Το ερώτημα του τίτλου μοιάζει ρητορικό ή τουλάχιστον η απάντηση σε αυτό μοιάζει αυτονόητη, αλλά ίσως και να μην είναι.
Για να απαντήσουμε όμως στο ερώτημα και στο γιατί αυτό τίθεται στην παρούσα συγκυρία πρέπει να πάρουμε κάποια πράγματα από την αρχή.
Αν κάτι διακρίνει την ομάδα από τότε που την ανέλαβε ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι ότι δεν βαριόμαστε ποτέ. Μπορεί να βρίσκεται σε μία μόνιμη αγωνιστική μετριότητα στην Ευρώπη – όχι αποκλειστικά αλλά πρωτίστως – λόγω της αλλοπρόσαλλης διαχείρισης του διοικητικού της ηγέτη, αλλά τουλάχιστον δεν βαριόμαστε.
Σε αυτά τα επτά χρόνια, τη μία θα αλλάζει προπονητές σαν τα πουκάμισα, την άλλη θα ξηλώνει κορμούς για να κάνει ελληνοποιήσεις, δηλώνοντας ότι θα πάρει Ευρωλίγκα με αρχηγό κάποιο 16χρονο ταλέντο στο μέλλον, και την παρ’ άλλη θα κηρύσσει επανάσταση στην διεφθαρμένη Ευρωλίγκα μέχρι να του κάνουν τα χατήρια και να ξεχάσει τα πάντα περί διαφθοράς.
Επίσης κάθε λίγο και λιγάκι πλακώνεται και με τη Θ13 προσποιούμενος ότι για όλα τα κακώς κείμενα στο γήπεδο φταίει μόνο αυτή. Όσο προβληματική και να είναι η Θ13, που όντως είναι, ο ίδιος που τρώει πρόστιμα γιατί επιτίθεται από τα μπροστινά καθίσματα σε αξιωματούχους της Ευρωλίγκας και καπνίζει σαν το φουγάρο μέσα στο γήπεδο δεν μπορεί να μην φταίει ποτέ και για τίποτα.

Πως να βαρεθείς με όλα αυτά λοιπόν;
Κι αν κάνεις πως βαριέσαι όμως όλο και κάτι έξτρα θα σκεφτεί ο πρόεδρος για να ανάψουν τα αίματα ανάμεσα στους πράσινους οπαδούς.
Το καλοκαίρι ας πούμε αποφάσισε να ανακηρύξει καλύτερο Έλληνα προπονητή τον Αργύρη Πεδουλάκη (ποιός Ιτούδης και ποιός Μπαρτζώκας τώρα) και είπε να τον φέρει για τρίτη φορά στην ομάδα για να αποδείξει την αξία του στο υψηλότερο επίπεδο. Αυτήν που δεν είχε μπορέσει να αποδείξει τις προηγούμενες δύο φορές με αποτέλεσμα να τον διώξει άρον άρον.
Τι έκανε ο ΔΓ για να στηρίξει την εξ ορισμού καταστροφική επιλογή Πεδουλάκη;
Μεταγραφές αεροδρομίου με βάση τα τωρινά ταπεινά οικονομικά δεδομένα της ομάδας.
Πρώτα βέβαια σπεύσαμε να κλείσουμε τον Tyrese Rice σε τιμή ευκαιρίας. Πήραμε ένα shoot first pg επιπέδου Φ4 στα 450k σκάρτα και λύσαμε το πρόβλημα του back-up του Καλάθη – or so we thought.

Διότι ο Rice είναι σε ατομικό επίπεδο πολύ καλύτερος του αλησμόνητου Lekavičius οπότε με βάση μια μπακάλικη λογική οι περισσότεροι θεώρησαν αυτόματα ότι problem solved. Αμ δε που λύθηκε όμως.
Μετά τον Rice σπεύσαμε να κλείσουμε τον σούπερ σκόρερ και γνωστή διαχρονική καψούρα του προέδρου Jimmer Fredette. Κανονική μεταγραφή αεροδρομίου αυτή παλιάς κοπής, από εκείνες που πρώτα έφτανε ο παίκτης και μετά το μάθαινε ο κόουτς ένα πράγμα.

Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο Πεδουλάκης δεν ενθουσιαζόταν στην ιδέα της συνύπαρξης των Rice και Fredette στην περιφέρεια (λογικό θα πω εγω, αν ισχύει η φήμη), αλλά έκανε την καρδιά του πέτρα για να μην κακοκαρδίσει τον πρόεδρο που πήγε κόντρα στα τρία τέταρτα των οπαδών της ομάδας για να τον ξαναφέρει πίσω.
Ωστόσο είτε του τον επέβαλε τον Fredette ο ΔΓ είτε τον ήθελε κι ο ίδιος λίγη διαφορά κάνει ως προς τον λάθος τρόπο σκέψης και μεταγραφικής πολιτικής που κυριαρχεί στον σύλλογο.
Φυσικά το πρόβλημα εδώ δεν είναι ούτε o Fredette ούτε ο Rice ως μονάδες. Το πρόβλημα είναι άλλο και αφορά στη λογική της στελέχωσης και στη λειτουργικότητα.
Τα έγραφα και στην αρχή της σεζόν εδώ, θα τα επαναλάβω και τώρα. Σε μία περιφέρεια όπου υπήρχε ήδη ένας δημιουργός όπως ο Καλάθης που θέλει τη μπάλα διαρκώς στα χέρια και έναν γκαρντ όπως ο Παππάς που ερχόταν από δεύτερο χιαστό και στα καλά του θέλει επίσης τη μπάλα στα χέρια, ο ΠΑΟ ως ομάδα με σχεδιασμό επιπέδου Ευρωλίγκας υποτίθεται προσέθεσε δύο παίχτες κάτω των 190cm που έχουν κάνει και οι δύο καριέρα ως ballers.
Με λίγα λόγια και για να το κάνω λιανά. Το καλοκαίρι πρόεδρος και προπονητής για διαφορετικούς λόγους ο καθένας έστησαν μία πλήρως δυσλειτουργική περιφέρεια παρότι είναι μέσα στις πιο ακριβές στην Ευρώπη.
Καλάθης, Fredette, Rice και Παππάς κοστίζουν μαζί γύρω στα 5,5 εκατομμύρια!
Ανοίγω μια παρένθεση εδώ: Το πολυσυζητημένο λάθος με τον Παππά έγινε πέρσι όταν κακώς, κάκιστα από αγωνιστικής άποψης ανανέωσε με πρωτοβουλία του ΔΓ για δύο χρόνια με το υπέρογκο ποσό των 800k. Φέτος όμως μετά τον σοβαρό τραυματισμό του δεν θα ήταν ηθικό να αποδεσμευθεί. Κλείνω παρένθεση.
Αν λοιπόν η σύνθεση της περιφέρειας δείχνει σε όλο της το μεγαλείο την προχειρότητα που κυριαρχεί στον μεταγραφικό σχεδιασμό του συλλόγου επί Δημήτρη Γιαννακόπουλου, αυτή δεν περιορίστηκε μόνο εκεί.
Διότι στη συνέχεια η ομάδα προχώρησε και σε δεύτερη μεταγραφή αεροδρομίου δίνοντας άλλο 1 εκ για να φέρει ένα τριάρι από το ΝΒΑ ενώ είχε βασικό παίχτη εκεί τον Παπαπέτρου.

Φυσικά στο άκουσμα της μεταγραφής του Johnson κανένας δεν ήταν καταρχήν αρνητικός, γιατί ποιος δεν θα ήθελε στην ομάδα του έναν έμπειρο αθλητικό NBAer, εξαιρετικό αμυντικό και αξιοπρεπή σουτέρ;
Ωστόσο υπήρχε εξαρχής μία σοβαρή ένσταση σε αυτήν τη μεταγραφή, η οποία αφορούσε στο ότι πρόεδρος και προπονητής είχαν προηγουμένως αγνοήσει για άλλη μια φορά επιδεικτικά το χρόνιο πλέον πρόβλημα της ομάδας στη θέση 5.
