Το κόκκινο ρέκβιεμ

Άραγε επιτρέπεται να γράψει ένας παναθηναϊκός τη γνώμη του για την κρίση στον μπασκετικό Ολυμπιακό;

Αν κρίνουμε από την οπαδική αστυνομία γνώμης στο Twitter μάλλον όχι. Μόνιμη επωδός εκεί τελευταία είναι το «εσύ τι θέλεις και ανακατεύεσαι στα οικογενειακά (sic) μας».

Το τουίτερ όμως δεν είναι ακριβώς το καλύτερο μέρος για ουσιαστικό διάλογο. Επιπλέον, ως χαρακτήρας είμαι αλλεργικός στην αστυνομία γενικώς, πόσω μάλλον σε αυτήν της γνώμης. Ως εκ τούτου δεν θα μπορούσα ποτέ να εκλάβω ως δεδομένο το δικαίωμα οποιωνδήποτε οπαδών οιασδήποτε ομάδας να απαγορεύουν στους υπόλοιπους να εκφέρουν γνώμη για αυτήν.

Ειδικά από τη στιγμή που πάγια αρχή μου είναι ότι πρώτα είναι το παιχνίδι και μετά η ομάδα. Διότι η ομάδα υπάρχει επειδή υπάρχει το παιχνίδι και όχι το αντίστροφο.

Ο λόγος, λοιπόν, που αποφάσισα να πω αναλυτικά τη γνώμη μου για την κατάσταση στον αιώνιο αντίπαλο είναι γιατί όπως το γιν δεν υπάρχει χωρίς το γιανγκ, ετσι δεν μπορεί να υπάρξει και αδιαφορία ανάμεσα στους οπαδούς των δύο αιωνίων για τα τεκταινόμενα στο αντίπαλο στρατόπεδο, ειδικά όταν αυτά μοιάζουν κοσμογονικά.

Επιπλέον, πιστεύω ότι όσοι ολυμπιακοί είναι μπασκετικοί θα (έπρεπε να) ενδιαφέρονται να ακούσουν την άποψη και κάποιου που βλέπει τα πράγματα απέξω, πιο αποστασιοποιημένα, χωρίς δηλαδή η κρίση του να συμπαρασύρεται από το συναίσθημα.

Με αυτό το επιχείρημα δεν επιδιώκω φυσικά να διεκδικήσω κάποιο φωτοστέφανο αντικειμενικότητας. Η αντικειμενικότητα στις απόψεις είναι τόσο υπαρκτή όσο η αγάπη του Ντόναλντ Τραμπ για τους μεξικανούς πρόσφυγες (random example).

Oύτε βέβαια διεκδικώ αποκλειστικότητα σε κάποια απόλυτη αλήθεια επί της καταστάσεως λόγω κάποιου φανταστικού ανώτερου μπασκετικού pedigree που υποτίθεται ότι διαθέτουμε εμείς οι “βάζελοι” σε σχέση με τους “γαύρους”.

Αυτό που θέλω να καταθέσω είναι μια υποκειμενική, αλλά έντιμη άποψη για τον μεγάλο αιώνιο αντίπαλο, γιατί πιστεύω ότι την αξίζει από σεβασμό για τα όσα σημαντικά κατάφερε από το ’12 και μετά.

Been there done that

Η κατάσταση στον Ολυμπιακό θυμίζει έντονα Παναθηναϊκό του ’12. Οκ, δεν είναι ακριβώς ίδιες καταστάσεις, αλλά τα κοινά είναι αρκετά.

Το βασικότερο; Το διαφαινόμενο τέλος εποχής

Που συνοδεύεται από ένα συντριπτικό συναίσθημα αγωνίας μπροστά στο άγνωστο που ξημερώνει.

Το ρέκβιεμ του μεγάλου ΠΑΟ των ’00 υπήρξε η αποχώρηση του τεράστιου Ζέλικο μαζί με τους αξεπέραστους ιστορικούς προέδρους του. Για τον Ολυμπιακό τώρα είναι η σταδιακή αποχώρηση από το πάλκο των ηγετών ενός ελληνικού κορμού πάνω στον οποίο έχτισε τον μύθο της πιο σκληρής ομάδας στην Ευρώπη για μια εξαετία από το ’12 έως και το ’17.

Με τη διοίκηση δεν ξέρουμε ακόμη τι θα γίνει. Προς το παρόν κυριαρχεί σιγή ασυρμάτου.

Τον Ολυμπιακό δεν τον έχω υποστηρίξει ποτέ, ούτε μπόρεσα ποτέ να χαρώ με οποιαδήποτε ευρωπαϊκή επιτυχία του. Τη φυλή των “για την Ελλάδα ρε γαμώτο” σε επίπεδο συλλόγων τη μισώ θανάσιμα και έχω καταλήξει στο ακλόνητο συμπέρασμα ότι της αξίζει η χειρότερη γωνιά της κόλασης στην επόμενη ζωή.

Δεν θα μπορούσα, λοιπόν, ποτέ να υποκριθώ ότι οι ευρωπαϊκές επιτυχίες του “αιωνίου” δεν με έριχναν σε κανονική κατάθλιψη. Όχι απαραίτητα γιατί συνέπιπταν με την αδυναμία της δικής μου ομάδας να περάσει στο Φ4, αλλά από μόνες τους ως αυθύπαρκτες καταστάσεις, απλώς και μόνο επειδή δεν γουστάρω και δεν θα γουστάρω ποτέ τον Ολυμπιακό.

