Κάθε φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο σκέφτομαι ένα πράγμα.
Το πόσο γαμημένα γελοίο είναι να πρέπει να αλλάξεις την εικόνα που έχεις στο μυαλό σου για έναν άνθρωπο μέσα σε μια στιγμή και από εκεί που αυτός σου θυμίζει κάτι γαμάτο, να πρέπει τώρα να σου θυμίζει παρελθόν.

Τη μια στιγμή σκέφτεσαι κάποιον και στο μυαλό σου υπάρχουν χίλιες εικόνες και την επόμενη τίποτα. Θάνατος. Μαύρο. Μαθαίνεις μια είδηση και πρέπει μέσα σε μια στιγμή, με σε μία γαμημένη στιγμή, να αλλάξεις θέση σε αυτό τον άνθρωπο μέσα στο μυαλό σου. Να τον πάρεις από όλα όσα σου θύμιζε μέχρι εκείνη την στιγμή και να τον κατατάξεις σε μία άλλη κατηγορία ανθρώπων που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα τον κατέτασσες ποτέ.
Στους νεκρούς.
Στους τραγικά νεκρούς.
Σε αυτούς που τους συνέβη κάτι τόσο τραγικό που καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να τους θυμάσαι από εδώ και πέρα.
Ποιός; Ο Κόμπι. Κάνε μας την χάρη.
Ο Κόμπι δεν γίνεται να μπει σε αυτή την κατηγορία ανθρώπων. Ο Κόμπι είναι η δύναμη, η αποφασιστικότητα, η νίκη, η χαρακτηριστική χαμογελαστή του φάτσα. Είναι αυτός που δεν κουνάει το κεφάλι του όταν πάει να του σκάσει τη μπάλα στο πρόσωπο ο Μπαρνς. Είναι αυτός που σουτάρει τις βολές με τον κομμένο αχίλλειο. Είναι αυτός που γκρινιάζει όλος ο πλανήτης ότι πρέπει να σταματήσει να παίζει και αυτός παίζει. Είναι αυτός που βάζει 60 πόντους στο τελευταίο του παιχνίδι. Είναι αυτός που βλέπαμε πριν λίγες μέρες να δίνει συμβουλές στην κόρη του.
Γάμησε μας, ο Κόμπι δεν μπορεί και δεν πρόκειται να συνδεθεί με τον θάνατο. Είναι πολύ ζωντανός για αυτό.
Κατανοώ το γεγονός του τί συνέβη. Κατανοώ το γεγονός ότι καταγράφεται στην ιστορία ως ο συγκλονιστικότερος θάνατος παίκτη οποιουδήποτε αθλήματος. Ότι πιθανότατα δεν θα ξαναδούμε κάτι αντίστοιχο, όσο ζούμε εμείς τουλάχιστον.
Αλλά αρνούμαι κάποιος σαν τον Κόμπι να μου το θυμίζει αυτό.
Ο Κόμπι δεν γίνεται να πέθανε μαζί με την κόρη του και να μείνει στην ιστορία για αυτό το πράγμα. Δεν είναι μόνο ότι δεν το χωράει το μυαλό. Είναι ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που είναι πολύ μεγαλύτεροι από το να μείνουν στο κοινό ασυνείδητο για τον τραγικό τους θάνατο.
Αν αύριο πεθάνει ο Hetfield ο πλανήτης θα κλαίει για κάτι μέρες. Αλλά από εμένα τουλάχιστον έχει το ελεύθερο να πεθάνει όπως θέλει. Είναι μεγαλύτερος από αυτό.
Αυτό που επέλεξε η μοίρα για τον Κόμπι είναι στα όρια του αστείου. Στα 41 του. Με την κόρη του που ήθελε να κάνει διάδοχο του. Μία μέρα μετά που τον πέρασε ο Λεμπρόν σε πόντους στην γενέτειρα του. Με το τελευταίο του τουίτ να του λέει: “continuing to move the game forward.”
Ε, λοιπόν όχι.
Εγώ τουλάχιστον επιλέγω να προσπεράσω τον θάνατο του και να μείνω σε αυτόν. Στην ζωή. Στο τί της έδωσε και στο τί θα συνεχίσει να της δίνει. Αν έβλεπε, ή αν βλέπει ο ίδιος τώρα τί συμβαίνει, δεν θα ήθελε να τον θυμούνται επειδή το ελικόπτερο του πέταξε στην ομίχλη, ένα ανούσιο πρωινό Κυριακής και αυτός πέθανε μαζί με την κόρη του.
Θα ήθελε να τον θυμούνται για όσα έκανε σε αυτήν όσο ζούσε.
Γενικά στον θάνατο η πορεία της ζωής σε βοηθάει να εξορθολογίσεις πολλά πράγματα. Βλέπεις πολλά, βιώνεις κάποια άλλα. Και τελικά καταλήγεις να διαχειρίζεσαι την απώλεια και να προχωράς. Στην πραγματικότητα βέβαια όλο αυτό αν το σκεφτείς είναι αστείο. Η πραγματικότητα είναι ότι είσαι προγραμματισμένος να το κάνεις γιατί αλλιώς εξελικτικά δεν θα ήσουν εδώ. Αν ο πρώτος άνθρωπος δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την απώλεια, στην πρώτη απώλεια με την οποία θα ερχόταν αντιμέτωπος θα αυτοκτονούσε και θα τελείωνε το είδος.
Παρά το γεγονός λοιπόν ότι το δέχομαι αυτό. Και καταλαβαίνω ότι αυτό είναι το σωστό και μπλα μπλα μπλα, υπάρχει ένα πράγμα που είναι το μοναδικό που δεν θα σταματήσει ποτέ να με ισοπεδώνει. Μία γαμημένη σκέψη που δεν μπορούσα ποτέ να αντιμετωπίσω.
Την σκέψη ότι αυτός που πεθαίνει θα μείνει για πάντα σε εκείνη την στιγμή.
Την βάρβαρη, ανελέητη, ισοπεδωτικά κυνική πραγματικότητα ότι αυτός που πεθαίνει δεν θα καταφέρει ποτέ να δει τί έγινε στον κόσμο ούτε ένα δευτερόλεπτο μετά από αυτό που έφυγε. Θα μείνει εκεί. Στην ημερομηνία που έφυγε. Στην ώρα, στο λεπτό, στο γαμημένο δευτερόλεπτο που έφυγε και ούτε μισό παραπάνω.
Μπορεί το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο ο κόσμος να καταστράφηκε εξαιτίας μιας πυρηνικής καταστροφής, μπορεί να είχαμε την πρώτη επαφή με εξωγήινους, ή μπορεί απλά το πιο αγαπημένο του πρόσωπο να τον πήρε τηλέφωνο και να μην απαντούσε.
Αυτός όμως θα έχει μείνει εκεί. Και δεν θα φύγει ποτέ.

