Είναι σαφές πως το άθλημα είναι ομαδικό και πως οι εκάστοτε διακρίσεις έρχονται συνήθως ως αποτέλεσμα μιας συνολικής προσπάθειας.
Παρόλα αυτά πάντα υπάρχουν αυτοί που ξεχωρίζουν από το σύνολο, αυτοί που το εμπνέουν, το οδηγούν και το πάνε παραπέρα. Και ο Βασίλης Σπανούλης υπήρξε ένας από αυτούς τους λίγους, τους πραγματικά ξεχωριστούς.
Ας το πάμε απ’ την αρχή όμως.

Τα χρόνια που ο Μπιλ πήγαινε σχολείο στη Λάρισα δεν υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή αυτό που ονομάζουμε «αθλητικά σχολεία» που είχαν οργανωμένα αθλητικά προγράμματα εξέλιξης των όποιων ταλαντούχων παιδιών. Υπήρχε όμως το 1ο Λύκειο Λάρισας το οποίο κατουσίαν λειτούργησε ως ένα τύποις τέτοιο.
Ας μη νομίσει κανένας όμως ότι υπήρξε κάποιου είδους κεντρική απόφαση για κάτι τέτοιο, κάθε άλλο μάλιστα.
Όπως και τώρα, έτσι και τότε υπήρχαν οι λεγόμενες «μεικτές» ομάδες των Νομών και τα παιδιά στη μεικτή μπάσκετ Λάρισας αποφάσισαν μεταξύ τους να πάνε όλοι μαζί στο 1ο Λύκειο ούτως ώστε να είναι μαζί συνεχώς και να εξελίξουν το παιχνίδι τους έχοντας γύρω τους ο καθένας παίχτες με ποιότητα.
Το αστείο της φάσης βέβαια είναι ότι το παιδί που έριξε την ιδέα ήταν και ο μοναδικός που δεν κατάφερε να πάρει μεταγραφή τότε στο 1ο μιας και η φάση κόλλησε στη γραφειοκρατία.
Με τα πολλά με τα λίγα, η ομάδα του σχολείου κατάφερε να πάει στον τελικό του εθνικού τουρνουά που διεξαγόταν στην Κύπρο για να αποκλειστεί από το σχολείο του Βασίλη Ξανθόπουλου και του Κώστα Καϊμακόγλου.
Στην ερώτηση τί πήγε στραβά και δεν το πήρε τοτε το 1ο (υπήρχε γενικά πολύ ταλέντο στην ομάδα) η απάντηση ήταν ότι «αδερφέ, αφού θέλαμε ο καθένας τότε από μια μπάλα».
Πόσο κακό ήταν όμως αυτό εν τέλει, όταν αναφερόμαστε δηλαδή σε ηλικίες που το πρώτο μέλημα των ιθυνόντων (θα πρέπει να) είναι η βελτίωση των ταλαντούχων παιδιών ατομικά με τις ομαδικές κατακτήσεις να έπονται, μιας και στην τελική δε λένε και κάτι;
Στην περίπτωση του Σπανούλη το γεγονός ότι έδρασε σε ένα μη απολύτως ελεγχόμενο περιβάλλον τον βοήθησε να εξελίξει τα skills του, κάτι που ωστόσο δε συνέβη στον ίδιο βαθμό με τα υπόλοιπα παιδιά με τον βασικό λόγο να έγκειται στο work ethic του καθενός. Φυσικά η ιδανική περίπτωση θα ήταν να υπάρχει ένα πρόγραμμα που να εστιάζει προς αυτή την κατεύθυνση αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για την Ελλάδα.
Χαρακτηριστικά, ήταν πάρα πολλές οι φορές που όταν είχαν «κενό», ο Βασίλης έπαιρνε το σκουτεράκι, πήγαινε στο κλειστό της Νεάπολης για σουτ και μετά επέστρεφε. Η Νεάπολη είναι κανένα δεκάλεπτο με μηχανάκι από το κέντρο. Θέλω να πω πως αν δεν το θες πραγματικά, δεν το κάνεις.
