Οποιοδήποτε και αν είναι το αποτέλεσμα της οποιασδήποτε πράξης ή κατάστασης, οφείλεις να αναλύσεις το γιατί έφτασες σε αυτό. Αυτό ισχύει στην περίπτωση που επιθυμείς να βελτιωθείς την εκάστοτε δεδομένη στιγμή και είναι ένας σχετικά ασφαλής δρόμος που σε οδηγεί σε συνεχή βελτίωση.
Το βασικό θέμα σε αυτή την περίπτωση είναι να υπάρχει πλήρης κατανόηση του αποτελέσματος και όχι άκριτη εκ μέρους σου αποδοχή μιας ευνοϊκής για σένα συγκυρίας, όπως επίσης και μη στρέψιμο του βλέμματος στην περίπτωση που το αποτέλεσμα είναι αρνητικό.
Βάσει αυτών των θέσεων θα γίνει μια προσπάθεια κατανόησης της κατάστασης που βρίσκεται αυτή τη στιγμή ο Παναθηναϊκός στο μπάσκετ αγωνιστικά και τί μπορεί – αν μπορεί – να γίνει κάτι για αυτό.
Για να μπορέσουμε όμως να αναλύσουμε την τωρινή κατάσταση πρέπει να αναζητήσουμε τη ρίζα πιο βαθιά, αποφεύγοντας την οποιαδήποτε επιφανειακή προσέγγιση που κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγήσει σε αντίστοιχα συμπεράσματα. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να σκεφτούμε είναι το εξής.
Τί είναι ο PAO BC και γιατί υπάρχει ό, τι υπάρχει ως καθεστηκυία αντίληψη ως προς αυτόν;

Όσον αφορά τη νέα εποχή του τμήματος, αυτή δηλαδή από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και έπειτα, παρατηρούμε το εξής ως προς το πώς έφτασε το τμήμα σε κατακτήσεις τίτλων.
Άπλετο χρήμα και ταυτόχρονη ύπαρξη της μάλλον καλύτερης γενιάς ελλήνων παιχτών, συν την πολυετή παρουσία στον πάγκο του καλύτερου προπονητή όλων των εποχών στην Ευρώπη.
Όσο έχει να κάνει βέβαια με τις ευρωπαϊκές επιτυχίες του τμήματος, παρατηρούμε πως στην πρώτη έχει έρθει ένας παίχτης που ήταν –και στο Final 4 αποδείχθηκε – too much για το εδώ επίπεδο και οι υπόλοιπες είναι αποτέλεσμα του προαναφερθέντος μοντέλου.
Θα επιμείνω ωστόσο στον όρο ‘’άπλετο χρήμα’’.
Όσο καλή και να ήταν η φουρνιά των Ελλήνων που λέμε, πάντα υπήρχαν αυτοί που στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν ξένοι και στο τέλος έκαναν συνήθως την ειδοποιό διαφορά. Πχ ο Μποντιρόγκα, ο Σάρας και ο Σισκάουσκας έπαιξαν στον Παναθηναϊκό όντες πολύ αδρά αμειβόμενοι και ήταν πολύ κομβικοί σε κατακτήσεις τίτλων. Στους βασικούς λόγους δηλαδή που το τμήμα μπάσκετ του Παναθηναϊκού θεωρείται -και είναι- ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη.
Παρόλα αυτά όμως, ο PAO BC την πάτησε με τον τρόπο που εξιστορείται στη γνωστή βιβλική ιστορία με τις παχιές και ισχνές αγελάδες.
Ουδείς ενδιαφέρθηκε για την επόμενη μέρα του κλαμπ, μια μέρα δηλαδή που δε θα υπήρχε η χωρίς κανένα μέτρο χρηματοδότηση της ομάδας. Αυτό που συνέβαινε δηλαδή στις χρυσές μέρες του Παύλου Γιαννακόπουλου, ο οποίος ξόδευε χωρίς ουσιαστικό οικονομικό αντίκρισμα. Το έκανε επειδή πολύ απλά είχε τα απαιτούμενα λεφτά και τη γνωστή τρέλα με την ομάδα.
Βλέποντάς το κανείς όμως με απολύτως ψυχρό μάτι, είναι εύκολο να συμπεράνει οτι μια τέτοια κατάσταση δε μπορεί να είναι συνεχώς βιώσιμη.
