των παιχτών από το τρίποντο να βελτιώνονται όσο προχωράμε στη χρονιά, όπως επίσης και αρκετά floppy για τον Χιλιαρντ. Tα post up από Σενγκέλια (εκκινούμενος συνήθως από ψηλά αριστερά) και Μιλουτίνοφ είναι κάτι που επίσης βλέπουμε συχνά.
Όσον αφορά την άμυνα ο coach έχει φροντίσει να γεμίσει τη ρακέτα με ψηλούς-δέντρα και στην περιφέρεια η ύπαρξη των Χάκετ, Χίλιαρντ, Κουρμπάνωφ, Κλάιμπερν εγγυάται πάντα καλή περιφερειακή άμυνα. Ο συνδυασμός μεγέθους και ταχύτητας του δίνει την ευκαιρία να πάει σε στοχευμένες αλλαγές πίσω, κυρίως με triple-switch. Από τη στιγμή κιόλας που ο Μάικ δεν αποτελεί liability στην άμυνα στην περιφέρεια, η αρκούδα μπορεί να παρουσιάσει ένα solid αμυντικό πρόσωπο που τη βοηθάει να πηγαίνει στο transition αρκετά συχνά (σημαντικό σε αυτό το θεμα rebounding).
Συμπερασματικά τώρα να πούμε κάποια τελευταία πράγματα. Η ΤΣΣΚΑ είναι η καλύτερη ομάδα της Λίγκας μέχρι στιγμής παρουσιάζοντας επιθετικά ένα πρόσωπο που ξέρεις πως για να την κερδίσεις πρέπει να παίξεις κοντά στους 90 πόντους και αμυντικά παρουσιάζεται δυνατή οπότε ως εκ των πραγμάτων είναι δύσκολο να πιάσεις τέτοια επιθετική απόδοση που λέμε ως αντίπαλος.
Κανένας όμως δεν κέρδισε τον τίτλο από το Γενάρη, το θέμα είναι να παρουσιαστείς αναλόγως καλός την Άνοιξη. Επίσης η Ευρωλίγκα είναι μια διοργάνωση που συνήθως δεν την παίρνει ο πρώτος της regular season, με αυτό βέβαια να λέει πολλά για την ‘’αδικία’’ του συστήματος ανακήρυξης πρωταθλητή μέσω της διαδικασίας του Final Four. Προσωπική πάγια θέση εδώ και χρόνια είναι πως οφείλουμε να πάμε σε σειρά αγώνων στα πρότυπα του ΝΒΑ. Ναι ξέρω ότι δεν υπάρχει salary cap κλπ όπως και το ότι το Final Four έχει τη μαγεία του απρόβλεπτου, αλλά απλά δεν είναι δίκαιο προσπάθειες ολόκληρης χρονιάς να παίζονται σε ένα η δύο ματς εντός ενός τριημέρου τον Απρίλιο.
Ειδικά φέτος βλέποντας την ενδυνάμωση των Μπάρτσα-ΤΣΣΚΑ θα ήταν υπέροχο να βλέπαμε μια σειρά παιχνιδιών μεταξύ τους. Δεν πιστεύω ότι είναι θέμα πανδημίας αλλα είναι θέμα στρατηγικής επιλογής της Λίγκας να πάμε σε Final Four, για το οποίο καλό θα ήταν να στύψουν τα μυαλά τους και να βρουν τρόπο αλλαγής της διαδικασίας.
Από κει και πέρα επιστρέφοντας στην ΤΣΣΚΑ είναι σημαντικό για τον κοουτς Ιτούδη να διατηρήσει τη φλόγα και θεωρώ πως η ήττα από τη Μπασκόνια μετα από 12 συνεχόμενες νίκες θα λειτουργήσει ευεργετικά στο σύνολο. Βέβαια το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των παιχτών δεν έχει στεφτεί πρωταθλητής στην Ευρωλίγκα θα έπρεπε να αρκεί από μόνο του, απλώς συγκεκριμένα η Αρκούδα έχει πέσει πολλές φορές στην παγίδα της επανάπαυσης.
Αυτή τη στιγμή αγωνιστικά δεν υπάρχουν πολλά πράγματα προς βελτίωση, πέραν ίσως λίγο της περιφερειακής εκτέλεσης. Είναι μια ομάδα που παίζει εξίσου καλά σε όλων των ειδών τα τέμπο, είναι μια two-way team.
Όπως είπαμε όμως κάτι τέτοιο δε λέει κάτι για το πώς θα παρουσιαστεί η ομάδα τη στιγμή των Playoffs. Το προπονητικό σταφφ έχει την εμπειρία, οι παίχτες ωστόσο όχι.
Στην τελική έχουμε ακόμα ένα γύρο μπροστά μας για να δούμε το τι και πώς.
Καλή μας διασκέδαση!