Θυμάμαι πολύ καλά το συναίσθημα που μου είχε δημιουργηθεί όταν είχα διαβάσει το Νίτσε να αναφέρεται στον Σωκράτη με το χαρακτηρισμό ‘’παρακμίας’’.
Είχα αισθανθεί περίεργα.
Ξένα.

Ο Σωκράτης είναι ένα απολυτό τοτέμ στην ιστορία της Σκέψης. Για εμάς του Έλληνες δε, ένα σημείο αναφοράς στον ‘’ρόλο’’ που θεωρούμε πως έχουμε παίξει στην εξέλιξη της Δυτικής Σκέψης. Που όντως η αφετηρία της εξέλιξης είναι η πρωταρχική σκέψη επί των όποιων πραγμάτων.
Ένα μικρό αξίωμα στο όποιο έφτασα στην αρχή ήταν το εξής. Είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητήσεις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις -και σε γενικό επίπεδο- αλλά πολύ περισσότερο τέτοιες αντιλήψεις που βρίσκονται εντός του ίδιου σου του εαυτού.
Συνεχίζοντας τώρα με το ‘’Σωκρατικό Πρόβλημα’’ ο Νίτσε ανέφερε τα εξής πάνω-κάτω (και εντελώς χονδρικά).
Θεωρούσε τον Σωκράτη ως τον πρώτο παρακμία καθώς από αυτόν και έπειτα ξεκίνησε να ‘’διαβρώνεται’’ η σκέψη – κάτι το οποίο θα γίνει προσπάθεια να εξηγηθεί παρακάτω… Εν συνεχεία, έχοντας φτάσει στην προσωπική πίστη πως οι περισσότεροι φιλόσοφοι είχαν συμπεράνει οτι η ζωή ήταν σχεδόν worthless, θεώρησε πως αυτό το πράγμα εκπορευόταν από μια κοινωνία που είναι άρρωστη. Επίσης έψεξε τον Σωκράτη πως έβαλε τον κόσμο να έχει μια αρνητική προδιάθεση έναντι της ζωής – κάτι το όποιο λίγο αργότερα κατακεραύνωσε σαν αντίληψη και ο William Blake στο ‘’The Marriage of Heaven and Hell’’.
Μια σημαντική παράμετρο όμως που έθεσε ο γερμανός, ήταν ότι αυτού του είδους η σκέψη κατέστρεψε επί της ουσίας την – κατ’ αυτόν – πραγματικά ακμάζουσα ελληνική σκέψη, που για τον συγκεκριμένο εκπορευόταν από την εποχή της Ελλάδας των μύθων.
Την εποχή κοινώς των Greater Men.
Σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε πως ο Νίτσε απεχθανόταν τον Πλάτωνα και νομίζω μπορώ να καταλάβω το γιατί. Η πλατωνική Ηθική είναι σε φάσεις αυστηρότερη ακόμα και από τη Χριστιανική τέτοια. Και η σχέση του FWN με τη τελευταία ήταν σχεδόν παρόμοια με αυτή που έχω εγώ με την άποψη ότι ο Καλάθης πρέπει να είναι ο ηγέτης του Παναθηναϊκού.
Το γενικό πλαίσιο όμως της στάσης του φιλοσόφου έναντι αυτού του πλαισίου αντίληψης που εκπορευόταν από τη σκέψη του Σωκράτη και έπειτα, θεωρώ πως ήταν αυτή η παθητική-πεσιμιστική στάση έναντι της ζωής, όπως και η σχεδόν παντελής απουσία του ενστίκτου ως τρόπου έκφρασης και αντίληψης.

Σε αυτό το σημείο να πω πως μου έκανε τεράστιο appeal κάποτε η όλη οπτική του William Blake πάνω στο ίδιο ακριβώς θέμα από το ‘’The Marriage of Heaven and Hell ‘’ που ανέφερα προηγουμένως.
Στο χωρίο με την ονομασία ‘’The Voice of the Devil’’ ο Άγγλος ποιητής συνοψίζει τη φάση αναφέροντας τα εξής.
‘’All Bibles or sacred codes have been the cause of the following errors
1. That man has two real existing principles, viz., a Body and a Soul.
2. That Energy, called Evil, is alone from the Body; and that Reason, called Good, is alone from the Soul.
3. That God will torment man in Eternity for following his Energies.
But the following contraries to these are true…
1. Man has no Body distinct from his Soul. For that called Body is a portion of Soul discerned by the five senses, the chief inlets of Soul in this age.
2. Energy is the only life, and is from the Body; and Reason is the bound or outward circumference of Energy.
3. Energy is Eternal Delight.’’
Αμεσως μετα συνεχιζει λεγοντας τα εξης:
‘’Those who restrain desire, do so because theirs is weak enough to be restrained; and the restrainer or reason usurps its place and governs the unwilling.
And being restrained, it by degrees becomes passive, till it is only the shadow of desire.’’
Η οπτική του Blake εδώ έρχεται σε σχεδόν πλήρη ταύτιση με τα λεγόμενα του Νίτσε περί του Σωκράτη και της οπτικής που εκπορευόταν από τη διδασκαλία του. Το όλο νόημα το όποιο προσωπικά εντοπίζω είναι η κατακραυγή μιας πίστης που αρνείται το ένστικτο.
Αρνείται την ίδια τη Φύση.
Αρνείται τη ζωή.
Και τώρα βάσει όλων αυτών των πραγμάτων που έγραψα, θέλω να κάνω την εξής ερώτηση μεταφέροντας την όλη οπτική στο ελληνικό μπάσκετ…
The case
‘’Είναι ο Ζοτς με τον Διαμαντίδη (και τον Παπαλουκά) οι πρώτοι παρακμίες;’’