Σε μια ομάδα με καίρια έλλειψη rim protection επιλέξαμε να αντικαταστήσουμε τον λίγο για αυτόν τον ρόλο Gist με τον Wiley, έναν undersized ψηλό που είναι κάκιστος στο αμυντικό ριμπάουντ. Και στη συνέχεια να τον πλαισιώσουμε με ακόμα έναν άγουρο ψηλό, τον Βentil που παρότι έχει τα σωματικά προσόντα θέλει χρόνο και δουλειά για να γίνει παίχτης Ευρωλίγκας.
Α, κρατήσαμε και τον Ίαν Βουγιούκα για να προσφέρει πολύτιμα λεπτά με την εμπειρία του, ασχέτως αν πλέον δεν αντέχει ούτε πεντάλεπτο απέναντι στα αθλητικά σέντερ της Ευρωλίγκας με αποτέλεσμα να εκτίθεται κάθε φορά που πατάει στο παρκέ.
Το αποτέλεσμα για άλλη μια χρονιά είναι ότι έχουμε 4 σέντερ που όλα μαζί δεν κάνουν έναν κανονικό. Και όλοι κατηγορούν τον Παπαγιάννη επειδή δεν παίζει σαν τον Embiid στα 22 του παρότι από όλους όσους έχουμε είναι ο μόνος που έχει πραγματική προοπτική να γίνει αξιόλογος παίκτης σε αυτό το επίπεδο. Aν δεν τον κάψουν τελείως βαφτίζοντάς τον με το ζόρι βασικό και δίνοντας τον βορά στην αδηφάγα εξέδρα.
Η επιλογή να δοθεί 1 εκ στον Johnson, λοιπόν, είχε εξαρχής ένα ερωτηματικό όχι λόγω του βιογραφικού του παίκτη, αλλά λόγω της θέσης στην οποία μια ποιοτική προσθήκη αυτού του οικονομικού μεγέθους θα έπρεπε να έχει προτεραιότητα στον σχεδιασμό.
Το γεγονός ότι ο Johnson δεν αποδίδει ούτε στο ελάχιστο της αξίας του μέχρι στιγμής απλώς κάνει την επιλογή να φαντάζει ακόμα χειρότερη. Το παράδοξο στην όλη υπόθεση βέβαια είναι ότι αν ο Johnson απέδιδε αυτό που πραγματικά μπορεί, ειδικά στον τομέα της άμυνας και των ριμπάουντ, μάλλον θα περιόριζε κάπως το πρόβλημα στη ρακέτα. Και η αλήθεια είναι ότι αυτό ελπίζαμε στο άκουσμα της μεταγραφής του το καλοκαίρι.
Δεν το κάνει όμως και το πρόβλημα αντί να μειώνεται διογκώνεται
Με αυτά και με αυτά ο κακοστημένος Παναθηναϊκός του Πεδουλάκη εμφάνισε την καλύτερη επίθεση και τη δεύτερη χειρότερη άμυνα στα πρώτα 8 ματς της σεζόν. Και κατάφερε να βγάλει το πιο εύκολο κομμάτι του προγράμματος του πρώτου γύρου με ρεκόρ 4-4.
Ένα 4-4 που θα έπρεπε να είναι 6-2 ή ακόμα και 7-1 με βάση την εξέλιξη των ματς απέναντι στην ASVEL, την Αρμάνι και την Αλμπα. Ματς που χάθηκαν στον πόντο όχι λόγω της ανωτερότητας των αντιπάλων, αλλά λόγω της φοβικότητας και εν τέλει της ανεπάρκειας του δικού μας πάγκου.
Το πρόβλημα όμως δεν ήταν κυρίως στο πως χάναμε δικά μας παιχνίδια, αλλά στο πως παίζαμε γενικώς.
Διότι όποιος έβλεπε κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων καταλάβαινε ότι η καλύτερη επίθεση της Ευρωλίγκας είχε παίξει μέχρι τότε απέναντι στις ομάδες με τις χειρότερες άμυνες.
Και απέναντι σε αυτές τις άμυνες είχε τον Καλάθη να σουτάρει με το αφύσικο για αυτόν 43% στο τρίποντο και τον Rice που ήλθε με μέσο όρο καριέρας στην Ευρωλίγκα στο 33% να σουτάρει με σχεδόν 50%.