Εξίσου αδύνατο όμως θα μου ήταν και να υποκριθώ ότι δεν ζήλεψα και δεν θαύμασα πολλές φορές τον αιώνιο αντίπαλο αυτή την εξαετία στην Ευρώπη.

Μπορεί στην Ελλάδα η ιδιότητα του οπαδού και αυτή του βλάκα να συνυπάρχουν σε περισσότερα άτομα από όσα μπορεί να αντέξει ένα κοινωνικό σύνολο, αλλά εγώ (προσπαθώ να) είμαι μόνο οπαδός.

Δεν νομίζω λοιπόν ότι υπάρχει άνθρωπος που να ασχολείται σοβαρά με το μπάσκετ και να μην θαύμασε ή να μην ζήλεψε σε αυτήν την εξαετία την ικανότητα αυτής της ομάδας να διεκδικεί και να παίρνει νίκες σε κάθε έδρα. Να επανέρχεται σε παιχνίδια που φαίνονταν να έχουν στραβώσει για τα καλά και να μην επιτρέπει σε κανέναν αντίπαλο να εφησυχάσει προτού σφυρίξει η χοντρή.

Αυτές οι ιδιότητες του μπασκετικού Ολυμπιακού των Σπανούλη και Πρίντεζη (ναι, αυτών πρωτίστως και όχι των αφων Αγγελόπουλων και θα εξηγήσω παρακάτω το γιατί) ήταν αιτίες κρυφού θαυμασμού, αλλά και κανονικού μαρτυρίου για έναν πράσινο οπαδό, όπως εγώ, που είναι λάτρης της ομάδας του αλλά και του αθλήματος ταυτόχρονα.

Για μένα το μαρτύριο έληξε πέρσι κάπου εκεί στο Δεκέμβρη.

Εκεί συνειδητοποίησα ότι για πρώτη φορά μετά από έξι ατελείωτα και βασανιστικά χρόνια αυτή η ομάδα είχε πάψει να είναι άτρωτη, είχε αρχίσει να χάνει κάτι από εκείνον τον ατσάλινο χαρακτήρα της που μου προκαλούσε ενδόμυχο τρόμο.

Τότε ήταν και η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι ο αιώνιος είχε μπει σε αργή διαδικασία τέλους εποχής.

Όταν το πρωτοέγραψα εκεί κατά Δεκέμβρη μήνα, οι αντιδράσεις ήταν οι αναμενόμενες: Πρόωρο και επιπόλαιο συμπέρασμα, προϊόν wishful thinking ενός πράσινου οπαδού. Η τρίτη θέση της κανονικής περιόδου έμοιαζε να επιβεβαιώνει τους επικριτές μου και να με διαψεύδει, αλλά τα σημάδια ήταν εκεί και ήταν πολλά.

Όχι μόνο κάποιες βαριές ήττες με κάτω τα χέρια κατά τη διάρκεια της σεζόν, πράγμα σπάνιο για τον Ολυμπιακό των προηγούμενων χρόνων, αλλά κυρίως τα βαριά πόδια των πρωταγωνιστών που έφταναν εξουθενωμένα στην τελευταία στροφή πριν τον τερματισμό.

Τα playoffs απέναντι στη σφριγηλή και ατσάλινη Ζάλγκιρις του Σάρας το επιβεβαίωσαν. Ο Ολυμπιακός έπεσε θύμα ενός κλώνου του σε αγωνιστικό μεντάλιτυ και βρέθηκε εκτός Φ4 παρά το πλεονέκτημα έδρας.

Η αρχή του τέλους;

Οι αυτοκρατορίες πέφτουν από μέσα

Ένας ιστορικός κανόνας για τις αυτοκρατορίες λέει ότι η διαδικασία της πτώσης αρχίζει από τη στιγμή που φτάνουν στην αποκορύφωσή τους.

Ο λόγος είναι σαφής.

Όχι μόνο έχουν φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων τους, αλλά επιπλέον τη στιγμή της απόλυτης επιτυχίας είναι δύσκολο αυτοί που τις διοικούν να αντιληφθούν τις αδυναμίες τους και ως εκ τούτου να σκεφτούν καθαρά για να προετοιμάσουν κατάλληλα την επόμενη μέρα.

Το ίδιο μοιάζει να ισχύει και με τις μεγάλες ομαδες. Ειδικά αν αναλογιστούμε ότι η επιτυχία είναι μεθυστικό ποτό και θολώνει το μυαλό. Πρωτίστως δε δημιουργεί την ψευδαίσθηση του αλάθητου.

Ο ΠΑΟ των Γιαννακόπουλων την “πάτησε” ακριβώς έτσι. Η κρίση του ’12 μετά από μια δωδεκαετία απόλυτης κυριαρχίας σε Ελλάδα και Ευρώπη βρήκε την ομάδα απροετοίμαστη να τη διαχειριστεί αγωνιστικά, χωρίς αρκετούς καλούς νέους έλληνες παίκτες στους οποίους να μπορεί να στηριχτεί, την ώρα που έπαψε να έχει τη δυνατότητα να πληρώνει παχυλά συμβόλαια για να φέρνει ξένους αστέρες.

