Η ομορφιά της επιθετικότητας

Ο φετινός Παναθηναϊκός είναι αν μη τι άλλο μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.

Είναι τέτοια από πολλές απόψεις, κυρίως όσον αφορά το επίπεδο παρατήρησης της αγωνιστικής εξέλιξης συγκεκριμένων παιχτών που έχουν πάνω τους τη στάμπα του project, όπως και την ανταπόκρισή τους σε ζητούμενα που τους βγάζουν από τα προηγούμενα πιο safe νερά τους, με το ίδιο να ισχύει και για τον προπονητικό staff.

Η στάση του κόσμου απέναντι σε αυτό το εγχείρημα έχει επίσης το δικό της ενδιαφέρον. Το ζήτημα της ‘’στήριξης’’ έχει πολλές παραμέτρους τις οποίες αν κάνουμε πως δε βλέπουμε ή αντιλαμβανόμαστε οδηγούμαστε σε στρουθοκαμηλισμό.

Καταρχάς πρέπει να εξετάσουμε το πλαίσιο στο οποίο κινείται η όλη κατάσταση. Ο PAO BC είναι ένα από τα πιο απαιτητικά και αδηφάγα περιβάλλοντα στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Η γενικευμένη αντίληψη πως ήταν επί προεδρίας ΔΠΓ που η απαίτηση για διακρίσεις και τίτλους έγινε σχεδόν αδυσώπητη για τους πάσης φύσεως συμμετέχοντες , είναι λανθασμένη. Και είναι τέτοια επειδή αυτό το πράγμα προϋπήρχε.

Όποιος εξετάσει την προ Ζοτς εποχή, ειδικά από την περίοδο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όπου είχαμε την ανασυγκρότηση του Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού με πολύ εύρωστες διοικήσεις που είχαν ως συνέπεια μεταγραφές παιχτών από το ψηλότερο ράφι (το ότι ήρθε ο Ντομινίκ τότε στην Ελλάδα ή ότι ένας παίχτης με την πορεία του Ντράζεν τότε στο ΝΒΑ ήταν κλεισμένος για να έρθει να παίξει εδώ, είναι πράγματα που πλέον -για να το θέσω απλά- είναι αδύνατο να συμβούν) θα δει μια όχι ‘’καλή’’ αντίδραση σε αποτυχίες.

Ας αναλογιστούμε πως ο Μάλκοβιτς απολύθηκε στα μέσα της επόμενης χρονιάς από την πρώτη κατάκτηση του Πρωταθλητριών. Το ότι διέλυσε σχεδόν μια ομάδα και πήγε να κάνει καινούρια πράγματα με αποτέλεσμα να έχουμε συνεχόμενες ήττες δε συγχωρέθηκε από κανέναν, δε νομίζω να υπήρχε ούτε ένας που να στεναχωρήθηκε με την αποπομπή του Μπόζα τότε.

Ο ίδιος ο Ζοτς ήταν πολύ επισφαλής όσον αφορά την παραμονή του μετά το γνωστό σκηνικό με τον Αλβέρτη και το ‘’ή εγώ ή αυτός’’ που ακούστηκε τότε. Στην πρώτη χρονιά του. (Πάλι καλά που στέφθηκε Πρωταθλητής Ευρώπης εκείνη τη χρονιά και δε διέλυσε την ομάδα την επόμενη όπως είχε κάνει ο συμπατριώτης του λίγα χρόνια πριν).

Ως προς τα σκηνικά με Πιτίνο η άποψη μου αναλύθηκε ενδελεχώς εδώ για όποιον ενδιαφέρεται να τη δει.