Για τον Καλάθη έγραψα πριν λίγο καιρό στο τουίτερ με αφορμή το εξαιρετικό ποσοστό του στα τρίποντα στα πρώτα 10 ματς ότι το δείγμα ήταν ικανοποιητικό για να μιλάμε για βελτίωση και ότι το ζητούμενο για αυτόν θα ήταν να καταφέρει να σταθεροποιηθεί σε ένα ποσοστό πάνω του 35% καθόλη τη διάρκεια της χρονιάς, καθώς αυτό θα ανέβαζε επίπεδο τη λειτουργικότητα της επίθεσης της ομάδας.
Δυστυχώς ο Νικ έσπευσε να διαψεύσει τις όποιες προσδοκίες γέννησε αυτό το καλό ξεκίνημα, καθώς το ποσοστό του έπεσε κατακόρυφα στα τελευταία 6 ματς, στα οποία σουτάρει με κάτω του 20% στο τρίποντο, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος του να έχει κατακρημνιστεί από το 43% στο 28% πλέον.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η κατακόρυφη πτώση δεν οφείλεται τόσο ή κυρίως στις καλύτερες άμυνες που βρέθηκαν απέναντι του, καθώς μεγάλος αριθμός των τριπόντων που παίρνει είναι ελεύθερα, δηλαδή σουτ που του δίνει εσκεμμένα η αντίπαλη άμυνα.
Το ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα για την επίθεσή μας είναι ότι ο Νικ παίρνει αυτά τα σουτ αφειδώς στα τελευταία ματς. Στα πρώτα 10 ματς είχε επιχειρήσει 33 τρίποντα και στα επόμενα 6 επιχείρησε άλλα 33, παίρνοντας σε κάποια εξ αυτών 8 ή 9 σουτ. Εξωφρενικά νούμερα ενάντια σε κάθε μπασκετική λογική για έναν παίκτη με τέτοια ποσοστά καριέρας.
Κανένας προπονητής δεν μπορεί να πει σε έναν παίκτη και δη στον πιο ακριβοπληρωμένο της ομάδας να μη σουτάρει φυσικά. Η ιδανική λύση για την επίθεση του Παναθηναϊκού, λοιπόν, θα ήταν να ανεβάσει και να σταθεροποιήσει το ποσοστό του σε αξιοπρεπή επίπεδα (35%) ο Καλάθης, αλλά αυτό το θεωρώ πολύ δύσκολο με βάση την έως τώρα εμπειρία. Οπότε το μόνο που απομένει είναι να κατανοήσει ο ίδιος ο παίκτης ότι πρέπει να γίνει πιο επιθετικός προς το καλάθι και όχι να παίρνει περισσότερα τρίποντα κι από τον Fredette σε κάθε ματς.
Το μεγάλο πρόβλημα του φετινού Παναθηναϊκού όμως, όπως τον έστησε ο Πεδουλάκης, δεν είναι στην επίθεση αλλά στην άμυνα σε συνδυασμό με τις κάκιστες επιδόσεις στο ριμπάουντ. Μπορεί να ακούγεται ειρωνικό, αλλά ο προπονητής που θεωρείται μετρ της άμυνας κατάφερε να παρουσιάσει το πιο αδούλευτο και ασύνδετο αμυντικό σύνολο των τελευταίων χρόνων.
Και τα δύο, άμυνα και ριμπάουντ, είναι αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς πρωτίστως και δευτερευόντως ατομικού ταλέντου. Το ατομικό ταλέντο στην άμυνα μπορεί να απογειώσει την ομαδική προσπάθεια, αλλά πρωτίστως χρειάζεται ομοιογένεια και αυτοματισμούς που προκύπτουν μέσα από στοχευμένη ομαδική προπόνηση.
Ο περσινός Παναθηναϊκός του Πιτίνο δεν ήταν καλύτερος όσον αφορά στο ατομικό αμυντικό ταλέντο των παικτών του, αλλά στήριξε την αντεπίθεσή του από τα τέλη Γενάρη και μετά στη συμπαγή άμυνα που έπαιξε ως σύνολο.