Τους καλούς νέους Έλληνες τους είχε μαζέψει τότε ο Ολυμπιακός στη βάση μιας εναλλακτικής πρακτικής, στην οποία τον είχε οδηγήσει η αποτυχία του να κοντράρει τον αντίπαλό του τα προηγούμενα χρόνια ξοδεύοντας πακτωλούς χρημάτων σε πανάκριβα αστέρια.

Από το ’12 και μετά ο Παναθηναϊκός του «τελευταίου των Μοϊκανών», Δημήτρη Διαμαντίδη, αναλώθηκε σε άγαρμπες κινήσεις του παρορμητικού προέδρου του με σκοπό την ανασύσταση ενός αξιοπρεπούς ελληνικού κορμού, χαραμίζοντας έτσι τα τελευταία ποιοτικά χρόνια του τεράστιου αρχηγού του με πειράματα.

Την ίδια ώρα ο Ολυμπιακός έδρεπε τους καρπούς του δικού του στοιχήματος, βλέποντας μια ομάδα εξαιρετικών πιτσιρικάδων με στρατηγό τον αγορασμένο ως έτοιμο ηγέτη από τον ΠΑΟ Βασίλη Σπανούλη να κατακτάει την Ευρώπη back-to-back.

Η πτώση όμως αρχίζει από την κορυφή

Ο Ολυμπιακός έπεσε και αυτός θύμα της επιτυχίας του. Το όμορφο παραμύθι της ομάδας με το χαμηλό μπάτζετ που νικάει τα θηρία είχε δράκο και αυτός δεν ήταν άλλος από την πεποίθηση ότι ο τρόπος αυτός ήταν ο σωστός και δεν χρειαζόταν καμία αλλαγή οπτικής και πρακτικής με την πάροδο των χρόνων.

Το μεγάλο κατόρθωμα της διετίας ‘12-‘13 δημιούργησε εκτός από μία ατσάλινη αγωνιστικά ομάδα και μια στρεβλή ηθική επιτυχίας βασισμένη σε μια λογική του παραλόγου για το ποιες νίκες και ποιες επιτυχίες αξίζουν πιο πολύ. Οι πρόεδροί του διακήρυτταν σε όλους τους τόνους ότι όταν παίρνεις Ευρωλίγκα με μικρό μπάτζετ η αξία της είναι μεγαλύτερη.

Κανείς δεν αμφισβητεί φυσικά τη σημειολογία ενός τέτοιου επιτεύγματος. Σαφώς το να παίρνεις τίτλους ξοδεύοντας λιγότερα λεφτά από τους αντιπάλους σου ή, για να το πω αλλιώς, απέναντι σε αντιπάλους που μπορούν να πάρουν όποιον παίκτη και προπονητή θέλουν, όποτε θέλουν, σε αντίθεση με σένα, προσδίδει έναν ρομαντικό –έως και ηρωϊκό– τόνο στο κατόρθωμα.

Η ιστορία όμως καταγράφει κούπες και όχι αν αυτές αποκτήθηκαν με μικρότερο ή μεγαλύτερο μπάτζετ. Δεν υπάρχει κούπα που να μετράει για μιάμιση ή για δύο. Όλες μετράνε για μία και όλες χρίζουν έναν πρωταθλητή.

Και καλώς ή κακώς δεν είναι ο δεύτερος που γράφει ιστορία, αλλά ο πρώτος,

Τα έχουν πει οι ΑΒΒΑ αυτά: the winner takes it all…

Καμία ιστορία δεν θα καταγράψει την κούπα της Φενερ επί του Ολυμπιακού στην Κωνσταντινούπολη ως άδικη ή υποδεέστερη επειδή η Φενερ είχε το διπλάσιο μπάτζετ και έπαιζε στην έδρα της.

Στις αλήστου μνήμης δηλώσεις των Αγγελόπουλων μετά από εκείνον τον τελικό, στις οποίες προσπάθησαν να μειώσουν την επιτυχία της Φενέρ στηριζόμενοι σε αυτήν ακριβώς τη λογική, συνοψίζεται κατά τη γνώμη μου η βασική αιτία που οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια στην τωρινή κατάσταση.

Το τέλος εποχής που βιώνει από πέρσι ο Ολυμπιακός συνδέεται άρρηκτα με ένα χρόνιο πρόβλημα στρεβλής νοοτροπίας, την οποία η προσπάθεια για ανανέωση φέτος με τον ερχομό του Μπλάτ δεν θα μπορούσε φυσικά να αλλάξει.

Η προτεσταντικού χαρακτήρα διοικητική ηθική των Αγγελόπουλων επικαθόρισε στα χρόνια της κυριαρχίας τη λογική του μεταγραφικού σχεδιασμού της ομάδας και κυρίως τη διαχείριση της ανανέωσης συμβολαίων σημαντικών παικτών της.

Το διοικητικό θέσφατο έλεγε ότι έλληνες και ξένοι παίκτες έπρεπε να θεωρούν τιμή τους που έπαιζαν στην ομάδα και ως εκ τούτου να μη έχουν προτεραιότητα αγωνιστικές και οικονομικές φιλοδοξίες ή την εξασφάλιση του επαγγελματικού τους μέλλοντος.

Καμία οικονομικη υπέρβαση και καμία πρόωρη ανανέωση για κανέναν, όριζε ο άγραφος αγγελοπούλειος κανόνας.