Ποιος να το φανταζόταν: Αλβέρτης εναντίον «Ζοτς»! | Basket League &  Παναθηναϊκός | gazzetta.gr

Ερχόμενοι τώρα στο σήμερα οφείλει να ειπωθεί πως η κατάσταση είναι εντελώς πρωτόγνωρη και ζητείται από αυτό το περιβάλλον να αντιδράσει με έναν τρόπο που δεν του ‘’ζητήθηκε’’ ποτέ στο παρελθόν. Πόσο εύκολο είναι αυτό ;

Από τη μία είναι επιτακτική η ανάγκη να γίνει κατανοητό πως είναι τόσο ιδιαίτερη η κατάσταση που βιώνουμε λόγω της πανδημίας και της ταυτόχρονης μη ενεργής ενασχόλησης του ιδιοκτήτη με τα οικονομικά της ομάδας (κυρίως ως προς τα του αγωνιστικού μπατζετ). Αυτού του είδους η κατανόηση θα οδηγήσει στη συνειδητοποίηση του γιατί το ρόστερ δε βρίθει ποιότητας.

Από την άλλη όμως αυτό το πράγμα δε μπορεί να αποτελέσει μόνιμη δικαιολογία για επιλογές -που ακόμα και εντός αυτού του στενού οικονομικού πλαισίου- θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές. Όχι μόνο σε επίπεδο αγοράς παιχτών αλλά και επιλογών εντός των ίδιων των παιχνιδιών.

Επίσης όσο και να ζητείται υπομονή στα πλαίσια ενός process μοιάζει σχεδόν αδύνατο να πείσεις τον μέσο έλληνα οπαδό να αποδεχτεί μια διαδικασία που ενέχει πολλές και σκληρές ήττες. Αυτό το πλαίσιο προϋπάρχει της όποιας ιδιαιτερότητας του τωρινού πλαισίου που βιώνουμε και έχει να κάνει με την αθλητική παιδεία του λαού. Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές οφείλουμε να πούμε πως σε περίπτωση ύπαρξης τέτοιων ηττών,η ιστορία έχει αποδείξει πως το φαινόμενο της απαξίωσης κάνει συχνά-πυκνά την εμφάνισή του.

It is what it is όμως.

Οπότε καταλήγω πως οι νίκες είναι απαραίτητες, το αποτέλεσμα παίζει μεγάλο και τρομερά σημαντικό ρόλο στην οπτική των πραγμάτων.

Ας δούμε λοιπόν πως πάει το πράγμα με αφορμή το ματς στο Μιλάνο.

When victory is to survive and death is defeat

Αρμάνι Μιλάνο- Παναθηναϊκός 77-80: Ολική μεταμόρφωση και… διπλό!  (highlights) - Fosonline

Από την προηγούμενη φορά και το κείμενο με αφορμή το ματς με τη Φενερ έγιναν αρκετά πράγματα. Καταρχάς είχαμε τον ερχομό του Μακ για να αναλάβει τα καθήκοντα της πολύπαθης φέτος θέσης 1. Ο αμερικανός γκαρντ είναι μέχρι στιγμής περισσότερο ωφέλιμος από όσο ίσως αναμενόταν λόγω της σχετικά μακράς απουσίας του από τα παρκέ. Είναι ένας παίχτης που κατά το κοινώς λεγόμενο ‘’ξέρει μπασκετ’’. Ξέρει που και πώς να σταθεί μέσα στο γήπεδο, ξέρει τι να κάνει με τη μπάλα στα χέρια και τι χωρίς. Αυτό όμως που έχω δει σε τρομερή επάρκεια μέχρι στιγμής είναι το πολύ ανεπτυγμένο αμυντικό του ένστικτο. Οι αντιδράσεις του πίσω είναι εξαιρετικές, όχι μόνο σε καταστάσεις on ball άμυνας αλλά και όσον αφορά την ομαδική τέτοια.

Επίσης το καλό σουτ από στάση που φέρνει μαζί του ως skill (εν αντιθέσει αυτού μετά από ντρίμπλα) έχει δημιουργήσει και ένα τύποις safe play όταν ο Νεντοβιτς επιχειρεί κεντρικό drive/PNR βρίσκοντάς τον συνήθως με kick out πάσα στην αριστερή γωνία. ’Εχω την αίσθηση ότι δεν έχει χάσει σουτ μέχρι τώρα υπό αυτή τη συνθήκη.