Εκτός κι αν κάποιος θεωρεί ότι ο Langford και ο Lekavičius ήταν καλύτεροι αμυντικοί από τον Fredette και τον Rice και έκαναν τη διαφορά. Ακόμα και το κενό του Gist που ήταν σαφώς ανώτερος αμυντικός από τον Wiley το καλύπτει η κατακόρυφη άνοδος του Μήτογλου σε αυτόν τον τομέα φέτος. Ο Μήτογλου είναι ο παίκτης με τη μεγαλύτερη επίδραση στο αμυντικό παιχνίδι της ομάδας καθώς χωρίς αυτόν στο παρκέ ο ΠΑΟ εχει DRAT 99 ενώ με αυτόν πέφτει στο 88.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι πρωτίστως στις μονάδες αλλά στο σύνολο και στο πως αυτό δεν λειτουργεί ως τέτοιο στα μετόπισθεν. Η αδυναμία στην άμυνα επηρεάζει άμεσα και το επιθετικό παιχνίδι της ομάδας καθώς περιορίζει κατά πολύ τη δυνατότητα αυτή να επιτεθεί στο transition.
Χωρίς κλεψίματα και ριμπάουντ δεν μπορούν να υπάρξουν γρήγορες επιθέσεις που θα δώσουν εύκολους πόντους και θα απεγκλωβίσουν τον Καλάθη από την πνευματική αδυναμία που τον οδηγεί σε αψυχολόγητα σουτ στο σετ παιχνίδι όταν οι αντίπαλοι επικεντρώνονται στον Thomas, τον Fredette ή τον Rice επιλέγοντας να δώσουν το σουτ στον Νικ.
Αυτή την κατάσταση κλήθηκε να διορθώσει για άλλη μια φορά ο Ρικ Πιτίνο
Και το πρώτο ερώτημα που τίθεται φυσικά είναι αν μπορεί να καταφέρει κάτι αντίστοιχο με πέρσι. Ωστόσο ένα ακόμα πιο σημαντικό ερώτημα από μπασκετική άποψη είναι αν επιτρέπεται να θεωρούμε φυσιολογικό και αυτονόητο ότι μπορεί να έρχεται κάθε φορά στη μέση της σεζόν ένας προπονητής, όσο καλός και να είναι αυτός, να αναλαμβάνει μια ομάδα που έστησε λάθος ένας άλλος και να την μεταμορφώνει προς το καλύτερο.
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι φυσικά όχι. Μόνο στη χώρα του δεν βαριέσαι και της απίστευτης προχειρότητας μπορεί να ισχύει μια τέτοια λογική του παραλόγου που πάει ενάντια στις βασικές αρχές του αθλήματος.
Στο πρώτο ερώτημα πάλι την απάντηση θα την ξέρουμε στο τέλος της σεζόν, αλλά αυτό λίγο θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει τώρα. Τουλάχιστον δεν είναι το πρώτο που θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει.
Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία αντιθέτως είναι να ξαναβρούμε την ελάχιστη μπασκετική λογική, την οποία ο PAO BC δείχνει να έχει απωλέσει.
Κατά τη γνώμη μου, το βασικό πρόβλημα της ομάδας αυτή τη στιγμή είναι ότι λίγοι τόσο στην ΚΑΕ όσο και ανάμεσα στους φιλάθλους δείχνουν να έχουν κατανοήσει τον πρωταρχικό λόγο που έπρεπε να επιστρέψει ο Πιτίνο.
Και φυσικά το θέμα εδώ δεν είναι τόσο εκείνοι οι οπαδοί που υπάρχουν σε όλες τις ομάδες και που κρίνουν τα πάντα κοντόφθαλμα με βάση τα αποτελέσματα. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ο διοικητικός ηγέτης που νομίζει ότι επειδή έφερε έναν HoFer και πάλι στη μέση της σεζόν, μπορεί να ελπίζει και να στοχεύει σε πρόκριση στο Φ4.