Οι ευρωπαϊκές υπερβάσεις μετά το ’13, όμως, δεν ήταν παράγωγο αυτής της λογικής, αλλά πρωτίστως της σπάνιας συγκυρίας ότι την είχαν αποδεχτεί οι δύο σούπερ σταρ της ομάδας, ο Σπανούλης και ο Πρίντεζης, οι οποίοι είχαν τη θέληση να μείνουν εκεί στο πλαίσιο ενός συναισθηματικού δεσίματος με την ομάδα και ενάντια στις σειρήνες από το εξωτερικό όπου τους περίμεναν πολύ περισσότερα χρήματα.

Δεν είναι όμως όλοι οι αθλητές έτσι και ούτε πρέπει να είναι έτσι στον επαγγελματικό αθλητισμό

Αμφιβάλλω ότι μεγάλο κομμάτι των οπαδών του Ολυμπιακού έχει αντιληφθεί πλήρως τη σημασία της στάσης των Σπανούλη και Πρίντεζη για τα όσα κατάφερε η ομάδα τους μέχρι πρόσφατα. Αν το είχαν αντιληφθεί δεν θα γινόταν σήμερα καν κουβέντα για τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπιστούν από τον σύλλογο οι δύο αυτοί αθλητές στη δύση της μεγάλης καριέρας τους.

Επίσης λίγοι νομίζω μπαίνουν στον κόπο να σκεφτούν ότι στα καλύτερα τους χρόνια αυτοί οι δύο τεράστιοι αθλητές αναγκάζονταν να παίζουν στα “κόκκινα” όλη τη σεζόν για να οδηγούν μια ομάδα με χαμηλό μπάτζετ σε καταπληκτικές πορείες, με τίμημα όμως να φτάνουν στην πηγή και να μην μπορούν να πιούν νερό μετά το ‘13.

Αυτή ήταν η άλλη, η σκοτεινή όψη των χαμηλών μπάτζετ και της υπέρβασης

Για τους αδελφούς Αγγελόπουλους η βασική αιτία για τη μη απόκτηση περισσότερων ευρωπαϊκών τίτλων ήταν τα τεράστια μπάτζετ των άλλων, αλλά και το γεγονός ότι ο Ολυμπιακός δεν έπαιξε κανέναν ευρωπαϊκό τελικό στην έδρα του. Για το εγχώριο πρωτάθλημα η μόνιμη επωδός ήταν και παραμένει φυσικά η διαιτησία (θα επανέλθω σε αυτό).

Είναι πάντοτε ευκολότερο να ρίχνει κανείς την ευθύνη σε παράγοντες που δεν μπορεί να επηρεάσει. Το δύσκολο είναι η αυτοκριτική, να μιλήσει για το τι θα έπρεπε να έχει κάνει ο ίδιος καλύτερα ή απλώς σωστά.

Το έχουμε ζήσει πολλάκις στον Παναθηναϊκό με τον δικό μας πρόεδρο.

Το μόνο που φαίνεται ότι δεν έφταιγε ποτέ για τις απώλειες τίτλων όσο τα πόδια του Σπανούλη και του Πρίντεζη κρατούσαν ακόμα ήταν η πεισματική και αλαζονική στρατηγική των Αγγελόπουλων να μην κάνουν καμία υπερβάση στο μπάτζετ, αλλά και να μην προχωρούν σε διαπραγματεύσεις πριν το τέλος των συμβολαίων παικτών με σημαντική προσφορά, όπως οι Σλούκας και Χάινς πχ.

Εδώ η άρνηση τους να κάνουν έστω την παραμικρή οικονομική υπέρβαση για να τους κρατήσουν με βάση τη λογική «το μοναστήρι να ‘ναι καλά» υπήρξε καταλυτική.

Ένα από τα “θαυμαστά” αποτελέσματα αυτής της πολιτικής ήταν ο Πρίντεζης που σήμερα βάλλεται πανταχόθεν από τους κόκκινους ιεροκήρυκες του διαδικτύου να περιμένει ένα μπακ-απ της προκοπής εδώ και μία τετραετία

Η προεδρική αλαζονεία ως προϊόν της αγωνιστικής υπέρβασης στην Ευρώπη όχι μόνο δεν επέτρεψε στον Ολυμπιακό να κεφαλαιοποιήσει την σπάνια συγκυρία δύο γηγενών ηγετών στο ρόστερ του, κερδίζοντας περισσότερους ευρωπαϊκούς τίτλους και χτίζοντας μια ιστορική δυναστεία, αλλά το κυριότερο υπήρξε μυωπική ως προς το τι μέλλει γενέσθαι όταν ο πανδαμάτωρ χρόνος θα έφτανε να επιβραδύνει ακόμα και αυτό το περίφημο πρώτο βήμα του Kill Bill.

Νομίζω ότι έχει κάτι από άρωμα αρχαίας τραγωδίας το γεγονός ότι αυτοί που χωρίς να το επιδιώξουν χρίσθηκαν απόλυτοι αντίζηλοι, οι τεράστιοι Δημήτρης Διαμαντίδης και Βασίλης Σπανούλης, βίωσαν εν τέλει μια κοινή μοίρα. Στα τελευταία καλά τους χρόνια δεν πήγαν στη μάχη με τα κατάλληλα εφόδια για να διεκδικήσουν τις τελευταίες μεγάλες τους διακρίσεις επί ίσοις όροις.