Οπότε το πρώτο μεγάλο σφάλμα βρίσκεται σε αυτό ακριβώς το σημείο. Το λάθος έγκειται στο γεγονός οτι δεν υπήρξε ποτέ σοβαρή προσπάθεια για ανάπτυξη ενός ισχυρού τμήματος scouting, με παράλληλη ουσιαστική ανάπτυξη των ακαδημιών της ομάδας.
Ο βασικός λόγος που κάτι τέτοιο θα ήταν πιο εύκολο να συμβεί τότε, ήταν διότι εκείνη την εποχή υπήρχαν τα λεφτά που χρειαζόταν να ‘’ρίξεις’’ ούτως ώστε να αποκτήσεις μια αρκετά στέρεη βάση, προσελκύοντας και τους τότε καλύτερους του χώρου.
Ο PAO BC δεν το έκανε.
Αρκέστηκε στην εφήμερη χαρά των κατακτήσεων που βασίζονταν κατά κύριο λόγο στην ύπαρξη μεγαλομεσαίων μπάτζετ και άφησε την οποιαδήποτε σκέψη για εκ των έσω και σοβαρή/τεχνοκρατική ανάπτυξή του, που θα του απέφερε μια μακροχρόνια σταθερότητα.

Το επόμενο κομβικό λάθος βρίσκεται στην απόλυτο embrace του θυμικού από πλευράς Δημήτρη Γιαννακόπουλου σε εποχές που το χρήμα δεν ήταν αντίστοιχο των golden days του πατέρα του και των θείων του.
Η επικράτηση εναντίον του αιωνίου αντιπάλου έγινε αυτοσκοπός και η συμπεριφορά έναντι της –όντως αρνητικής προς τον Παναθηναϊκό- Ευρωλίγκας, οδήγησε σε μία ιδιότυπη κόντρα που είχε ως παράπλευρες απώλειες το ίδιο το κλαμπ. Το γεγονός οτι ο ΔΠΓ είχε δίκιο σε αρκετά όσον αφορά τον Μπερτομέου και τη διοίκησή του λίγο έχει να κάνει με τον τρόπο που αυτό εκφραζόταν. Που στο τέλος έφτανε στο σημείο να χάνει το όποιο δίκιο ίσως είχε.
Όταν τα πάντα ορίζονταν από τα αποτελέσματα εναντίον του Ολυμπιακού, η τοξικότητα εντός των τειχών βαρούσε κόκκινα και τα αποτελέσματα όσον αφορά την αναζήτηση σταθερότητας και υγιούς εξέλιξης ήταν ανάλογα.
Στα πρώτα χρόνια τώρα μετά το χαμήλωμα του μπάτζετ και με την ταυτόχρονη συγκυρία της οικονομικής κρίσης, το κλαμπ συνέχισε να δρέπει τους καρπούς της ύπαρξης ενός παίχτη από την προηγούμενη φάση της ομάδας, ο οποίος ήταν ταυτοχρόνως και ένας από τους Great Ones του αθλήματος στην από δω πλευρά του Ατλαντικού.
Το θέμα εδώ τώρα είναι το εξής.
Ως βασικοί στόχοι των σεζόν 2012-13 και 2013-14 τέθηκαν οι εγχώριοι τίτλοι. Ορθώς, ορθότατα.
Αυτό το πράγμα έδειχνε πως υπήρχε απόλυτη κατανόηση της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί και έδειχνε την πολυπόθητη προσαρμογή στις δεδομένες συνθήκες. Ως μέρος αυτής της κατανόησης πάρθηκε η απόφαση για πρόσληψη ενός προπονητή που ήταν ικανός να δημιουργήσει την ομάδα που ήθελες τότε, για το σκοπό που την ήθελες.
Ο coach Πεδουλάκης έχτισε την πρώτη σεζόν ένα σύνολο που λειτούργησε στην πραγματικότητα ως ‘’καθρέπτης’’ του (πρωταθλητή Ευρώπης τότε) Ολυμπιακού και πέτυχε το στόχο του, με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα να είναι υπέρ του δέοντος θετική και υγιής για την ομάδα του Παναθηναϊκού.
Δεν είναι τυχαίο πως ακόμη και τώρα, αν παρατηρήσει κάποιος τον τρόπο που μιλάει ο μέσος οπαδός της ομάδας για προηγούμενες βερσιόν της, θα δει πως υπάρχει ένας ιδιότυπος σεβασμός σε εκείνη την προσπάθεια.