Εδώ δημιουργείται όμως η εξής απορία. Πως γίνεται μια περιφέρεια με τόσο καλούς αμυντικούς (Μακ-Σαντ Ροος-Παπαπέτρου) να δέχεται τόσους πολλούς πόντους από τρίποντα και γενικά στις ήττες το παθητικό να είναι τόσο μεγάλο (90,8 πόντοι παθητικό στις ήττες από το ματς με Φενερ και έπειτα) και με τον βασικό σου ψηλό να έχει μέσο όρο 1,5 block ανά ματς ;

Η απάντηση βρίσκεται ακριβώς εκεί. Ο Παναθηναϊκός έχει μεγάλο θέμα με τις ομάδες που εκτελούν καλά απ’ έξω καθώς λόγω της φύσης του Παπαγιάννη δε μπορεί να πάει με το ανάλογο aggressiveness σε μαρκαρίσματα στην περιφέρεια.

Ο Γιώργος είναι sevenfooter και όσο και να έχει βελτιώσει τα πόδια του δε θα γίνει ποτέ Lasme-Dorsey-Tarik Black κλπ όσον αφορά την αντιμετώπιση στην pnr άμυνα η στα hedge out και τα recovers μετά που θα δυσκολέψουν τα αντίπαλα γκαρντ όπως και τη γενικότερη κυκλοφορία μπάλας στην περιφέρεια – δείτε τι τραβάει ο Σφαιρόπουλος και τη διαφορά που κάνει πίσω η έλλειψη των περσινών ψηλών του.

Ως εκ τούτου δεν είναι τυχαίο πως ο Παναθηναϊκός αποδείχθηκε είτε δυσκολοκατάβλητος είτε κέρδισε με ομάδες που δεν εκτελούν πολύ απ’ έξω ή δεν εκτελούν καλά. Η διαφορά στα ποσοστά των αντιπάλων στα τρίποντα σε νίκες και ήττες είναι τεράστια.

Στις νίκες του PAO BC οι αντίπαλοι του εκτελούν απο την περιφέρεια με 30,6% και στις ήττες με 43,8%.

Δεν είναι τυχαία με λίγα λόγια η σχετικά εύκολη νίκη με τη Μπαγερν που είναι μια ομάδα η οποία επιλέγει να εκτελέσει πολλές φορές από midrange και δεν έχει τόσο heavy pnr offense ή η νίκη επί της Αρμάνι που όταν υπήρξε μια σχετική κανονικότητα στην επίθεση το ματς ισορρόπησε. Ούτε αυτή είναι μια τέτοια ομάδα. Τις φορές βέβαια που επέλεξε να πάει σε κεντρικό pnr η μπάλα συνήθως  κατέληξε στο καλάθι. Στις οποίες φορές βέβαια ήταν ο Μήτογλου σε θέση 5. Και εδώ εντοπίζεται το ίσως ακόμη πιο βασικό σκέλος του προβλήματος. Το οποίο φυσικά δε λέγεται Μήτογλου αλλά Όγκαστ.

Όταν βγαίνει ο Παπαγιάννης ο οποίος παρόλα τα δομικά προβλήματα καταφέρνει και κάνει contest σε πολλές προσπάθειες στο ζωγραφιστό (μέχρι και στην περιφέρεια τον είδαμε στο ματς στο Μιλανο να κάνει κάτι ανάλογο!) μπαίνει αναγκαστικά ο Μήτογλου εκεί εξαιτίας της πολύ καλής αίσθησης που έχει στο ριμπάουντ (5,27 ανά ματς και 11,22 ανά 40 λεπτά σύμφωνα με το επίσημο σαιτ της Euroleague) και λόγω του ότι είναι ένα δυνατό κορμί που μπορεί να σπρώξει. Λόγω αργών ποδιών όμως για τη θέση σε σχέση με το τι επιβάλλει η εποχή πλέον για εκεί, παρατηρείται πρόβλημα όταν ο Ντίνος θα χρειαστεί να ανέβει ψηλά με αποτέλεσμα η ρακέτα να γίνεται έρμαιο σε κάθε λογής δράση που τη στοχεύει.