Καταρχάς για να ξεκαθαρίσω τη θέση μου θα πω το εξής. Θεωρώ τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς ως μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες που πέρασαν ποτέ από το Σύλλογο – που στην κορυφή αυτών βρίσκεται φυσικά ο Παύλος.
Τον Δημήτρη Διαμαντίδη δεν τον θεωρώ απλώς έναν μεγάλο αθλητή του Συλλόγου που τίμησε τα χρώματα της ομάδας ως τον ηγέτη της όσο φορούσε τη φανέλα αυτής.
Τον Δημήτρη Διαμαντίδη τον λατρεύω.
Θεωρώ -και το λέω φορά παρτίδα- πως ο Μήτσος είναι ο μεγαλύτερος αθλητής του Παναθηναϊκού σε ΟΛΑ τα αθλήματα. Ever.
Η προβληματική μου είναι άλλη όμως.
Πριν την έλευση του Ζοτς στον Παναθηναϊκό και τη δημιουργία της μεγαλύτερης πολεμικής μηχανής που είδε το άθλημα στη νεότερη ιστορία του και που είχε ως αποτέλεσμα την παράγωγη κάποιων ελλήνων παιχτών με συγκεκριμένο τρόπο παιχνιδιού, ο όποιος εντέλει μπόρεσε και μας κράτησε ψηλά στο ευρωπαϊκό στερέωμα σε επίπεδο Εθνικών, και στην κορυφή των οποίων παιχτών βρισκόταν ο Διαμαντίδης από τη μια και ο Παπαλουκάς από την άλλη (που δεν ήταν Zoc product αλλά προσιδίαζε πολύ σε αυτό καθώς ήταν Messina product όσον αφορά τον τρόπο που έπαιζε το παιχνίδι από τη συνάντηση του με τον Ιταλό coach και έπειτα), υπήρχε η γενιά των ηρώων.
Γιαννάκης, Φάνης, Φασούλας, Φιλίππου, Ιωάννου και φυσικά πάνω απ’ όλους, μόνος του να κάθεται στο θρόνο, ο Νίκος Γκάλης.

Ο Νίκος Γκάλης…
Είχα την τεράστια χαρά πριν από λίγο καιρό να Του σφίξω το χέρι και να Του πω κατ’ ιδίαν αυτό το ‘’ευχαριστώ’’ (μαζί με κάποια αλλά πράγματα προφανώς) που θεωρώ πως θα ήθελε να του πει ο καθένας που ασχολείται με το άθλημα στην Ελλάδα. Με τον ελληνικό αθλητισμό θα πω γενικότερα.
Ο Γκάλης πέραν του ότι είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας αθλητής όλων των εποχών είναι και κάτι άλλο.
Είναι ο Ήρωας της Εποχής των Μύθων του Ελληνικού Μπάσκετ.
Ήταν η πηγή έμπνευσης των παιδιών που το 2005 σήκωσαν το Ευρωπαϊκό αλλά και οδήγησαν τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό -από την έλευση του Σπανούλη και έπειτα- σε πολλαπλές κατακτήσεις της Euroleague. O Διαμαντίδης, ο Παπαλουκάς, ο Σπανούλης, ο Τσαρτσαρής κλπ. Δεν το λέω μόνο εγω. Οι ίδιοι το λένε.
Αν ρωτήσετε αθλητές και προπονητές εκείνης της περιόδου θα σας πούν πως είχε δοθεί ιδιαίτερη βάση στην προώθηση παιδιών με αυξημένο ταλέντο έναντι αυτών που ήταν κυρίως παίχτες συνόλου. Το ότι αυτοί δεν έμοιασαν σε χαρακτηριστικά με τον Γκάλη (που στην τελική για να μην κοροϊδευόμαστε υπήρξεο Νο1 influencer) είναι ήσσονος σημασίας. To role model του Νικ υπήρχε εκεί και έδειχνε το δρόμο πολυεπιπεδα. Όχι μόνο στο σκοράρισμα. Τον έδειχνε σε επίπεδο προσωπικής βελτίωσης και winning mentality. Όποτε το συμπέρασμα στο όποιο φτάνω είναι το έξης, το οποίο αποτελεί και παραδοχή πολλών αθλητών εκείνης της φουρνιάς παιχτών.
Οι παίχτες της γενιάς του Διαμαντίδη έφτασαν εκεί που έφτασαν έχοντας ως εικόνα για την προσωπική βελτίωση τους τη μορφή του Νίκου Γκάλη. Τη μορφή ενός πραγματικού Greater Man. Τη μορφή του Ήρωα δηλαδή.
Και όχι τη μορφή του ‘’συστήματος’’ η όποια προωθήθηκε αργότερα ως τάση από τους ιθύνοντες του Ελληνικού Μπάσκετ…
Greek Basketball