Τα skills του καθενός βελτιώνονται με τον καιρό υπό τη σωστή καθοδήγηση και κυρίως την προσωπική πρωτοβουλία. Ο χαρακτήρας όμως είναι κάτι που ενυπάρχει, με τους λόγους για το σχηματισμό του να είναι πάρα πολλοί και να εκτείνονται από το τί στοιχεία υπάρχουν μέσα σου μέχρι και το σε τί περιβάλλον μεγαλώνεις.
Στην ανταγωνιστικότητα που χαρακτηρίζει τον Βασίλη Σπανούλη πρέπει να δώσουμε ένα credit στον μεγαλύτερο αδερφό του, τον Τάκη Σπανούλη, ο οποίος έπαιξε και αυτός μπάσκετ επαγγελματικά, χωρίς να φτάσει βέβαια στο επίπεδο του Βασίλη.

Ακόμα και τώρα όταν ο Βασίλης πηγαίνει στη Λάρισα, είναι πολλές οι φορές που πηγαίνουν τα πρωινά για μονό και «σκοτώνονται» όπως ακριβώς έκαναν όταν ήταν πιτσιρικάδες. Μιλάω για κανονικά μπινελικια και ξύλο, αλλά είναι τόσο δεμένοι που δεν πρόκειται να υπάρξει παρεξήγηση. Ο Τάκης είναι πιο σωματώδης από το Βασίλη και πάντα τον ζόριζε, αναγκάζοντάς τον να βγάζει τον καλύτερο εαυτό του παιχτικά, ακόμα και σε αυτό το επίπεδο. Επίσης, όταν αναφερόμαστε στο μεγάλο αδερφό μιλάμε για έναν τύπο που κάποτε του έλεγε ο προπονητής να βγει αλλαγή και αυτός δεν έβγαινε από το παρκέ. Οπότε αντιλαμβάνεστε τι μπορεί να γινόταν και για τί φάση μιλάμε.
Αναφερόμενος ξανά στο χαρακτήρα του παίχτη, να πω πως από μικρός ήταν «θρασύς» παικτικά, πάντα ζητούσε την ευθύνη και σπάνια έδινε τη μπάλα όταν αυτή έκαιγε – και στις μεικτές και στο Λύκειο.
Και τώρα βάσει όλων αυτών πάμε να πούμε κάποια πράγματα για την επαγγελματική καριέρα του που τον καθιέρωσε ως έναν από τους καλύτερους ever στην από δω πλευρά του Ατλαντικού.
Καταρχάς είναι σαφές ότι ο Σπανούλης χρωστάει πολλά στον Παναγιώτη Γιαννάκη που του έδωσε το ρόλο που ήθελε στο Μαρούσι, όπως φυσικά και στον Ζέλικο Ομπράντοβιτς αργότερα στον Παναθηναϊκό.
Όταν έφυγε για το ΝΒΑ όπου δεν κατάφερε να στεριώσει, επέστρεψε παίζοντας στην πραγματικότητα σε μια ταχύτητα πάνω απ’ όλα τα υπόλοιπα εδώ γκαρντ. Ναι μεν ήταν σχεδόν τραυματική η παρουσία του στο Χιούστον αλλά η δουλειά που έκανε στις εκεί συνθήκες τον βοήθησε να παρουσιάσει αυτό που παρουσίασε την επόμενη χρονιά όντας μέλος του καλύτερου backcourt στην Ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Το Διαμαντίδης – Σπανούλης – Σάρας – Νίκολας ήταν – και αποδείχτηκε – too much για οποιονδήποτε αντίπαλο όταν κρινόταν οι Τίτλοι από την Άνοιξη και μετά. Συγκεκριμένα, από τη στιγμή του σπασίματος της έδρας από τη Σιένα στα τότε πλέι-οφ της Ευρωλίγκας, με εκκίνηση τα δύο ματς στην Ιταλία και κατάληξη το Πρωτάθλημα Ελλάδας απέναντι στον Ολυμπιακό, με μια μικρή στάση στο Βερολίνο, την κατάκτηση της 5ης μεγάλης Κούπας και την ανάδειξη του Σπανούλη στον MVP του πιο ποιοτικού Final Four που έγινε ποτέ.