Το θέμα είναι δηλαδή ότι ο Μήτογλου παίζει σε θέση στην οποία θα χρησιμοποιούνταν σε ειδικές καταστάσεις και όχι ως βασική συνθήκη ως ο δεύτερος center της. Όλα αυτά συμβαίνουν επειδή ο Ογκαστ αδυνατεί να κάνει τα βασικά στην άμυνα που απαιτείται στο επίπεδο της Euroleague από παίχτες της θέσης του. Όντας απολύτως ειλικρινής θα πω πως στο ματς με τη Βιλερμπάν τον λυπήθηκε η ψυχή μου. Αυτό.  Δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο επί του θέματος.

Γιώργος Παπαγιάννης: Η εντυπωσιακή μεταμόρφωση (pic)

Ένα άλλο πρόβλημα που παρατηρείται είναι το όχι καλό φιτ της ταυτόχρονης συνύπαρξης των Σαντ-Ροος και Παπαπέτρου στην ίδια πεντάδα. Ο coach Βόβορας επιμένει να χρησιμοποιεί τον Κουβανό στη θέση 1, όπως και σε αυτή γενικότερα του βασικού χειριστή στο παιχνίδι μισού γηπέδου. Όταν όμως είναι μαζί στο παρκέ αυτοί οι δύο παρατηρείται πρόβλημα ροής ως απόρροια του χαμηλού επιπέδου playmaking όπως επίσης φυσικά και της μη επάρκειας τους στην εκτέλεση από μακριά και δη μετά από ντρίμπλα. Ειδικά στον Παπαπέτρου το πρόβλημα είχε παρατηρηθεί από την αρχή της χρονιάς, δε μπορώ να τον βλέπω άλλο να βγαίνει από flare και pin down screens για να εκτελέσει, είναι κόντρα στη φύση του παίχτη.

Το θέμα τώρα στο ματς με την Αρμάνι είναι πως η νίκη έρχεται σχετικά ανέλπιστα βάσει της εικόνας του πρώτου ημιχρόνου.

Το χειρότερο κατ εμε ήταν πως η γλώσσα του σώματος συγκεκριμένων παιχτών εξέπεμπε εκνευρισμό και ειδικά στο δεύτερο δεκάλεπτο υπήρχε εικόνα αποσύνθεσης. Κακές αντιδράσεις, κακά σουτ και μια άμυνα να θυμίζει σουρωτήρι.

Από την άλλη παρατηρείται πως ο Παναθηναικός ψάχνει αρκετά τα corner 3’s σε σετ επιθέσεις και είναι αρκετά efficient από εκεί. Στο ματς με την Αρμάνι τρεις διαφορετικοί παίχτες υπήρξαν αποδέκτες της τελικής πάσας σε τέτοια συνθήκη (Bentil, Mack, White). Οι δυο από τις τρεις συνέβησαν ως απόρροια κάτι πολύ συγκεκριμένου.

Της επιθετικότητας του Νέντοβιτς προς το καλάθι.

Η ιδια επιθετικότητα που λέμε οδήγησε τον Σέρβο σε επιτυχημένες ενέργειες στα τελευταία 4 λεπτά του αγώνα.

  • Κανει drive και πετυχαίνει καλάθι
  • Κάνει drive και παίρνει βολές.
  • Βγαίνει από σκριν και εκτελεί με το γνωστό υπέροχο στυλ.
  • Κάνει drive και βγάζει alley-hoop στον Παπαγιάννη (που είναι ελευθερος μιας και ο Νέντο ντουμπλάρεται).

Κάπου εκεί μετά το επιτυχημένο τρίποντο του Σέρβου έρχεται και ένα τρίποντο από τον Παπαπέτρου που οδηγεί τον Παναθηναϊκό στο πρώτο προβάδισμα του σε όλο το ματς.