Ο λόγος είναι ότι είχε γίνει απολύτως κατανοητό και ξεκάθαρο αυτό που αναφέρθηκε πιο πριν, το πλαίσιο δηλαδή και οι στόχοι.
Ας μην ξεχνάμε βέβαια ότι εκείνη η ομάδα πήγε δύο συνεχόμενες φορές στα πλέι-οφ της Ευρωλίγκας, κάτι το οποίο έπαιξε το ρόλο του στην απόλυτη αποδοχή της. Οδήγησε στην τελική δυο πολύ πιο ακριβές ομάδες από αυτή σε 5ο ματς, αν κάνουμε τις συγκρίσεις με τώρα θα γίνει κατανοητό το μέγεθος του επιτεύγματος.
Παρόλα αυτά όμως, ακόμα και εκεί είδαμε πως όταν ζητήθηκε από την ίδια ομάδα να ‘’ψηλώσει’’ λίγο την επόμενη χρονιά -κάτι σχετικά λογικό, μιας και πρέπει να επιζητάς τη βελτίωση- παρατηρήθηκε ανεπάρκεια εκ μέρους του coach να παίξει κάτι σχετικά πιο θελκτικό στο μάτι και εξίσου επιτυχημένο. Και ορθώς κατ’ εμέ εκδιώχθηκε.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στη συνέχεια της φάσης που δεν ξέρω αν μπορεί να οριστεί a priori ως σφάλμα ή ως καταγραφή μιας πραγματικότητας που είναι ουτοπικό το να πιστεύεις ότι θα αλλάξει.
Η νοοτροπία των οπαδών δηλαδή και το πλαίσιο που κινείται ο ελληνικός αθλητισμός, με την ταυτόχρονη ύπαρξη του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού.
Το πρώτο πρόβλημα της όλης ιστορίας είναι το εξής. Υπάρχει η άποψη πως ο μέσος οπαδός του PAO BC είναι τρομερά καλομαθημένος από τις glory days του τμήματος και οι απαιτήσεις του έχουν υπάρξει κατά καιρούς μεγαλύτερες από ότι ίσως πρέπει.
Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω.
Αυτός ο οπαδός δε ζήτησε ποτέ από την ομάδα κάτι περισσότερο από αυτό που βλέπει ότι μπορεί να καταφέρει και θεωρώ πως ούτε η εκάστοτε διοίκηση ζήτησε παραπάνω πράγματα από την κάθε ομάδα.
Φερειπείν στις προ-Ζοτς εποχές, οι προπονητές άλλαζαν σχετικά συχνά επειδή πολύ απλά δεν μπορούσαν να καταστήσουν νικηφόρα τα σύνολα που για να φτιαχτούν ξοδεύτηκαν πολύ μεγάλα ποσά.
Επίσης ας μην υποτιμούμε τη σημασία της νίκης του Ομπράντοβιτς με το καλημέρα. Το αποτέλεσμα αυτού ήταν να έχει όσο χρόνο ήθελε για να κάνει αυτό που είχε στο μυαλό του. Το οποίο όμως οδηγούσε την ομάδα σε κατακτήσεις τίτλων με αξιοθαύμαστη συνέπεια.
Ο Ζοτς είχε κάποιες κραυγαλέες αποτυχίες, οι ομάδες του ’08 και του ’10 είχαν τρομακτικά ρόστερ και μπάτζετ. Όταν αποκλείονταν όμως από το Μαρούσι και την Παρτιζάν, ο κόσμος ήταν εκεί να χειροκροτήσει γιατί πολύ απλά καταλάβαινε ότι δε γίνεται να κερδίζεις πάντα.
Αν αυτό δεν είναι δείγμα υγείας τότε ποιό είναι;
Για την περίοδο από το τέλος του 2012 μέχρι και τα μέσα του ’16, όπου ο Παναθηναϊκός χάνει πρωτάθλημα με τρίποντο του Σπανούλη στο ΟΑΚΑ και η ομάδα χειροκροτείται, τα είπαμε πιο πριν.
Όσον αφορά τις ομάδες του Τσάβι και του Πιτίνο, ο PAO BC είχε αφενός ικανοποιητικότατο μπάτζετ και αφετέρου παίχτες εγνωσμένης αξίας στο ρόστερ του.