Εδώ να διευκρινίσω ότι ο Πιτίνο δεν είναι αλάνθαστος ούτε είναι υπεράνω κριτικής. Το σημαντικότερο όμως είναι να καταλάβουμε ότι δεν είναι θαυματοποιός. Όταν λοιπόν κάποιοι περιμένουν να κάνει θαύματα το πρόβλημα το έχουν αυτοί και όχι ο Πιτίνο. Και αν η κριτική που του ασκείται έχει ως βάση το γεγονός ότι δεν κάνει θαύματα τότε αυτοί που την ασκούν περνούν από το επίπεδο του προβληματικού στο επίπεδο του γελοίου.
Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους με βάση την ελάχιστη μπασκετική λογική, ο Πιτίνο ανέλαβε και πάλι μια ομάδα που δεν έστησε ο ίδιος και δεν προετοίμασε ο ίδιος το καλοκαίρι. Και την ανέλαβε εν μέσω του πρώτου γύρου με κακές ήττες στην πλάτη της και έχοντας τα δυσκολότερα παιχνίδια αυτού του γύρου μπροστά της.
Ο Πιτίνο από τότε που ανέλαβε έχει ρεκόρ 3-3, έχοντας παίξει απέναντι σε Μπασκόνια, Ολυμπιακό, Φενερ, Μακάμπι, Μπατσελόνα και Ρεάλ, δηλαδή έχει κάνει τρεις ήττες απέναντι στις τρεις από τις τέσσερις καλύτερες ομάδες της διοργάνωσης μέχρι στιγμής, την ώρα που ο προκάτοχός του έκανε 4 ήττες από ομάδες που όλες βρίσκονται κάτω από τον ΠΑΟ στη βαθμολογία.
Ο Πιτίνο έχει κερδίσει δύο ματς που πήγαν στον πόντο, ένα με τον Ολυμπιακό και ένα με τη Φενερ, έχει δηλαδή καταφέρει ότι δεν κατάφερε ο προκάτοχός του στα ματς με την ASVEL και την Αρμάνι.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Πιτίνο τα κάνει όλα καλά φυσικά. Η ομάδα αδυνατεί να παίξει καλό μπάσκετ για μεγάλο διάστημα και ο ίδιος έχει κλείσει το ροτέισιον κατά πολύ και δείχνει να μη εμπιστεύεται την πλειοψηφία των παικτών του πάγκου.
Κάποιος θα μπορούσε δίκαια να του ασκήσει και κριτική για την καλοκαιρινή εισήγησή του να αποκτηθεί ο Wiley, τον οποίο δεν εμπιστεύεται γιατί αποδεικνύεται χειρότερος αμυντικός και ριμπάουντερ του παίκτη που αντικατέστησε, του Gist. Θα μπορούσε επίσης να του ασκηθεί κριτική και για κάποιες επιλογές του την ώρα των αγώνων.
Ωστόσο, κάθε κριτική που εστιάζει αυτή τη στιγμή στην απόδοση του Πιτίνο είναι μία κριτική που βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος. Και το δάσος εδώ δεν είναι απλώς ότι ο Πιτίνο χρειάζεται και δικαιούται περισσότερο χρόνο για να (ξανα)γνωριστεί με την ομάδα και να βελτιώσει την αγωνιστική λειτουργία αυτού το προβληματικά στημένου και ασύνδετου συνόλου.
Το δάσος είναι ότι τον Πιτίνο δεν τον φέραμε πίσω με διετές συμβόλαιο για να μας πάει φέτος στο Φ4. Ως εκ τούτου δεν θα τον κρίνουμε από το αν θα καταφέρει να μεταμορφώσει εν ριπή οφθαλμού μια ομάδα δεύτερης ταχύτητας σε contender.
Είναι πολύ πιθανό ότι αν ο Πιτίνο είχε δουλέψει ακόμα και με αυτό το εν μέρει προβληματικό ρόστερ από το καλοκαίρι η ομάδα θα έπαιζε καλύτερα και κάποιοι από τους νέους παίκτες, όπως ο Wiley που ο ίδιος διάλεξε, μπορεί να εμφάνιζαν διαφορετικό πρόσωπο. Η βελτίωση του Παπαγιάννη από τότε που ανέλαβε ο κόουτς είναι ενδεικτική για την επίδραση που μπορεί να έχει στους νέους παίκτες.