Βασικοί υπεύθυνοι και στις δύο περιπτώσεις είναι οι πρόεδροι των ομάδων τους και οι αντίστοιχες εμμονές τους.

Τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι

Στο οπαδικό ρινγκ του διαδικτύου η πάγια τακτική των «επιστημόνων» και από τις δύο πλευρές είναι να προσπαθούν να δικαιολογήσουν κάθε τι που κάνει ο πρόεδρος της δικής τους ομάδας φέρνοντας ως αντιπαράδειγμα αυτόν του αιωνίου που είναι επί της αρχής ίδιος και χειρότερος.

Το πόσο προβληματική είναι μια τέτοια επιχειρηματολογία δεν χρειάζεται να αναλυθεί. Οι πράξεις του Δημήτρη Γιαννακόπουλου όσο άσχημες και αν είναι δεν μπορούν να αναιρούν τα λάθη ή τις ασχήμιες των Αγγελόπουλων και το αντίστροφο. Κάθε τέτοιου είδους ηθικοπλαστική προσέγγιση είναι κενή περιεχομένου.

Οι Αγγελόπουλοι είναι βέβαια πιο κλασσικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης και οι δημόσιες αντιδράσεις τους χαρακτηρίζονται από τα στοιχειώδη προσχήματα που επιβάλλει το κοινωνικό στάτους τους. Ο πρόεδρος του Παναθηναϊκού από την άλλη παρότι μέλος της ίδιας αστικής τάξης είναι ξεκάθαρα μια πιο λούμπεν προσωπικότητα. Αυτό προκύπτει αβίαστα από τον τρόπο που εκτίθεται στη δημόσια σφαίρα, με τη δημόσια συμπεριφορά του να ξεφεύγει συχνά από κάθε έννοια σοβαρότητας.

Αυτή ακριβώς η διαφορά δίνει στους κόκκινους οπαδούς ένα εύκολο άλλοθι όταν πρόκειται να κρίνουν τις ενέργειες των προέδρων τους που συχνά βλάπτουν τόσο την ομάδα τους όσο και το ελληνικό μπάσκετ.

Η εύκολη διέξοδος όταν απαιτείται σκληρή κριτική είναι η προσφυγή στη σύγκριση με τον απόλυτο villain του ελληνικού μπάσκετ, τον πρόεδρο του “αιωνίου”. Αυτή φτάνει για να δικαιολογήσει ή να εξωραΐσει κάθε ενέργεια των Αγγελόπουλων.

Ως κάποιος που έχει υπάρξει σκληρός επικριτής του προέδρου της πράσινης ΚΑΕ, θεωρώ ότι το ζήτημα δεν είναι αισθητικό, αλλά ποιοτικό.

Για παράδειγμα, οι αλήστου μνήμης αισχρές ύβρεις του Δημήτρη Γιαννακόπουλου προς τον Σπανούλη on camera δεν μπορούν να μπουν στο ζύγι με τις ασχήμιες που οδήγησαν σε διακοπή δύο τελικών στο ΣΕΦ επί προεδρίας Αγγελλόπουλων. Είναι τελείως διαφορετικού χαρακτήρα περιστατικά που δεν μπορούν ούτε πρέπει να συγκρίνονται για να αποφανθούμε ποιο είναι χειρότερο.

Το μόνο πράγμα που τα συνδέει ποιοτικά χωρίς να τα κάνει αισθητικά συγκρίσιμα είναι ότι και τα δύο βλάπτουν τη Συρία, δηλαδή το ελληνικό μπάσκετ, το ίδιο – με διαφορετικό τρόπο μεν, αλλά το βλάπτουν.

Εκεί είναι η ουσία

Όταν βλέπει κανείς τις δύο αυτές εικόνες, το πρόβλημα δεν είναι ποιος από τους δύο προέδρους πέφτει πιο χαμηλά βάσει αισθητικής, αλλά ότι και οι δύο προβαίνουν σε μια ενέργεια που μειώνει το μπάσκετ, δίνοντας τροφή στους φανατικούς κι από τις δύο πλευρές.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κριθεί νομίζω και το γεγονός που στιγμάτισε τη φετινή χρονιά, δηλαδή η αποχώρηση του Ολυμπιακού εν μέσω του ημιτελικού κυπέλλου στο ΟΑΚΑ. Κίνηση που λειτούργησε ως turning point σε μια σεζόν που, ενώ ξεκίνησε ως χρονιά αλλαγής και ανανέωσης για τον αιώνιο, κατέληξε σε χρονιά απόλυτης καταστροφής.

Για μένα η καταδικαστέα αυτή ενέργεια είναι κομβική, όχι τόσο –ή όχι μόνο– γιατί συνέβαλε στην αγωνιστική πτώση που οδήγησε εν τέλει σε έναν οδυνηρό αποκλεισμό και ουσιαστικά απειλεί να τελειώσει τη σεζόν για τον Ολυμπιακό από τις αρχές Απρίλη, σφραγίζοντας έτσι το τέλος εποχής με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.

Είναι κομβική πρωτίστως γιατί συμπυκνώνει όλη τη στρεβλή νοοτροπία των προέδρων του Ολυμπιακού και ως εκ τούτου αποτελεί τη νομοτελειακή κορύφωση της καθοδικής πορείας που είχε ξεκινήσει ήδη μετά την κατάκτηση της κορυφής.