Χαρακτηριστικά, στην ομάδα του 2016-17 έχουν έρθει 3 παίχτες που την προηγούμενη χρονιά ήταν εκ των βασικών λόγων που οι ομάδες τους είχαν πάει στο Final 4, συν τον υπερπολύτιμο και ποιοτικό Ρίβερς, συν την παρουσία του Καλάθη στο ρόστερ.
Το ότι απαιτήθηκε από εκείνο το σύνολο να κάνει μια πορεία που να καταλήξει σε ένα Final 4, δεν ανήκε στη σφαίρα του εξωπραγματικού. Στην τελική είδαμε εκείνα τα χρόνια ομάδες ίδιου και χαμηλότερου μπάτζετ να καταφέρνουν να πάνε εκεί, με τη Μακάμπι του 2014 να το κατακτά.
Ως προς την εν γένει παρεκκλίνουσα συμπεριφορά του ΔΠΓ τότε αναφερθήκαμε και πριν, αλλά όπως και να ‘χει η ποιότητα υπήρχε, το μπάτζετ ήταν ικανοποιητικό και οι απαιτήσεις του κόσμου ήταν απολύτως ανάλογες.
Όπως τέτοιες είναι και τώρα.

Από τη στιγμή που ο πρόεδρος αποφάσισε να οδηγήσει την ομάδα σε καθεστώς εσόδων – εξόδων, ο κόσμος στήριξε την ομάδα και έριξε το επίπεδο των απαιτήσεών του στο μίνιμουμ.
Αυτό που ζητείτο εξ αρχής ήταν να παρουσιαστεί ένα σύνολο που να παλεύει σε κάθε ματς και μια προσπάθεια ανάδειξης νέων παιχτών, ανεξαρτήτως τίτλων.
Η αλήθεια είναι πως πέρυσι οι απαιτήσεις ήταν στο μηδέν και η απουσία του Ολυμπιακού από την Α1 βοήθησε στο να υπάρξουν όσο το δυνατόν λιγότεροι κραδασμοί από την κακή γενικά παρουσία στην Ευρώπη, μιας και η κατάκτηση των εγχώριων τίτλων ήταν σχεδόν δεδομένη.
Επίσης είναι σαφές πως οι Διαμαντίδης και Αλβέρτης μπήκαν μπροστά για να λειτουργήσουν ως τύποις κυματοθραύστες σε κακές στιγμές, οι οποίες στην τελική ήταν πλήρως αναμενόμενες.
Εδώ όμως ανακύπτει ένα άλλο, πιο σημαντικό θέμα.
Αρκεί το γεγονός ότι οι δύο μάνατζερ του τμήματος έχουν το ρόλο που ειπώθηκε πριν; Στην τελική, αυτός πρέπει να είναι ο ρόλος του οποίου έχουν τη θέση που κατέχουν οι δύο θρύλοι του Συλλόγου; Τι συμβαίνει γενικά στον κόσμο και τί ζητείται από τους ανθρώπους σε αυτά τα πόστα;
Τα ερωτήματα είναι ρητορικά. Η κατανόηση όμως του γιατί οι Διαμαντίδης και Αλβέρτης έχουν πρωτίστως το ρόλο του κυματοθραύστη και όχι αυτόν που όντως πρέπει να έχουν, οδηγεί σε ένα σχεδόν θλιβερό συμπέρασμα.
Ο ίδιος κόσμος που αναφέρθηκε πριν ότι δε ζήτησε ποτέ από καμία ομάδα κάτι παραπάνω από αυτό που θα μπορούσε να κάνει, είναι αυτός που δυστυχώς αξιολογεί το κριτήριο της νίκης λίγο περισσότερο από όσο πρέπει σε επίπεδα καθημερινότητας του κλαμπ.
Τα βασικά προβλήματα στη μέση μάζα του οπαδού του μπασκετικού τμήματος είναι αφενός η καταπράυνση του σε οποιαδήποτε περίπτωση νίκης και αφετέρου η πίστη του σε πολύ συγκεκριμένα πράγματα όσον αφορά τον τρόπο που θεωρεί ότι το άθλημα παίζεται σωστά.
Η περίπτωση Πιτίνο είναι τρομακτικά ενδεικτική για πολλά πράγματα που έχουν να κάνουν με τις (κακές) νοοτροπίες που υπάρχουν εντός του κλαμπ και που αναλύθηκαν ενδελεχώς στο κείμενο που γράφτηκε μετά τη φυγή του αμερικανού hall of famer coach, οπότε δε θα επανέλθω.

Όλη αυτή η κατάσταση που εξιστορήθηκε μέχρι τώρα είναι υπεύθυνη για το φετινό αχταρμά που βλέπουμε από πλευράς PAO BC.
Οι λόγοι που είναι υπεύθυνη είναι οι εξής.
Καταρχάς δεν έχουν παρθεί καθαρές αποφάσεις εντός της ομάδας ως προς το τί θέλει να κάνει φέτος.
Θέλει να είναι απλά ανταγωνιστική όπως έλεγε και πέρυσι; Θέλει να πάρει τους εγχώριους τίτλους με παράλληλη αξιοπρεπή πορεία στην Ευρώπη; Θέλει να προωθήσει νέους παίχτες -έλληνες και ξένους- με σκοπό να δημιουργήσει έναν κορμό που στο μέλλον θα είναι ανταγωνιστικός;
Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι είναι αδύνατο να συνυπάρξουν όλα αυτά τα ‘’θέλω’’.
Επίσης, η χρόνια έλλειψη τεχνογνωσίας στο scouting staff και στη γενικότερη γνώση της αγοράς, οδήγησε φέτος σε τρολ επιλογές τύπου Κέντρικ Πέρι για βασικός άσος. Ο Μέικον πχ ήταν στην Ελλάδα, όσο και να μην έχεις την τεχνογνωσία που λέμε ήταν αδύνατο να μη στραφείς στην απόκτησή του.
Η ανάγκη για ‘’νίκη’’ όμως, έφερε επιλογές τύπου Φέρελ (που ο κόουτς φάνηκε πως δεν τον ήθελε εξ αρχής) και Γιόβιτς. Όπως επίσης βέβαια και τη χρησιμοποίηση του (τιμιότατου) βετεράνου Κασελάκη αντί ενός hot prospect όπως ο Μαντζούκας.
Δε θα πείραζε κανέναν που θα αντιλαμβανόταν πως δεν έγινε και κάτι να μην πάρεις τίποτα ένα χρόνο και να επικεντρωθείς στην ανάπτυξη πραγματικά ταλαντούχων παιδιών.
Επίσης, οι ομάδες είναι ζωντανοί οργανισμοί. Εξελίσσονται καθημερινά, προκύπτουν κάθε μέρα καινούρια ζητούμενα και νέες ανάγκες.
Για παράδειγμα, προσωπικά ήμουν υπέρ του ερχομού ενός παίχτη σαν τον Φέρελ καθώς θεωρούσα πως ο συγκεκριμένος είχε τα skills μέσω των οποίων θα βοηθούνταν και οι υπόλοιποι παίχτες. Εκείνη την περίοδο όμως ο Μέικον φάνηκε πως ξεκινάει να γίνεται ο κόμπο γκαρντ που χρειάζεται να έχει κάθε σύγχρονη ομάδα, οπότε καλώς του δόθηκε χώρος.
Η ύπαρξη του Σαντ-Ροος στο ρόστερ φαίνεται αυτή τη στιγμή άνευ σημασίας, ασχέτως του τι μπορεί να προσφέρει στην άμυνα θεωρητικά. Που δυστυχώς κιόλας το έχουμε δει πολύ λιγότερες φορές από ότι θα έπρεπε βάσει των χαρακτηριστικών του παίχτη.
Όσο οξύμωρο και να ακουστεί, πέρυσι που η ομάδα βρέθηκε για πρώτη φορά σε τέτοιο οικονομικό καθεστώς είχε μια πιο καθαρή φιλοσοφία κινήσεων. Υπήρχε σε μια φάση η αίσθηση ότι η ομάδα θα μπορούσε να λέγεται (Papa)Ioannis’ development team και το ακόμα πιο ιδιαίτερο της φάσης είναι πως αυτό ήταν και το σωστό.
Εδώ να πούμε όμως πως δεν έγινε όσο εκμεταλλεύσιμο έπρεπε το λαχείο που προέκυψε από το πουθενά ονόματι Χεζόνια και για αυτό φταίνε πρωτίστως οι κακές νοοτροπίες που αναφέρθηκαν πιο πριν.
Ο coach Πρίφτης μαζι με το επιτελείο και τους μανατζερς της ομάδας έκαναν μερικές αδιανόητες επιλογές σε επίπεδα φιτ μεταξύ του συνόλου, της φιλοσοφίας του παιχνιδιού που θα ακολουθούνταν και αξιολόγησης του υπάρχοντος υλικού ως προς το πώς θα πορευτεί από δω και πέρα.
Ο Παναθηναϊκός δεν παρουσίασε τίποτα συγκεκριμένο σε συνέχεια μέσα στη σεζόν.
Το ερώτημα που προκύπτει και κάνει πολύ ενδεικτική τη φάση, είναι το εξής. Αν δεν υπήρχε η συγκυρία να είναι μέλος του ρόστερ ένας παίχτης του επιπέδου, ταλέντου και ποιότητας του Νέντοβιτς, τί μπορεί να βλέπαμε;
Το θέμα τώρα είναι τι μπορεί να κάνει από εδώ και πέρα ο PAO BC.
Για να δει τί μπορεί να κάνει πρέπει να αξιολογήσει το υπάρχον υλικό και να προχωρήσει αναλόγως.
Κατ’ εμέ οφείλει να εστιάσει στους πραγματικά εξελίξιμους/ποιοτικούς που έχει και να προσπαθήσει να λειτουργήσει με λογική ομάδας του ΝΒΑ που έχει κάποιους αξιόλογους rookies ή sophomores και προσπαθεί να χτίσει ένα ισχυρό σύνολο για το μέλλον, με αυτούς βασικά κομμάτια του όποιου μελλοντικού συνόλου. Δυστυχώς το ‘’tanking’’ είναι ένα άσχημο μέρος αυτής της διαδικασίας.
Ωστόσο, αυτή τη στιγμή βλέπουμε tanking χωρίς κανένα πλάνο και καμιά προοπτική εξέλιξης, κάτι το οποίο είναι απόρροια ενός μη ξεκάθαρου πλάνου εξ αρχής.
Ο Παναθηναϊκός οφείλει στον εαυτό του να σταματήσει να λειτουργεί με νοοτροπία ‘’χωριού’’ και να αγκαλιάσει τις εξελίξεις και την πραγματικότητα στην οποία βρίσκεται.
Είναι αδιανόητο για ένα κλαμπ που είναι τόσο μεγάλο πανευρωπαϊκά να έχει αποφασίσει να βάλει δυο θρύλους του Συλλόγου μπροστά έχοντας ως κύριο γνώμονα την ‘’προστασία’’ της ομάδας και όχι την εξέλιξή της μέσω ενός πραγματικά σοβαρού πλάνου.
Αυτή τη στιγμή η ομάδα λειτουργεί με νοοτροπία γειτονιάς και όχι όπως αρμόζει στην ευρωπαϊκή ταυτότητα του Panathinaikos BC.
Όσον αφορά την οπτική του κόσμου είναι αδιανόητα σημαντικό οτι πρέπει να ξεκινήσει να βλέπει την ομάδα με μπασκετικά κριτήρια πρωτίστως και όχι με έναν υπερπροστατευτισμό που εν τέλει του κάνει κακό, οδηγώντας σε εθελοτυφλία ως προς βασικές ανάγκες της ομάδας ούτως ώστε αυτή να προχωρήσει μπροστά.
Το να λέμε ως άλλοι Κατέληδες στο γνωστό meme ‘’Ε τί να κάνουμε” είναι μια απολύτως μοιρολατρική συμπεριφορά που δεν τιμά πρωτίστως το mentality του Συλλόγου.
O Παναθηναϊκός οφείλει στην ιστορία του να κοιτάζει μπροστά, να προχωρά και να βελτιώνεται συνεχώς, με το βλέμμα μονίμως στην εξέλιξη.
Η οποία εξέλιξη όμως δε θα έρθει με μαγικό τρόπο ή αν αποφασίσουν να μας αγοράσουν Άραβες και ρίξουν άπλετο χρήμα, αλλά μέσα από μπασκετική μεθοδικότητα.
Ο PAO BC αν θέλει να συνεχίσει να είναι legit, πρέπει να προσαρμοστεί στις υπάρχουσες συνθήκες και να μην περιμένει να συμβεί κάτι μαγικό.
Γιατί όταν δεν προσαρμόζεσαι, μένεις πίσω.
Κοινώς, to evolve is to adapt.
Εύχομαι να το δούμε.