Euroleague: MVP της αγωνιστικής ο Νέντοβιτς του Παναθηναϊκού (video)

Όσον αφορά τους άλλους παίχτες τώρα να πούμε πως ο Μήτογλου είναι συγκινητικός σε μία περίοδο που είχαν αρχίσει να δημιουργούνται κάποιες πρώιμες σκέψεις για την ανταπόκριση του στα νέα αυξημένα καθήκοντά του. Ο Ντίνος ωστόσο πρέπει να φέρει σε αυτό το επίπεδο την καλή εκτέλεση απ’ έξω αλλιώς θα έχει συγκεκριμένο ταβάνι ρολίστα. Είναι σε ηλικία και φάση βέβαια που αυτό το πράγμα είναι ακόμη εξελίξιμο. Οπότε η μαγική λέξη και εδώ είναι η υπομονή.

Επίσης να πω πως μου άρεσαν οι εισαγωγικές πάσες του Μακ όπως και η γενικότερη συμπεριφορά του στο παρκέ που αναφέρθηκε και πιο πάνω. Νομίζω πως στο ματς στη Γαλλία φάνηκε πως ο Παναθηναικός δεν αντέχει τη μη υπαρξη του στο ρόστερ, όπως φυσικά και τη μη καλή εμφάνιση από πλευράς Νέντοβιτς, ο οποίος κακα τα ψέματα δίνει στην ομάδα την απαραίτητη χρυσόσκονη που θες να βλέπεις πάντα να έχει όσον αφορά το star quality.

Εύφημος μνεία στον White που μετά το κάκιστο ξεκίνημα που έβλεπες ένα φάντασμα να περιφέρεται στο παρκε έχει εξελιχτεί σιγά σιγά στον παίχτη ρόλου που χρειάζεται να γίνει. Οι τοποθετήσεις του στην άμυνα είναι επαρκείς και θα χρειαστεί από αυτόν ακόμα μεγαλύτερο aggressiveness. Είναι βασικό.

Αυτά. Από δω και πέρα έρχονται 3 ματς συνεχόμενα στο ΟΑΚΑ μέσω των οποίων θέλουμε να δούμε αν η εμφάνιση στο Μιλάνο ήταν πυροτέχνημα ή αποτέλεσμα μιας διαδικασίας στα πλαίσια του Always Something Better που λέγαμε και στο προηγούμενο ομότιτλο κείμενο. Καλώς ή κακώς λέω ξανά πως οι νίκες βοηθούν υπερβολικά πολύ στην εξέλιξη και βελτίωση των πραγμάτων στο πλαίσιο που λέγεται PAO BC και τουλάχιστον με ομάδες τύπου Ζαλγκίρις εντός έδρας είναι απαραίτητες για την ομαλή πορεία του συνόλου αλλά και ειδικά των νέων παιχτών ατομικά. Η συνθήκη που δημιουργήθηκε μετά από τη, σχεδόν ανέλπιστη βάσει της εικόνας στη Γαλλία αλλά και του πρώτου ημιχρόνου στο ίδιο το ματς, νίκη στο Μιλάνο παρουσιάζει σε παίχτες και προπονητές μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να βελτιωθούν με τον τρόπο που θέλουν.

Ας την αρπάξουν από τα μαλλιά.

OLYMPIAKOS BC

Ολυμπιακός: Η συνύπαρξη και οι σχέσεις Σπανούλη-Σλούκα | sportime.gr

Τα πεπραγμένα εντός των ομάδων όπως και οι απαιτήσεις από αυτές σχετίζονται άμεσα όσον αφορά την κριτική τους βάσει των στόχων που έχουν τεθεί από την αρχή της χρονιάς.