Το πως θα παρουσιαζόταν, όμως, η ίδια ομάδα αν είχε κάνει προετοιμασία με τον κόουτς είναι ένα εντελώς υποθετικό σενάριο και ως εκ τούτου άνευ ουσίας. Η ουσία είναι αλλού.
Όσοι επιχειρηματολογούσαμε για την ανάγκη να επιστρέψει ο Πιτίνο στην ομάδα έστω και στη μέση της σεζόν, δεν το κάναμε επειδή είχαμε στο μυαλό μας έναν μη ρεαλιστικό στόχο, ότι δηλαδή με κάποιο μαγικό τρόπο θα μας πάει στο φετινό Φ4.
Το κάναμε γιατί πιστεύαμε ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να δημιουργήσει τις βάσεις που μπορούν κάνουν την ομάδα και πάλι contender για το Φ4 στο εγγύς μέλλον.
Τονίζω ξανά ότι ο Πιτίνο δεν είναι και δεν πρέπει να θεωρείται θαυματοποιός. Επίσης δεν είναι σίγουρα ο coach που θα κάνει out-coaching κάθε αντίπαλο προπονητή. Δεν είναι αυτό για το οποίο ξεχώρισε στην τεράστια καριέρα του απέναντι.
Το μεγάλο προσόν του Πιτίνο και αυτό που έχει πιο πολύ ανάγκη από κάθε άλλο ο οργανισμός του Παναθηναϊκού σε αυτή τη συγκυρία είναι η αδιαμφισβήτητη ικανότητά του να βελτιώνει νέους αθλητές με ταλέντο που όμως στην ελληνική περίπτωση έχουν ελλείψεις στα βασικά. Και να τους δίνει αγωνιστικό κίνητρο, να τους εμπνέει.
It’s the fucking fundamentals …
Ο Πιτίνο, λοιπόν, όσες λάθος αλλαγές και να κάνει και όσα τάιμ άουτ και να αργήσει να πάρει στους επόμενους αγώνες, δεν θα κριθεί από αυτό πρωτίστως και δεν πρέπει να κριθεί από αυτό από όσους γνωρίζουν το άθλημα και θέλουν να ξαναδούν την ομάδα να παίζει μπάσκετ ανωτέρου επιπέδου.
Θα κριθεί κυρίως από το πως θα παρουσιαστούν του χρόνου παίκτες όπως ο Παπαγιάννης, ο Παπαπέτρου, ο Μήτογλου, κι όποιος από τους νεαρούς ξένους μείνει στην ομάδα. Αν θα τους έχει αλλάξει επίπεδο και αν θα τους πλαισιώσει με ορθολογικές προσθήκες ξένων ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει ένα σύνολο χωρίς κάποια τρανταχτή αδυναμία, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει συστηματικά τα τελευταία χρόνια.
Με άλλα λόγια, ο Πιτίνο έπρεπε να επιστρέψει όχι για να πάμε Φ4 εδώ και τώρα, αλλά για να αλλάξει τα κακώς κείμενα που ταλανίζουν τον οργανισμό εδώ και χρόνια. Για αυτό χρειάζεται την άπλετη υπομονή και στήριξή των φιλάθλων, καθώς δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ακόμα κι αυτός, ένας HoFer, θα έχει την υπομονή και την απόλυτη στήριξη του προέδρου της ομάδας.
Η δουλειά του Πιτίνο θα μπορεί να κριθεί αυστηρά από του χρόνου. Και πάντοτε σε συνάρτηση με τις συνθήκες υπό τις οποίες θα κληθεί να στήσει το ρόστερ το καλοκαίρι (βλέπε διαθέσιμο μπάτζετ και άνωθεν τερτίπια).
Το τι θα καταφέρει φέτος σε επίπεδο αποτελεσμάτων μένει να το δούμε, αλλά βλέψεις για ο,τιδήποτε παραπάνω από τις θέσεις 6-8 είναι βέβαιο ότι απαιτεί εκτός από μια υπέρβαση του ίδιου του coach και την υπέρβαση της διοίκησης.