Όταν είχε πεθάνει ο Παντελίδης θυμάμαι είχα βουρκώσει. Το γεγονός από μόνο του για εμένα που δεν έχω καμία σχέση με τον συγκεκριμένο ήταν αστείο. Η σκέψη όμως είναι η ίδια. Άγνωστοι άνθρωποι, δεν έχεις και δεν θα μπορούσες να έχεις καμία σχέση μαζί τους. Για ποιό λόγο στεναχωριέσαι τόσο;
Η απάντηση είναι και η συνειδητοποίηση του λόγου που δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω την σκέψη.
Που είναι ότι στην πραγματικότητα όλο αυτό προέρχεται από τον δικό σου φόβο. Τον φόβο ότι θα αρχίσεις να ξεχνάς αυτόν που τώρα θα πρέπει να σκέφτεσαι διαφορετικά. Και όταν το συνειδητοποιείς, όταν καταλαβαίνεις ότι απλά φοβάσαι, τότε καταλαβαίνεις ότι εσύ έχεις την δύναμη να προσπεράσεις τον θάνατο που είναι και η σκέψη με την οποία ξεκίνησα.
Ο θάνατος κάποιου είναι μόνο μια υποσημείωση στην ζωή του. Μπορεί να είναι ένδοξος, μπορεί να είναι άδοξος. Όσο αντιμετωπίζεις τον άνθρωπο σαν να είναι ακόμα εδώ τότε δεν θα φύγει ποτέ. Θα έχει την ίδια εικόνα στο μυαλό σου. Θα σου θυμίζει όλα όσα σε έκαναν να τον αγαπήσεις.
Μπορεί να μην δεις άλλο σουτ από τον ίδιο τον Κόμπι, αλλά θα συζητάς για αυτό. Και στις συζητήσεις σου το σουτ αυτό θα μπαίνει πάντα. Δεν θα υπάρχουν ελικόπτερα, θάνατοι και κλάματα. Θα υπάρχει μόνο η περιγραφή του σουτ. Η ανάμνηση. Η χαρά.
Ο Κόμπι μέχρι πριν λίγες ώρες ήταν πολλά. Και αυτά ακριβώς θα συνεχίσει να είναι. Δεν ξέρω τί και πώς.
Ο Κόμπι είναι ο Κόμπι.
Και την στιγμή που πέθανε σκέφτηκα ένα πράγμα.
Ότι σίγουρα αυτός δεν θα μείνει σε εκείνη την στιγμή. Θα μεγαλώνει καθώς μεγαλώνουμε κι εμείς. Πιθανότατα ακριβώς όπως θα ονειρευόταν και ο ίδιος. Μαζί με την κόρη του.

He got this..