Φέτος η διοίκηση της ομάδας προέβη σε αύξηση του μπάτζετ επιλέγοντας να δώσει ένα συμβόλαιο κοντά στα 2m ετησίως σε έναν από τους 2-3 πιο ποιοτικούς και υψηλού επιπέδου έλληνες γκαρντ που υπάρχουν αυτή τη στιγμή. Ωστόσο όπως κάθε παίχτης, έτσι και ο Σλούκας, έχει συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες οι οποίες δεν είμαι σίγουρος το κατά πόσο συνάδουν και κάνουν φιτ με τις ανάγκες του νέου ρόλου του ως ο νέος ηγέτης της ομάδας και αυτά που διαχρονικά ζητούνται από τον εκάστοτε τέτοιο. Όσον αφορά το θέμα Σλούκα και την απόκτηση του παίχτη όπως επίσης και τις πρώτες εντυπώσεις από την παρουσία του εδώ πέρα έχω κάνει δυο θρεντ τα οποια και παραθέτω για να μην επαναλαμβάνω τα ίδια.

Όπως επίσης και εδώ

Πάμε τώρα όμως σε μια παρατήρηση κάποιων πραγμάτων όσον αφορά τα πεπραγμένα του OLYMPIAKOS BC στο παρκέ.

Το βασικό επιθετικό πρόβλημα της ομάδας είναι κατ εμέ η έλλειψη επιθετικότητας από τα γκαρντ που έρχεται ως απόρροια έλλειψης παίχτη με solid κάθετο παιχνίδι πλην του Μακισικ. Ο οποίος Μακίσικ όμως έχει ένα βασικό πρόβλημα. Δεν εχει σουτ.

Στην αναμέτρηση με την ΤΣΣΚΑ του δινόταν από τον Ιτούδη κοντά ένα μέτρο στο μαρκάρισμα. Με τη συνθήκη ότι η γραμμή ψηλών της ΤΣΣΚΑ αποτελείται από ψηλούς-δέντρα, υπήρχε ώθηση του παίχτη σε εκτέλεση από μακριά στη οποία είναι βάσει skill κακός. Οπότε είναι δύσκολο αυτό το πράγμα να είναι μια σταθερή συνθήκη στην επίθεση του Ολυμπιακού απέναντι σε καλές άμυνες.

Ένα άλλο θέμα είναι οι κακές εκτελέσεις. Ο Ολυμπιακος είναι αυτή τη στιγμή τελευταίος σε όλη τη λίγκα εκτελώντας με το τραγικό 32.9%. Το θέμα είναι εδώ πως υπάρχουν παίχτες με καλά ποσοστά διαχρονικά (Βεζένκοφ, Χαρισον, Σλουκας) αλλά δεν παράγονται καλά σουτ. Γιατί όμως δεν παράγονται καλά σουτ;

Αν προσπαθήσουμε να κάνουμε μια γενίκευση του τρόπου επίθεσης της ομάδας θα δούμε πως αυτό που συνήθως βλέπουμε είναι ένα συνεχές hand-off στην περιφέρεια –ένα γύρω γύρω παιχνίδι θα το έλεγε κανείς-  που παράγει ελάχιστο ‘’πραγματικό’’ παιχνίδι, το οποίο συνήθως καταλήγει σε ένα ξερό pnr -πολλές φορές μεταξύ του δευτερου και τρίτου μέρους του χρόνου επίθεσης.

Εδώ τώρα όσον αφορά το ίδιο το pnr να πούμε το εξής. Όταν δημιουργήθηκε στην Αμερική ως δράση, δημιουργήθηκε ως παιχνίδι που ευνοεί τους γκαρντ οι οποίοι κοιτούσαν πρώτα το καλάθι και μετά την πάσα, ως απόρροια του ανεπτυγμένου επιθετικού ταλέντου τους από μικρά παιδιά (γκουχ)

Στη Ελλάδα τα γκαρντ είναι μαθημένα να βλέπουν πρώτα την προσαρμογή που δημιουργείται και μετά να επιτεθούν στο καλάθι, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή γκαρντ με χαμηλό επίπεδο επιθετικότητας προς αυτό.