Ο Παναθηναϊκός αυτή τη στιγμή παίζει με τρία γκαρντ και ενάμιση σέντερ, οπότε για να γίνει ανταγωνιστικός στο υψηλότερο επίπεδο χρειάζεται προσθήκη ενός σέντερ από το πάνω ράφι και ενός γκαρντ που να μπορεί να λειτουργήσει ως glue guy στην περιφέρεια.
Η δική μου εντύπωση είναι ότι δεν υπάρχουν τα διαθέσιμα χρήματα για να γίνει ουσιαστική υπέρβαση, δηλαδή αξιόλογες προσθήκες σε αυτές τις δύο θέσεις. Αυτό άφησαν να εννοηθεί και οι δηλώσεις του ίδιου του Πιτίνο μετά το ματς με τη Ρεάλ, από τις οποίες δεν φάνηκε ενθουσιασμένος με την ιδέα να πάρει παίχτη ή παίχτες απλώς για να πει ότι πήρε.
Με βάση αυτό και με γνώμονα το μακροπρόθεσμο καλό της ομάδας ίσως θα ήταν προτιμότερο ο κόουτς να δουλέψει με το υπάρχον υλικό και να βελτιώσει όσο μπορεί κάποιους από τους υπάρχοντες παίχτες παρά να κάνει προσθήκες που θα ξέρει εκ των προτέρων ότι δεν θα κάνουν διαφορά στα playoffs.
Ωστόσο προϋπόθεση για να μη γίνει καμία προσθήκη είναι να ενεργοποιήσει άμεσα έναν εκ των Παππά, Brown ή και τους δύο, γιατί η σεζόν πρακτικά δεν βγαίνει με τρία γκαρντ.
Αν, λοιπόν, η διοίκηση θέλει όντως να έχει στόχο το Φ4 φέτος πρέπει να βάλει βαθειά το χέρι στην τσέπη εδώ και τώρα και να φέρει δύο παίχτες από το πάνω ράφι ώστε να διορθώσει τα λάθη που έγιναν το καλοκαίρι. Διαφορετικά οι κορώνες περί Φ4 μόνο ως γραφικότητες μπορούν να εκληφθούν. Είναι εντελώς παράλογο να επαναλαμβάνει η ΚΑΕ κάθε καλοκαίρι τα ίδια λάθη και το χειμώνα να προσποιείται ότι τα διορθώνει με πρόχειρες προσθήκες για να μπορεί μετά να ρίξει ο πρόεδρος την ευθύνη σε τρίτους για την αποτυχία.
Ο Πιτίνο από την άλλη, ο οποίος καλείται για δεύτερη φορά να διορθώσει τα κακώς κείμενα άλλων από το καλοκαίρι, είναι προτιμότερο να εστιάσει στη βελτίωση του υπάρχοντος υλικού και ειδικά του ελληνικού κορμού. Αυτό μπορεί μακροπρόθεσμα να αποδειχθεί πιο ωφέλιμο για την ομάδα από το να ανακατέψει την τράπουλα με έναν ή δύο παίκτες από το κάτω ράφι, ο ερχομός των οποίων θα δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι το Φ4 μπορεί να είναι ρεαλιστικός στόχος για φέτος.
Για τον Παναθηναϊκό όπως στήθηκε το καλοκαίρι ο μόνος ρεαλιστικός στόχος είναι μια καλή πορεία στην regular season που θα του εξασφαλίσει μία θέση δεύτερης ταχύτητας στα playoffs, όπου θα κυνηγήσει ένα θαύμα. Αν o Πιτίνο πετύχει να βελτιώσει την ομάδα εν καιρώ, πράγμα που προϋποθέτει και τη βελτίωση κάποιων εκ των μονάδων του συνόλου σε ατομικό επίπεδο, τότε άσχετα με το τελικό αποτέλεσμα στη φετινή Ευρωλίγκα η ομάδα θα έχει μία ξεκάθαρη προοπτική μπροστά της: Να κάνει η ΚΑΕ για ένα καλοκαίρι επιτέλους σωστά τη δουλειά της ώστε του χρόνου ο στόχος του Φ4 να είναι ρεαλιστικός από την αρχή της χρονιάς.