Στα χρόνια της πρωταγωνιστικής παρουσίας του Ολυμπιακού στην Ευρώπη οι αφοί Αγγελόπουλοι κατασκεύασαν το βολικό αφήγημα ότι για τις χαμένες κούπες στην Ελλάδα έφταιγε η διαιτησία και όχι τα μικρά μπάτζετ.

Επέλεξαν να αγνοήσουν επιδεικτικά το γεγονός ότι ο ΠΑΟ των αείμνηστων Παύλου και Θανάση και του Ζοτς όταν κυριαρχούσε σε Ελλάδα και Ευρώπη το έκανε με ένα υπερπλήρες ρόστερ πολλών εκατομμυρίων που αφειδώς σκορπούσαν οι Γιαννακόπουλοι.

Αντί να παραδεχθούν το “ταβάνι” του μοντέλου λιτότητας που απαγόρευε κάθε είδους οικονομική υπέρβαση, αλλά παράλληλα απαιτούσε αγωνιστικές υπερβάσεις παντού, επέλεξαν να συνδιαλλαγούν με τα πλέον χαμηλά ένστικτα της Θύρας 7 κάνοντας τη διαιτητολογία σημαία τους.

Για να είμαι ξεκάθαρος και επειδή εδώ μιλάμε υποκειμενικά αλλά έντιμα, όπως προείπα, είναι σαφές ότι στα εγχώρια πρωταθλήματα ο ΠΑΟ έπαιρνε συχνά τα διαιτητικά σπόρια. Δεν νομίζω ότι κανείς το αρνείται αυτό.

Ούτε κανείς αρνείται ότι ο τρόπος που λειτουργεί η ΚΕΔ είναι λάθος και χρήζει άμεσης αλλαγής.

Όπως άμεσης ανανέωσης χρήζει και η παλαιολιθική ΕΟΚ σε επίπεδο ηγεσίας.

Εκεί που η ΚΑΕ Ολυμπιακός χάνει το όποιο δίκιο της, όμως, είναι όταν προσπαθεί να δικαιολογήσει τη δική της αδυναμία να στηρίξει σωστά την ομάδα της στα χρόνια της αγωνιστικής ακμής, κατασκευάζοντας ένα αφήγημα περί παράγκας που την κατατρέχει.

Στα επτά πρωταθλήματα που παίχτηκαν από το ’12 έως το ’18 ο Ολυμπιακός κατέκτησε τρία έναντι τεσσάρων του αντιπάλου του, το ένα εκ των οποίων μέσα στο ΟΑΚΑ.

Αυτά τα πράγματα δεν νοούνται όταν υπάρχει διαιτητική παράγκα, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε από το ποδόσφαιρο.

Η αλήθεια είναι ότι τα πρωταθλήματα που έχασε ο Ολυμπιακός δεν τα έχασε επειδή τον «έσφαζαν» συστηματικά οι διαιτητές. Πιθανότατα να είχε πάρει ένα ή δύο κύπελλα παραπάνω με πιο δίκαιη διαιτητική αντιμετώπιση, αλλά μέχρι εκεί. Σε καμία σειρά τελικών δεν νίκησε η υποδεέστερη ομάδα σε επίπεδο συνολικής απόδοσης.

Το πρωταρχικό αίτιο που ο Ολυμπιακός αδυνατούσε να κυριαρχήσει στην Ελλάδα σε αυτό το διάστημα ήταν ότι ως ομάδα με χαμηλό μπάτζετ έφτανε με ξεζουμισμένους τους δύο σούπερ σταρ της στους ελληνικούς τελικούς μετά από κάθε χρονιά ευρωπαϊκής υπέρβασης.

Όταν καλείσαι να κάνεις συνεχείς αγωνιστικές υπερβάσεις απέναντι σε υπερπλήρεις ομάδες της Ευρωλίγκας, δεν είναι εύκολο να κρατήσεις δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη

Ειδικά όταν απέναντι σου έχεις έναν αντίπαλο, ο οποίος μένοντας έξω από τα Φ4 είχε πάντοτε περισσότερο χρόνο, αλλά και μεγαλύτερο κίνητρο να επικεντρωθεί στη μάχη των τελικών του πρωταθλήματος.

Αυτή είναι μια σκληρή αλήθεια που οι περισσότεροι κόκκινοι οπαδοί αρνούνται να δουν, προτιμώντας το αφήγημα της διοίκησης περί διαιτησίας.

Κατανοώ ότι αυτά είναι άβολα επιχειρήματα και ως εκ τούτου δύσκολο να τα αποδεχτούν γενιές ολυμπιακών που έχουν γαλουχηθεί με το αφήγημα περί διαιτητικής αδικίας.

Πιστεύω ακράδαντα όμως ότι μόνο η αλήθεια και όχι το οιοδήποτε βολικό αφήγημα μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά και ως βάση μιας υγιούς προσπάθειας αναγέννησης για την ομάδα τους. Και η αλήθεια για τα προβλήματα των ομάδων μας δεν βρίσκεται ποτέ στις «επιστημονικές» δικαιολογίες που θρέφουν τα χαμηλά ένστικτα της εξέδρας.

Βρίσκεται στην αυτοκριτική για το τι έκαναν λάθος οι διοικήσεις, οι οποίες δεν μπορούν μόνο να καρπώνονται τα εύσημα για τις επιτυχίες, αλλά οφείλουν και να χρεώνονται ή καλύτερα να αναλαμβάνουν πρώτες την ευθύνη στις αποτυχίες.

Μια ματιά στο τωρινό αδιέξοδο, στο οποίο έχουν οδηγήσει την ομάδα του λιμανιού οι ενέργειες των δύο προέδρων της στο ζήτημα της διαιτησίας, καθιστά σαφές νομίζω ότι το βολικό αφήγημα που δημιούργησαν για να κρύψουν τις δομικές αδυναμίες και τα εγγενή προβλήματα του διοικητικού μοντέλου τους έχει παίξει κομβικό ρόλο στον χαρακτήρα του τέλους εποχής που βιώνει αυτή τη στιγμή ο Ολυμπιακός.

Η θέση μου απέναντι στην αποχώρηση ήταν ξεκάθαρη από την πρώτη στιγμή (δες εδώ):

Ήταν μια λανθασμένη κίνηση, ένα αυτογκόλ (για να μιλήσουμε με ποδοσφαιρικούς όρους μιας κι έχουμε να κάνουμε με ποδοσφαιρικού επιπέδου συμπεριφορές)

Το εύκολο είναι φυσικά να με κατηγορήσει κανείς ότι ως παναθηναϊκός βλέπω τα πράγματα όπως βολεύει τη δική μας πλευρά.

Ωστόσο όσοι γνωρίζουν τη στάση μου απέναντι στην περσινή κόντρα του Δημήτρη Γιαννακόπουλου με τον Μπερτομέου με αφορμή τη διαιτητική αντιμετώπιση του Παναθηναϊκού στην Ευρωλίγκα, δεν πρέπει να έχουν καμία αμφιβολία ότι την ίδια ακριβώς στάση θα είχα τηρήσει αν αντί του Ολυμπιακού είχε αποχωρήσει ο Παναθηναϊκός στη μέση ενός ντέρμπι.

Δεν υπάρχει καμία λογική και καμία δικαιολογία σε μια τέτοια κίνηση αν σέβεσαι την ιστορία σου και το ίδιο το μπάσκετ. Το άθλημα είναι πάνω από όλα και το άθλημα οφείλεις να το σέβεσαι.

Επιπλέον όταν θες να αλλάξεις τα πράγματα προς το καλύτερο σε οποιαδήποτε λίγκα, είτε αυτή λέγεται Euroleague είτε λέγεται Basket League, οφείλεις να το κάνεις με ενέργειες που δεν υποβιβάζουν το προϊόν περαιτέρω.

Όποιο δίκιο κι αν είχε ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος πέρσι στις διαμαρτυρίες για τη διαιτητική μεταχείριση της ομάδας του στην Ευρώπη, αυτό περνούσε αυτόματα σε δεύτερη μοίρα και χανόταν στον λάθος τρόπο που επέλεγε να το διεκδικήσει. Ένας τρόπος που ταλαντευόταν ανάμεσα στην αμετροέπεια (βλ. ινσταγκραμικες ύβρεις και καταγγελίες εναντίον του Μπερτομέου) και τη γραφικότητα (βλ. δημοψηφίσματα αποχώρησης).

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους Αγγελόπουλους φέτος. Αν ήθελαν να αλλάξουν τα πράγματα στην ΚΕΔ και ένιωθαν ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουν δραστικά μέτρα για να το πετύχουν, όφειλαν να είχαν συνεννοηθεί το καλοκαίρι με άλλες ομάδες που αναγνωρίζουν το πρόβλημα εξίσου και από κοινού να προειδοποιήσουν ότι καμία δεν θα κατέβαινε στο πρωτάθλημα αν δεν γίνουν πρώτα οι αναγκαίες αλλαγές.

Αυτό θα ήταν ένας έντιμος και στοχευμένος “εκβιασμός”. Όσοι οπαδοί του Ολυμπιακού νοιάζονται ειλικρινά για αλλαγές ουσίας στο ελληνικό μπάσκετ ας αναλογιστούν πόσο πιο αποτελεσματική θα ήταν μια τέτοια πρακτική και πόσο λιγότερο βλαπτική για την ίδια τους την ομάδα.

Για να ενεργήσει όμως η διοίκηση του Ολυμπιακού με σοβαρότητα θα έπρεπε τόσο το κίνητρο όσο και οι στόχοι της να είναι σοβαροί.

Είναι δύσκολο όμως να βρει κανείς σοβαρό κίνητρο και σοβαρή στόχευση σε μια θεατρική αποχώρηση στο ημίχρονο ενός αγώνα με αφορμή την κακή διαιτησία, ενώ ο Ολυμπιακός ήταν αγωνιστικά ανύπαρκτος. Η αποχώρηση, λοιπόν, δεν ήταν μια επιλογή με γνώμονα το καλό του ελληνικού μπάσκετ.

Ήταν μια ύστατη επικοινωνιακή προσπάθεια να κρυφθούν κάτω από το χαλί της εγχώριας διαιτητολογίας τα λάθη και οι εγγενείς αδυναμίες ενός διοικητικού μοντέλου, τη στιγμή που αυτά αναδύονταν στο παρκέ με εμφατικότερο τρόπο από ποτέ

Σε αυτό το πλαίσιο το όποιο δίκαιο των αιτημάτων του Ολυμπιακού για την ΚΕΔ και την ΕΟΚ περάσε αναπόφευκτα σε δεύτερη μοίρα.

Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα περσινά χαΐρια του προέδρου του ΠΑΟ και στα φετινά των Αγγελόπουλων είναι ότι ενώ η αναδίπλωση του πρώτου απέτρεψε εν τέλει σχετικά αναίμακτα μια καταστροφική για την ομάδα αποχώρηση από το κορυφαίο πρωτάθλημα της ηπείρου, στην περίπτωση του Ολυμπιακού οι πρόεδροί του μοιάζουν πλέον εγκλωβισμένοι σε ένα αδιέξοδο που οι ίδιοι “μαεστρικά” δημιούργησαν.

Οποιαδήποτε οπισθοχώρηση τώρα στο περίφημο κίνημα του #mexritelous απειλεί να τους απονομιμοποιήσει πλήρως στα μάτια της πλειοψηφίας των οπαδών της ομάδας τους, οι οποίοι στοιχήθηκαν μαζικά πίσω από τον ανένδοτο αγώνα ενάντια στο αμαρτωλό κατεστημένο και πλέον δεν έχουν σε τίποτε άλλο να ελπίζουν παρά μόνο σε μια επικοινωνιακή νίκη που θα μετριάσει κάπως το γεγονος ότι η αγωνιστική σεζόν τελείωσε πρόωρα και άδοξα Απρίλη μήνα.

Από την άλλη πλευρά η συνέχιση του ανένδοτου αγώνα απειλεί πλέον την ίδια την ομάδα με ένα επώδυνο μέλλον. Η απώλεια εσόδων από τον πρόωρο αποκλεισμό στην Ευρωλίγκα σε συνδυασμό με τα χαμένα έσοδα από την διαφαινόμενη απουσία από τους τελικούς θα χειροτερέψουν το ήδη σοβαρό οικονομικό πρόβλημα της ΚΑΕ.

Την ίδια ώρα η προοπτική της Αδριατικής Λίγκας μοιάζει με φωτοβολίδα που σταδιακά σβήνει τόσο για πρακτικούς όσο και για οικονομικούς λόγους.

Ακόμα και αυτή η εξασφαλισμένη συμμετοχή στην Ευρωλίγκα θα βρεθεί στη σκιά ενός ερωτηματικού.

Μπορεί ο Ολυμπιακός να είναι η μόνη ομάδα που θα συμμετάσχει στη λίγκα του χρόνου χωρίς άλλες αγωνιστικές υποχρεώσεις;

Τι θα γίνει αν μία ή περισσότερες ομάδες θέσουν βέτο επικαλούμενες ζήτημα ίσης μεταχείρισης; Ειδικά αν οι Αγγελόπουλοι εξασφαλίσουν κάποιον νέο ισχυρό επενδυτή το καλοκαίρι που θα βοηθήσει στην αύξηση του μπάτζετ και στη δημιουργία ενός ανταγωνιστικού συνόλου.

Η μεγαλύτερη ειρωνεία όμως είναι ότι με βάση και τα διατυπωμένα αιτήματα άλλων ελληνικών ομάδων είναι πιθανό το καλοκαίρι να δρομολογηθούν οι περίφημες αλλαγές στην ΚΕΔ, τις οποίες διεκδικεί ο Ολυμπιακός. Αν, όμως, η ομάδα δεν κατέβει στους τελικούς και υποβιβαστεί, δεν θα είναι εκεί για να τις καρπωθεί (εκτός κι αν φροντίσει να αποκλειστεί από τον πρώτο γύρο των playoffs). Η πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης καταδεικνύει νομίζω πόσο επιπόλαιη, ανόητη και άστοχη ήταν η ενέργεια της αποχώρησης.

Όλο αυτό μοιάζει λίγο με θεία δίκη, με νέμεση στην ύβρη που διέπραξε η διοίκησή του ενάντια στο άθλημα εκείνο το απόγευμα της 13/2.

Οι αφοί Αγγελόπουλοι καρπώθηκαν ορθώς τα εύσημα των μεγάλων επιτυχιών από το ’12 και εξης, ίσως και σε μερίδιο μεγαλύτερο από αυτό που πραγματικά τους αναλογούσε κάποιες φορές.

Τώρα όμως έχει έλθει η ώρα να αναλάβουν τις σοβαρές ευθύνες τους για τα οφθαλμοφανή λάθη που οδήγησαν την ομάδα τους σε αυτό το σημείο.

Η ειλικρινής αυτοκριτική χωρίς βολικά άλλοθι και υπεκφυγές είναι ο μόνος τρόπος ο Ολυμπιακός να βιώσει ένα φυσιολογικό τέλος εποχής όσο πιο ανώδυνα γίνεται και να εξασφαλίσει την επόμενη μέρα, δηλαδή τη γρήγορη αγωνιστική του αναγέννηση

Κι αν όσοι καταφέρατε να φτάσετε έως εδώ αναρωτιέστε τι μπορεί να κόφτει έναν παναθηναϊκό η αγωνιστική αναγέννηση του Ολυμπιακού, η απάντηση είναι σαφής:

Στον αθλητισμό η δόξα του νικητή εξαρτάται απόλυτα από την αξία του ηττημένου.