Περνώντας ακόμα μια χρονιά και φτάνοντας στο καλοκαίρι του ’10, μετά από μια σειρά τουλάχιστον περίεργων γεγονότων, ο Σπανούλης παίρνει τη μεγάλη απόφαση να περάσει την όχθη του ποταμού και να υπογράψει τριετές στον Ολυμπιακό με ετήσιες αποδοχές 2,4 εκατομμύρια ευρώ.
Και εγένετο «Φραγκοφονούλης».
Όντας απολύτως ειλικρινής θα αναφέρω πως τον έβρισα σκαιότατα τότε για το γεγονός ότι πήγε στον Πειραιά και απολάμβανα κάθε χαμένο σουτ του στο ΟΑΚΑ, στο οποίο ήταν αρνητικός πρωταγωνιστής σε πολλά ματς στην αρχή προσπαθώντας εμφανώς να απαντήσει σε ένα γήπεδο που τον έβριζε εν χορώ.
Επίσης είναι γεγονός ότι τη σεζόν 2012-13 ο Πεδουλάκης είχε στήσει έναν Παναθηναϊκό που λειτουργούσε σαν καθρέπτης απέναντι σε εκείνη την ομάδα του Ολυμπιακού . Το πρώτο και βασικό μέλημα εκείνου του Παναθηναϊκού ήταν να φθείρει όσο μπορεί τον Σπανούλη ρίχνοντας πάνω του τον Ούκιτς στην αρχή που τον οδηγούσε πάνω στους Γκιστ-Λάσμε που τον έπαιζαν με αλλαγές και κατάφερναν να τον κάνουν να είναι συνήθως αρνητικός.
Ο Σπανούλης συνέχισε να είναι κακός στα ματς του ΟΑΚΑ με το μεγάλο τρίποντο στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του Διαμαντίδη να αποτελεί μια σχετική εξαίρεση στον κανόνα.
Ωστόσο…
Πριν συμβούν αυτά που μόλις αναφέρθηκαν, ο ίδιος ο Kill Bill είχε προλάβει ήδη να θεωρείται ο μεγαλύτερος μπασκετμπολίστας στην ιστορία του Ολυμπιακού.

Όταν πήρε τη μεταγραφή το ’10 βρήκε μια ομάδα όπου παρά τη συσσώρευση ταλέντου υπήρχαν μπερδεμένοι ρολοι, κατι το οποίο οδήγησε σε ακόμη μια αποτυχημένη σεζόν για τον Ολυμπιακό.
Την επόμενη χρονιά είναι γνωστό το τι γίνεται. Φεύγουν όλοι οι πρωτοκλασάτοι πλην του Σπανούλη, πέφτει το μπάτζετ, έρχονται νέοι φερέλπιδες παίχτες και στον πάγκο υπάρχει ο καλύτερος προπονητής στην Ευρώπη για διαχείριση νέων ταλαντούχων παιχτών.
Ο Ολυμπιακός πηγαίνει πολύ μέτρια μέχρι τα μέσα της σεζόν. Κάπου εκεί έρχονται οι Ντόρσεϊ-Λο, ο Σισκάουσκας κάνει 0/2 βολές, ο Σπανούλης δίνει την πάσα στον Πρίντεζη και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Οι υπόλοιπες διακρίσεις του Σπανούλη με τον Ολυμπιακό είναι γνωστές και δε χρειάζεται να τις αναφέρουμε ξανά, στην τελική δεν είναι αυτό στο οποίο στοχεύει το κείμενο.
Εκεί που θέλω να σταθώ όσον αφορά τον Σπανούλη και το οποίο με ενδιαφέρει κάνοντάς με να τον εκτιμώ όσο τον εκτιμώ, είναι το θέμα της νοοτροπίας του ως αθλητής.
Αν θέλουμε να ψάξουμε στο ελληνικό μπάσκετ για ότι πιο κοντινό στο πολυθρύλητο «Mamba mentality» πρέπει να κοιτάξουμε πρώτα στον Νίκο Γκάλη και εν συνεχεία στο Βασίλη Σπανούλη.
Το θέμα είναι ότι επειδή ο Νικ δεν ανήκει στην κατηγορία των θνητών και ως εκ τούτου κάθε σύγκριση μαζί Του είναι κρίμα για τον εκάστοτε έναν που τυγχάνει να μπει στην ίδια πρόταση, δεν τίθεται θέμα σύγκρισης των δύο παιχτών. Εύχομαι να έγινα κατανοητός.
Ο Σπανούλης δούλεψε όσο σχεδόν κανείς άλλος για να φτάσει εκεί που έφτασε και το έκανε μέχρι τις τελευταίες μέρες της τεράστιας καριέρας του.
Από τότε στη Λάρισα όπου δε θεωρούταν το #1 ταλέντο της περιοχής μέχρι την τελευταία χρονιά του που αμφισβητήθηκε από εχθρούς και φίλους, ο Σπαν είχε ως πρώτη και κύρια σκέψη του το ίδιο το μπάσκετ.
Μιλάμε για ένα παιδί που λάτρευε το άθλημα, υπάρχει η ιστορία από την τελευταία του χρονιά στον ΓΣΛ μια μέρα πριν το τελευταίο αδιάφορο ματς της σεζόν, όπου οι παίχτες μεταξύ τους έχουν πει να κάτσουν λίγο παραπάνω έξω από όσο τους είχαν πει οι προπονητές τους, με τον Βασίλη όμως να μην τους ακολουθεί. Γυρνώντας οι υπόλοιποι στο ξενοδοχείο τον βρίσκουν με έκπληξη να βλέπει ΝΒΑ!
Όλο αυτό το πράγμα, σε συνδυασμό με την ποιότητα του τον οδήγησε να έχει (δικαιωματικά) τον πρώτο λόγο σε ότι είχε να κάνει με τα της ομάδας του Ολυμπιακού.
Δεν είναι τυχαίο ότι πέραν του Ντούντα που οκ, είναι ένα μέγεθος από μόνος του που δε σήκωνε πολλά πολλά, ο προπονητής με τον οποίο τα βρήκε περισσότερο ο Σπαν ήταν ο Σφαιρόπουλος που τον είχε κάτι παραπάνω από center piece στο σχεδιασμό της ομάδας.
Ο Μπαρτζώκας ακολούθησε έναν άλλο δρόμο με αποτέλεσμα να φύγει κακήν κακώς την πρώτη φορά (υπάρχουν ακόμα οι κακες γλώσσες που λένε ότι ο Σπαν μπορούσε να κάνει φάουλ στην τελευταία φάση πριν καρφώσει ο Μπατίστα – προσωπικά δεν το ενστερνίζομαι), ενώ και πέρυσι έζησαν ένα δράμα στον Πειραιά με τη διαμάχη των δυο τους.
Παίχτες όπως ο Σπανούλης επιζητούν τον πρώτο ρόλο, δε θα περιμένουν στη γωνία υπομονετικά και αυτό φάνηκε όλα τα χρόνια που έπαιξε μπάσκετ. Αυτή ήταν και η βασική του διαφορά με τον Διαμαντίδη.

Εν αντιθέσει με τον Βασίλη, ο Μήτσος ήταν τρομερά ανιδιοτελής. Σε εκείνη τη μηχανή που είχε δημιουργήσει ο Ζοτς στον Παναθηναϊκό, ο ΔΔ θα ήταν πάντα το #1 ακόμα και 50 πόντους μέσο όρο να είχε ο Σπανούλης και θεωρώ πως το γνώριζε.
Αν ξεπεράσουμε το ηθικό της υπόθεσης η απόφαση του για μετακίνηση στον Ολυμπιακό ήταν σωστή. Τρομερά επισφαλής τότε για το θέμα του legacy του, αλλά σωστή και εν τέλει απολύτως επιτυχημένη.
Ο Λαρισαίος γκάρντ πήγε σε μια ομάδα όπου θα ήταν a priori ο πρώτος παίχτης της και κατάφερε να γίνει συνώνυμο του κλαμπ επαναφέροντάς το στην κεντρική σκηνή του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Όσον αφορά το αιώνιο δίλημμα Διαμαντίδης ή Σπανούλης που είναι αρκετό για αιώνιες συζητήσεις -πολιτισμενες και μη- η προσωπική μου θέση είναι πως ο Μήτσος ήταν συνολικά καλύτερος παίχτης αλλά στο θέμα «μεγαλος» ήταν το ίδιο μιας και κατάφεραν αμφότεροι τρομακτικά πραγματα με τις ομάδες τους, ακόμα και ως συμπαίκτες.
Εδώ να πω βέβαια πως η περίπτωση του Μήτσου είναι μοναδική σε επίπεδο συνδυασμού mindset και skillset, η περίπτωση Σπανούλη είναι πιο συνηθισμένη και ως εκ τούτου λιγότερο δυσεύρετη στην όποια αναζήτηση για παίχτη-ηγέτη κάνεις ως ομάδα.
Για να το σχηματοποιήσω θα αναφέρω το παράδειγμα του Τιμ Ντάνκαν και του σχεδόν οποιοδήποτε άλλου σούπερσταρ του ΝΒΑ και τον τρόπο που «κινούνται» γενικά στα πράγματα, το πόσο πιο δύσκολο είναι δηλαδή να ψάχνεις έναν σταρ με τα χαρακτηριστικά του πρώτου.

Παρόλα αυτά όμως, το κύριο συναίσθημα που μου δημιουργείται είναι αυτό της μελαγχολίας. Όχι γιατί δεν έπρεπε να φύγει ο Σπαν. Ίσα ίσα, θεωρώ πως έπρεπε να είχε ήδη αποσυρθεί μιας και το σώμα του πλέον δεν έκανε αυτά που επίτασσε το πνεύμα του, κάτι απολύτως λογικό μετά την ταλαιπωρία που έχει τραβήξει όλα τα χρόνια.
Η μελαγχολία έγκειται στη συνειδητοποίηση ότι είναι ο τελευταίος από τη «Συντροφιά του Δαχτυλιδιού» του ελληνικού μπάσκετ, της φουρνιάς δηλαδή που μας προσέφερε Ευρωλίγκες, το πιο έντονο rivalry μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού, Ευρωμπάσκετ και τη νίκη στη Σαϊτάμα.
Μας έκανε δηλαδή κοινωνούς μοναδικών στιγμών αθλητικού μεγαλείου.
Οι Παπαλουκάς και Διαμαντίδης αποφάσισαν να αποσυρθούν πιο νωρίς, σαν τον Φρόντο με τον Γκάνταλφ που έφυγαν πιο νωρίς από τη Μέση Γη, αφήνοντας τα υπόλοιπα μέλη της παρέας να αποφασίσουν οι ίδιοι το πώς να πορευτούν.
Ο Βασίλης Σπανούλης είναι ο τελευταίος Δαχτυλιδοκουβαλητής που είχε μείνει στη δική μας ελληνική μπασκετική Μέση Γη και ο οποίος χθες με την ανακοίνωση του για αποχώρηση σάλπαρε με το τελευταίο πλοίο για το Βάλινορ.
Για να πάρει δηλαδή τη θέση του στην Ιστορία, τη θέση που αρμόζει σε αυτούς που άγγιξαν το μεγαλείο.
Στη θέση που αρμόζει δηλαδή στους πραγματικά Μεγάλους.