Γι’ αυτό ο Σπανούλης όμως είναι αυτός που είναι, η επιθετικότητα του συγκεκριμένου διαχρονικά είναι μία που πολύ σπάνια βρίσκεις πλέον σε έλληνες γκαρντ.

Αν πάσχει από κάτι ο Σλούκας είναι από αυτό και ως εκ τούτου και ολόκληρη η επίθεση του Ολυμπιακού. Θεωρώ πως είναι αναγκαία η απόκτηση ενός παίχτη σαν τον Λοιντ του Ερυθρού Αστέρα, ο οποίος θα παράξει ανάλογο παιχνίδι. Αλλά αυτοί οι παίχτες θέλουν και τη μπάλα στα χέρια περισσότερο από ότι θα την ‘’απαιτήσει’’ ο Χαρισον σε αυτό το επίπεδο, είναι πολύ βασικό αυτό το πράγμα ως προς τη διαμοίραση των ρόλων εντός της ομάδας.

Από την άλλη μ’ αρέσει πολύ ο Χασαν Μαρτιν καθώς είναι ένας κλασικός παίχτης-λαβράκι που ανταποκρίνεται πλήρως στα ζητούμενα από παίχτες της θέσης του όπως επίσης και ο Λιβιό που σιγά σιγά θα καταστήσει τον σχετικά νερόβραστο Έλις ως τρίτη επιλογή στο rotation. Θεωρώ δεδομένο πως σε περίπτωση αύξησης της επιθετκότητας των γκαρντ θα εκτοξευτούν και αυτοί.

Για κλείσιμο σε αυτή τη σύντομη αναφορά για τα του Ολυμπιακού θέλω να αναφερθώ στον Σπανούλη και στους όποιους κλυδωνισμούς φαίνονται κάποιες στιγμές να δημιουργούνται λόγω της ταυτόχρονης παρουσίας του Σλούκα σε νέο αναβαθμισμένο ρόλο. Ο Σπανούλης δεν είναι απλά ένας ακόμα franchise player. Είναι το ίδιο το τμήμα μπάσκετ του Συνδέσμου (που λέει συνεχώς και ο φίλος μου ο Αταραξίας, λολ). Οπότε ως τέτοιος θα αποχωρήσει όποτε κρίνει ο ίδιος σωστό, κάτι αντίστοιχο που έκανε και ο συγχωρεμένος ο Κόμπι στα τελευταία χρόνια της παρουσίας του στους Λεικερς, που αν το δεις με ψυχρό μάτι ήταν περισσότερο ζημιογόνος για την ομάδα μιας και δεν έριχνε και το μισθό του. ‘Ετσι πάει όμως σε αυτές τις περιπτώσεις, πρέπει να ζήσεις με αυτό. Να πω κιόλας την αλήθεια η επίθεση του Ολυμπιακού στο ματς με την ΤΣΣΚΑ μου φαινόταν πιο λειτουργική όσο ήταν στα χέρια του Σπανούλη, καθώς λόγω της φύσης του ως παίχτης δημιουργούσε καλύτερες συνθήκες για pnr. Περί ορέξεως όμως τα γνωστά.

Αυτά τα λίγα και για τον Ολυμπιακό. Το ερχόμενο ματς με την Barcelona δεν είναι ένα που είναι χαμένος από χέρι και είναι μια καλή ευκαιρία για ανάκαμψη. Αν λυθεί το θέμα που ανέφερα πιο πάνω θεωρώ πως ο Ολυμπιακός έχει σοβαρές ελπίδες για ψηλά. Αν δε γίνουν όμως συγκεκριμένα στεπ απ –και δη από τον Σλούκα- τότε θα πρέπει να περιμένεις συνολικά στεπ απ παιχτών μέσω άρτιας ομαδικής λειτουργίας και πάει λέγοντας. Αν πας όμως βάσει πιθανοτήτων το πρώτο είναι πιο εύκολο και αναγκαίο να συμβεί, λόγω της δεδομένης ποιότητας του παίχτη.

Discover more from The Hateful 8

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading