“Αν θέλουμε να μείνουν όλα ως έχουν, είναι ανάγκη να τα αλλάξουμε όλα”
Ακόμη και όσοι δεν έχουν διαβάσει το μυθιστόρημα «Il Gatopardo» του Giuseppe Tomasi di Lampedusa που μετέφερε στην μεγάλη οθόνη ο Luchino Visconti, είναι πολύ πιθανό να έχουν σκοντάψει κάπου πάνω σε αυτή τη διάσημη φράση.

Γραμμένο τη δεκαετία του 1950, το μυθιστόρημα που πήρε τον τίτλο του από το έμβλημα της αριστοκρατικής οικογένειας του πρωταγωνιστή της ιστορίας Don Fabrizio Corbera, πρίγκηπα της νήσου Σαλίνα, αφηγείται με μαεστρικό τρόπο τη βίαιη αλλαγή του παλιού κόσμου που βίωνε η Ιταλία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.
Πρόκειται για την εποχή του Garibaldi και του Risorgimento, της γένεσης του ιταλικού έθνους-κράτους δηλαδή, που ερχόταν να σαρώσει την παλαιά τάξη πραγμάτων αντικαθιστώντας την κυριαρχία των ευγενών γαιοκτημόνων με αυτή της ανερχόμενης τάξης των αστών.
Η απόφαση που καλείται να πάρει ο ήρωας της ιστορίας είναι αν θα αλλάξει τις αξίες και τις πρακτικές του για να παραμείνει η οικογένειά του μέρος της κοινωνικής ελίτ που αλλάζει μορφή.
Σε αυτό το πλαίσιο ο ανιψιός του πρίγκηπα, ο Τανκρέντι, του απευθύνει αυτή τη διάσημη φράση με σκοπό να του δώσει να καταλάβει τι ακριβώς διακυβεύεται για την οικογένεια τους. Μια φράση που συμπυκνώνει την ουσία του διλήμματος που αντιμετωπίζει ο πρίγκηπας, αλλά και το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής.
Σκεφτείτε τώρα για λίγο την εφαρμογή αυτού του ρητού στον μεταμοντέρνο κόσμο του ύστερου καπιταλισμού, στον οποίο ζούμε.
Ένα κόσμο, όπου η εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία μέσω των εκλογών στις αστικές δημοκρατίες ευαγγελίζεται συχνά μεγάλες αλλαγές στον τρόπο άσκησης πολιτικής και διακυβέρνησης, αλλά δεν επιφέρει σχεδόν ποτέ κάποια δομική αλλαγή του κοινωνικο-πολιτικού status quo.
Στον δικό μας κόσμο ο Τανκρέντι θα μπορούσε να είναι κάποιος εκατομμυριούχος, διαπλεκόμενος με την πολιτική εξουσία, και να χρησιμοποιεί αυτήν ακριβώς τη φράση για να πείσει και άλλους της συνομοταξίας του να στηρίξουν την αλλαγή κόμματος εξουσίας με σκοπό να μην θιγούν τα συμφέροντά τους.
Αν φανταστείτε τώρα τον Τανκρέντι να το κάνει αυτό στις ΗΠΑ, το σενάριο μοιάζει ακόμα πιο αληθοφανές.
Η λογική του Τανκρέντι μοιάζει κομμένη και ραμμένη στα μέτρα ενός πολιτικού συστήματος που βασίζεται σε έναν ελιτιστικό και πλήρως ανελαστικό δικομματισμό, ο οποίος στο όνομα της διαφάνειας έχει νομιμοποιήσει και θεσμοθετήσει τη διαπλοκή.
Ενός πολιτικού συστήματος στο οποίο η οικονομικά κυρίαρχη τάξη έχει το προνόμιο να σπονσοράρει σε δημόσια θέα αυτούς που θα υπερασπιστούν τα συμφέροντα της για να μην χρειάζεται να σπρώχνει λεφτά κάτω από το τραπέζι (όπως υποκριτικά συμβαίνει σε άλλες αστικές δημοκρατίες).
Οι ΗΠΑ, η παραδοσιακή υπερδύναμη αυτού του πλανήτη, είναι ο ιδεότυπος της θεσμοθετημένης μεταδημοκρατίας της εποχής μας και το κατεξοχήν μέρος όπου η εναλλαγή των δύο κομμάτων στην εξουσία αποσκοπεί στο να παραμείνουν όλα τα ίδια.
Για αυτό δεν χρειάζονται και περισσότερα των δύο κομμάτων.
Και οι εκλογές τους είναι ένα μεγάλο πανηγύρι με διεθνή απήχηση και ενδιαφέρον.
Όποιος ξέρει από πανηγύρια γνωρίζει ότι αυτά ήταν ανέκαθεν η χαρά του τρελού του χωριού. Μόνο που στην περίπτωση των ΗΠΑ ένας τέτοιος κυβερνούσε τη χώρα τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Και την κυβερνούσε σαν κανονικός τρελός. Χωρίς να προσποιείται.
Στην πραγματικότητα αυτό ήταν που τον έφερε στη θέση του πλανητάρχη και αυτό ήταν που θα μπορούσε να τον είχε διατηρήσει σε αυτήν και για δεύτερη τετραετία.
Για αυτό το “θα μπορούσε” θέλω να μιλήσω σήμερα. Πόσο πιθανό ήταν;
Στο ελληνικό ίντερνετ δεν ήταν λίγοι αυτοί που έσπευσαν την επομένη των εκλογών και ενώ η καταμέτρηση των ψήφων δεν είχε ολοκληρωθεί να μιλήσουν για νίκη του Trump, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.
Όσοι βιάστηκαν να προεξοφλήσουν δεύτερη τετραετία Trump και να μιλήσουν για “κουβά” των δημοσκοπικών προβλέψεων μάλλον γνώριζαν λίγα για τον τρόπο ψηφοφορίας στις αμερικανικές εκλογές και παρασύρθηκαν από τις τυπικά υπερφίαλες και ανακριβείς δηλώσεις νίκης του πλανητάρχη.
Όποιος γνώριζε ότι μεγάλο μέρος των ψήφων σε κάποιες πολιτείες ήταν επιστολικές και ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ψήφων προέρχεται από την εκλογική δεξαμενή των Δημοκρατικών ήξερε ότι το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά είχε κριθεί.
Τα είχε εξηγήσει απλά και ο όμορφα ο Bernie Sanders πριν κλείσουν οι κάλπες, προβλέποντας μάλιστα με χειρουργική ακρίβεια και το show που θα έδινε ο Τραμπ βασιζόμενος στα πρόωρα και ανακριβή αποτελέσματα των εκλογικών τμημάτων.
Η καταμέτρηση των επιστολικών ψήφων κατέγραψε μία εντυπωσιακή ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος, το οποίο εντέλει δεν ήταν και τόσο ντέρμπι όσο θα βόλευε τις βιαστικές αναλύσεις περί θραμβεύοντος “τραμπισμού”.
Όποιος έζησε την αναμέτρηση Bush – Gore το 2000 ξέρει τι θα πει ντέρμπι και μάχη ψήφο-ψήφο.
Ο George Bush junior κέρδισε στην ουσία την προεδρία για μόλις 537 ψήφους. Τόση ήταν η διαφορά μετά την επαναληπτική καταμέτρηση στην πολιτεία της Φλόριντα, η οποία έκρινε το αποτέλεσμα, επιτρέποντας στον Bush να φτάσει τους 271 εκλέκτορες έναντι 266 του Gore.
Fun fact: ο ηττημένος Al Gore πήρε περίπου 500 χιλιάδες περισσότερες ψήφους στο σύνολο της επικράτειας από τον νικητή.
Κάτι λέγαμε για μεταδημοκρατία πριν…
Ο Biden αντίθετα νίκησε σχετικά άνετα τον Trump, έχοντας 290 εκλέκτορες έναντι 232 του αντιπάλου του μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, και ξεπερνώντας τον κατά σχεδόν 6 εκατομμύρια ψήφους…

Τα στατιστικά στοιχεία μπορεί να είναι αδιάψευστοι μάρτυρες μιας ξεκάθαρης νίκης ή μιας ξεκάθαρης ήττας αντίστοιχα, ανάλογα από ποια οπτική γωνία το βλέπει κανείς, αλλά στα ελληνικά social media έδωσαν και πήραν οι αναλύσεις που έκαναν λόγο για κυριαρχία του «τραμπισμού» και για τον Trump ως ουσιαστικό νικητή στο πολιτικό σκήνικο.
Ήττα σαν νίκη δηλαδή με όρους “μαχόμενης” μπασκετικής δημοσιογραφίας, αλλά γιατί;
Με πόσα εκατομμύρια ψήφους έπρεπε να χάσει άραγε ο Trump για να μιλάμε για ήττα σαν ήττα;
Και αν αφήσουμε κατά μέρος τον “τραμπισμό” για λίγο, ως μία αρκετά αμφιλεγόμενη έννοια (θα επανέλθω σε αυτό παρακάτω) και μιλήσουμε για τον ίδιο τον Trump, πως μπορεί αυτός να θεωρείται νικητής καθ’ οιονδήποτε τρόπο;
Να συμφωνήσουμε καταρχάς ότι τις εκλογές “δεν τις κέρδισε” ο συντηρητικός Biden με τις ικανότητες και την γοητεία του. Μιλάμε για έναν ελάχιστα χαρισματικό υποψήφιο που κάλλιστα θα μπορούσε να ηγείται στην ρεπουμπλικανική πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος, αν υπήρχε τέτοια.
Πιθανότατα και μέσα στο ίδιο το ρεπουμπλικανικό κόμμα πρέπει να υπάρχουν αρκετοί που θα νιώσουν πιο άνετα με τον δημοκρατικό Biden στον Λευκό Οίκο από ό,τι ένιωθαν με τον Trump, τουλάχιστον σε επίπεδο πολιτικής αισθητικής.
Να συμφωνήσουμε επίσης ότι τις εκλογές “δεν τις κέρδισε” ούτε η πολιτική ατζέντα του Δημοκρατικού κόμματος που συνεχίζει να αντιμετωπίζεται – δικαιολογημένα θα πω – με μεγάλη καχυποψία από μεγάλο κομμάτι της αμερικανικής εργατικής τάξης.
Αλλά αν τις εκλογές “δεν τις κέρδισαν” ούτε ο Biden ούτε το κόμμα του, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν τις κέρδισε ούτε o Trump που είναι υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο μετά από μία μόνο τετραετία.
Ή για να το θέσω αλλιώς ώστε να γίνω κατανοητός. Τις εκλογές αυτές κάποιος τις έχασε και αυτός δεν είναι ούτε ο Biden ούτε το Δημοκρατικό κόμμα, αλλά ούτε καν το Ρεπουμπλικανικό κόμμα ως ένα κόμμα αρχών.
Τις εκλογές τις έχασε ο Donald Trump και η προσωπική του ατζέντα.
Αυτή η ατζέντα που τον έβαλε στον Λευκό Οίκο το 2016 και που τον πέταξε θριαμβευτικά έξω τέσσερα χρόνια αργότερα.
Όπως επισημαίνουν – εν μέρει σωστά – όσοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο “τραμπισμός” είναι ο ουσιαστικός νικητής της εκλογικής μάχης, ο Trump είναι πιθανό ότι δεν θα έχανε την προεδρία αν δεν ήταν η κρίση του κορωναϊού και η αναζωπύρωση του κινήματος Black Lives Matter.
Αν ισχύει αυτό όμως, θα πρέπει να δεχτούμε και κάτι άλλο ως δεδομένο.
Για την καταστροφική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης του κορωναϊού που έπαιξε βασικό ρόλο στην πτώση του Trump δεν ευθύνεται κανείς άλλος – ούτε οι δημοκρατικοί και η Silicon valey που τους στηρίζει, ούτε καν το ίδιο το ρεπουμπλικανικό κόμμα και οι πολιτικές αρχές του – παρά μόνο ο ίδιος ο Trump.
Αυτός και η “ψεκασμένη” προσωπική πολιτική του ατζέντα που είναι η βάση και η πεμπτουσία του “τραμπισμού”.
Θεωρώ τον “τραμπισμό” μία ασαφή έννοια και αν έπρεπε να τον ορίσω θα έλεγα ότι δεν αντιστοιχεί σε κάποια διακριτή πολιτική ιδεολογία, ούτε καν σε μία συγκροτημένη κυβερνητική ατζέντα παρότι συχνά προβάλλεται ως ένα από τα δύο ή και τα δύο μαζί.
Ο “τραμπισμός” είναι πρωτίστως μια πολιτική αισθητική βασισμένη σε μία λαϊκίστικη επικοινωνιακή πρακτική που χρησιμοποίησε και κεφαλαιοποίησε με ξεχωριστό τρόπο διάφορα κλασικά ιδεολογικά μοτίβα του ευρύτερου συντηρητικού πολιτικού χώρου (εθνικό συμφέρον, οικονομικό προστατευτισμό, δαιμονοποίηση ξένων και μειονοτήτων κλπ).
Η επιτυχία του οφείλεται στο γεγονός ότι έβγαλε από το περιθώριο και απενοχοποίησε το βαθύ κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας που παραμένει εντυπωσιακά απαίδευτο και δομικά ρατσιστικό.
Και το έκανε μιλώντας τη γλώσσα του και καθιστώντας την πολιτική νοοτροπία και «λογική» του κυρίαρχο κρατικό αφήγημα και πρακτική.
Αποτέλεσμα και αποκορύφωση αυτής της πρακτικής ήταν το χάος στη διαχείριση της πανδημίας, αλλά και η απολύτως ανάλγητη στάση απέναντι στα θύματα της ρατσιστικής αστυνομικής βίας.
Οι μαύροι έπεφταν νεκροί από αστυνομικές σφαίρες και επί Ομπάμα, όταν και γεννήθηκε το κίνημα Black Lives Matter, αλλά ο πρώτος μαύρος πρόεδρος είχε την ελάχιστη πολιτική αξιοπρέπεια να καταδικάζει αυτό που συνέβαινε.
Κι ας κυβερνούσε σαν λευκός, δείχνοντας ανήμπορος να κάνει ό,τιδήποτε για να αλλάξει/εμποδίσει τον κυρίαρχο ρατσισμό στην αστυνομική πρακτική.
Ο Trump πάλι απλώς συμφωνεί πλήρως με την κυρίαρχη αστυνομική πρακτική και δεν το έκρυψε ποτέ. Και ο λόγος που δεν το έκρυψε είναι γιατί είναι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό του και το ακροατήριο του.
Αυτό που βγήκε αλαλάζον στους δρόμους και ζητούσε να σταματήσει η καταμέτρηση των ψήφων όταν τα πράγματα άρχιζαν να ζορίζουν για τον ηγέτη τους. Άσχετα αν την ώρα που το ζητούσαν μια τέτοια εξέλιξη θα σφράγιζε την ήττα του. Ο “τραμπισμός” σε όλο του το μεγαλείο.
Σε αυτή τη βάση είναι καλό να τονίσουμε πόσο αφελής είναι η προσπάθεια κάποιων αριστερών αναλύσεων να καταγγείλουν όσους απαξιώνουν τους οπαδούς του «τραμπισμού» ως ελιτιστές που σιχαίνονται και δεν αφουγκράζονται τον απλό λαό.
Φοβάμαι ότι τέτοιες αναλύσεις εξιδανικεύουν τους ανθρώπους που ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, ακόμη και όταν αυτοί έχουν χάσει κάθε επαφή με την λογική και την πραγματικότητα.
Αν θέλετε να καταλάβετε τι ακριβώς εννοώ με αυτό, αρκεί να ρίξετε μια ματιά στο παρακάτω βίντεο με ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα λαϊκών υποστηρικτών του “τραμπισμού”. Είναι ένα απίστευτα αστείο και συνάμα ένα τραγικά στενόχωρο θέαμα που ειλικρινά αξίζει τον χρόνο σας.
Νομίζω ότι είναι καιρός να διαχωρίσουμε στο μυαλό μας την απόλυτη ανάγκη να καταγγέλλουμε και να προσπαθούμε να αλλάξουμε τις εκπαιδευτικές πολιτικές που δημιουργούν τέτοιες ανόητες και επικίνδυνες λαϊκές μάζες, από μια ηθικοπλαστική ανάγκη να υπερασπιστούμε έναν τέτοιον συρφετό «ψεκασμένων» στο όνομα μιας εξιδανικευμένης λαϊκότητας.
Σκοπός της Αριστεράς θα πρέπει να είναι η σωστή γενική μόρφωση και η απόκτηση βασικής πολιτικής παιδείας από τις μάζες των απλών ανθρώπων ως βασική προϋπόθεση της πολιτικής τους χειραφέτησης μακριά από τον ρατσισμό και κάθε είδους συνωμοσιολογία.
Όχι η υπεράσπιση της άγνοιας και του σκοταδισμού τους, στα οποία τις έχουν καταδικάσει τα εκπαιδευτικά συστήματα των αστικών δημοκρατιών με σκοπό την εύκολη χειραγώγησή τους.
Ο “τραμπισμός” λοιπόν θριάμβευσε ως πολιτική αισθητική και επικοινωνιακή τακτική από το 2016 και μετά γιατί αναγνώρισε ότι υπήρχε το κοινωνικό υλικό, στο οποίο μπορούσε να στηριχτεί για να το κάνει.
Αλλά δεν ήταν μόνο η βαθιά Αμερική του Midwest και των Rednecks που έδωσε την προεδρία στον Trump και που τον κατέστησε πολιτικά κυρίαρχο μέχρι και το ξέσπασμα της πανδημίας.
Τον ψήφισαν και Λατίνο και μαύροι και μάλιστα στις τελευταίες εκλογές τον ψήφισαν περισσότεροι Λατίνο και μαύροι σε σχέση με το 2016
Αν η ψήφος της Λατίνο κοινότητας δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη, καθώς σημαντικό κομμάτι της στηρίζει παραδοσιακά τους Ρεπουμπλικανούς [δες εδώ], η άνοδος στους μαύρους ψηφοφόρους φαντάζει εντελώς παράταιρη στην παρούσα συγκυρία [για αυτήν την άνοδο δες εδώ].
Τέτοια φαινόμενα θεωρούνται εκ των βασικών λόγων που υποδεικνύουν τον Trump και τον “τραμπισμό” ως ουσιαστικούς κυρίαρχους στο πολιτικό σκηνικό.
Στην περίπτωση των μαύρων, η ταύτιση του “τραμπισμού” με μια πολιτική οικονομικού προστατευτισμού που ευνόησε τα κατώτερα λαϊκά στρώματα φαντάζει ως η μόνη λογική εξήγηση για το γεγονός ότι ψήφισαν έναν απροκάλυπτο ρατσιστή που έχει γραμμένο το δικαιώμά τους σε ίση μεταχείριση από τους μπάτσους στα παλαιότερα των υποδημάτων του.
Είναι γεγονός ότι πριν ξεσπάσει η πανδημία, δηλαδή περίπου για τα τρία πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Trump, η οικονομία βρισκόταν σε πορεία ανάπτυξης με κερδισμένους αυτής της εξέλιξης τα κατώτερα στρώματα που είδαν το εισόδημά τους να αυξάνεται [για τα επίσημα στοιχεία δες εδώ].
Υπάρχει βέβαια και αντίλογος σε αυτό που λέει ότι η οικονομική ανάπτυξη αυτής της περιόδου πολύ λίγο μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα των πολιτικών του ίδιου του Trump, ο οποίος επωφελήθηκε από μια μακροχρόνια ανοδική πορεία της αμερικανικής οικονομίας που είχε ξεκινήσει επί Ομπάμα.
Όποιο και από τα δύο σενάρια να ισχύει, η ουσία παραμένει ωστόσο ότι ο Trump καρπώθηκε αυτή τη συνθήκη σε όρους πολιτικού και εκλογικού κεφαλαίου.
Από τη μία, η λευκή εργατική Αμερική φύσει αλλά και θέσει, ως βασικό θύμα της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης της αμερικανικής βιομηχανίας, είχε κάθε λόγο να επιβραβεύσει έναν πρόεδρο που φάνηκε να τηρεί τις οικονομικές υποσχέσεις του.
Έναν πρόεδρο που αν μπορούσε θα είχε ανατινάξει το Μεξικό για να απαλλάξει τις ΗΠΑ από παράνομα, φθηνά εργατικά χέρια.
Από την άλλη, αρκετοί μαύροι ψηφοφόροι προφανώς και έβαλαν το οικονομικό πάνω από το φυλετικό, αποδεικνύοντας ότι οι μειονότητες δεν είναι μονολιθικές ενότητες που ψηφίζουν με βάση μια κοινή δικαιωματική ιδεολογία.
Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι: Καθιστά αυτό απόδειξη της κυριαρχίας του “τραμπισμού” στην πολιτική σκηνή παρά την εκλογική ήττα του Trump;
Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι όχι.
Το γεγονός ότι ένα μέρος των μαύρων ψηφοφόρων εμφανίστηκε διατεθειμένο να αγνοήσει τον ρατσισμό του Trump προτάσσοντας την καλυτέρευση της οικονομικής του κατάστασης, δείχνει ότι όταν δεν υπάρχει μία πολιτική δύναμη που να υπηρετεί και τα δύο, τότε το δεύτερο μπορεί κάλλιστα να υπερισχύσει του πρώτου ως κριτήριο επιλογής υποψηφίου σε κομμάτι των (μη προνομιούχων) ψηφοφόρων.
Αυτό μάλλον χαλάει το αφήγημα μιας μερίδας κοινωνιολόγων που ομνύουν στο τέλος της ιστορίας, θεωρώντας ανύπαρκτο τον ρόλο της ταξικής θέσης με οικονομικούς όρους στις πολιτικές επιλογές (αν είχαν διαβάσει σωστά τον Weber – ούτε καν τον Marx – θα ήξεραν καλύτερα) [1]. Ωστόσο καταδεικνύει με απλό τρόπο πως μπορούν να εξηγηθούν φαινόμενα που μοιάζουν (αλλά δεν είναι) ανεξήγητα.
Από την άλλη πλευρά είναι ξεκάθαρο ότι ο Trump, όπως και κάθε υποψήφιος, οφείλει ένα μέρος των ψήφων του σε συγκυρίες και όχι σε μια καθολική κυριαρχία της πολιτικής του ατζέντας και πρακτικής ανάμεσα σε αυτούς που τον επιλέγουν.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο. Ο Trump μπορεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να προσέλκυσε περισσότερους μαύρους ψηφοφόρους, αλλά εντέλει έχασε τις εκλογές και με διαφορά, πράγμα που τον θέτει οριστικά και αμετάκλητα στο πολιτικό περιθώριο σε προσωπικό επίπεδο.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει απαραίτητα και περιθωριοποίηση του “τραμπισμού” ως πολιτικής αισθητικής και πρακτικής, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να σημαίνει και την πολιτική κυριαρχία του.
Το αν η πολιτική αισθητική και η επικοινωνιακή πρακτική Trump θα φαντάζει εξίσου ελκυστική και αποτελεσματική για τον επόμενο υποψήφιο του ρεπουμπλικανικού κόμματος σε τέσσερα χρόνια από τώρα, μένει να το δούμε και είναι κάτι που θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες.
Ο Trump, όταν εδεήσει να ξεκολλήσει από τον Λευκό Οίκο, θα αφήσει στον διάδοχο του μία χώρα, η κοινωνία και η οικονομία της οποίας θα έχουν πληγεί σοβαρά από την πανδημία.
Οι προτεραιότητες που θα θέσει η κυβέρνηση των Δημοκρατικών σε σχέση με την αντιμετώπιση της κρίσης θα είναι καθοριστικές όσον αφορά στην απόλυτη ανάγκη να βελτιώσει την αποδοχή της στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Εκτός αυτού σημαντικό ρόλο θα παίξει και η επιλογή υποψηφίου από πλευράς των Δημοκρατικών, καθώς στις μεταδημοκρατικές ΗΠΑ ο χαρισματικός χαρακτήρας ενός υποψηφίου μπορεί να καθορίσει κατα 70-80% την έκβαση του εκλογικού αγώνα.
Το υπόλοιπο 20-30% το καθορίζει η πολιτική συγκυρία και για αυτήν θα μπορούμε να πούμε περισσότερα σε τέσσερα χρόνια από τώρα.
[1] Για τη σύγκλιση της σκέψης του Max Weber με τον Karl Marx στο θέμα της επίδρασης της ταξικής θέσης στη διαμόρφωση πολιτικών επιλογών δες Erik Olin Wright, “The Shadow of Exploitation in Weber’s Class Analysis”, American Sociological Review 67/6 (2002), 832-853