Το οποίο σύστημα βέβαiα ήταν ένα κακέκτυπο της Σερβικής σχολής μπάσκετ, χωρίς φυσικά τα καλά αυτής. Στην περίπτωση μας είχαμε να κάνουμε κυρίως με την έμφαση στον αμυντικό προσανατολισμό που είχαν οι Σέρβοι αλλά καμία διάθεση για βελτίωση των επιθετικών όπλων όπως αυτά που οι Σέρβοι διαχρονικά παρήγαγαν.
Η όλη φάση δημιουργήθηκε εδώ πέρα από την εισροή σέρβων προπονητών στην περίοδο του εμφυλίου τους και στο ότι εντέλει υπήρξε η πεποίθηση πως ”μας έμαθαν μπάσκετ”. Το όλο πράγμα διογκώθηκε αργότερα με τις επιτυχίες σε εθνικό και συλλογικό επίπεδο, όπου είχαμε κυρίως Σέρβους προπονητές σε αυτές όπως επίσης και έναν ανάλογο τρόπο μπάσκετ..
Αυτό που δεν είδαμε όμως ήταν η παγίδα που αυτό δημιούργησε
Η αδυναμία του Παπαλουκά στο σουτ όπως και η γενικότερη τάση του Μήτσου να είναι σε μέγιστο βαθμό αλτρουιστής -όπως και εξαιρετικός αμυντικός- μας ”ώθησε” σε μια πίστη πως ‘’δεν έγινε και τίποτα αν δεν σουτάρεις καλά’’ όπως επίσης και πρέπει να είσαι πάνω απ’ όλα αλτρουιστής -θυσιάζοντας την προσωπικότητα σου στο πνεύμα της ”ομάδας’’- και πάνω απ’ όλα αμυντικά σωστός.
Η αλήθεια όμως του αθλήματος φαινόταν στη σύγκριση μας την ίδια περίοδο με τα παιδιά της ισπανικής σχολής που όλα αυτά τα χρόνια περνάει από πάνω μας σε επίπεδο εθνικών και βρίσκεται πραγματικά στην ελίτ. Παιδιά ταχυδυναμικα και πάνω απ’ όλα pure talents. Σε κάθε Διαμαντίδη, Παπαλουκά κλπ είχαν να αντιπαρατάξουν αυτά τα χρόνια τα αδέρφια Gasol, τον Calderon, τον Navarro, τον Lull τον, τον, τον… Παιδιά γενικότερα που δούλεψαν και εξέλιξαν το επιθετικό τους ταλέντο.
Εν αντιθέσει με εμάς που βαφτίσαμε τη φάση ως ”σκεπτόμενο μπάσκετ’‘.
The Choice
Για να μην τα ρίχνω όλα όμως πάνω στους αγαπητούς γείτονες να πούμε πως σε επίπεδο νοοτροπίας και για το πώς βλέπουμε το άθλημα είχαμε να διαλέξουμε από ένα σημείο και πέρα ανάμεσα σε δυο εμβληματικές-δομικές μορφές του αθλήματος.
Τον Νίκο Γκάλη και τον Παναγιώτη Γιαννάκη.

Από τη μια είχες το σταριλίκι του Νικ, το οποίο εκπορευόταν φυσικά από το επιθετικό του ταλέντο και το οποίο ήταν εμφανές σε κάθε έκφανση της προσωπικότητας του παρά το κλειστό του χαρακτήρα του, και από την άλλη είχες να κάνεις με το γενικότερο commitment του Γιαννάκη σα γενικότερο attitude στα πράγματα και -κυρίως- στην Εθνική, to hustle που αυτός έβγαζε ως παίχτης και την πιο αυξημένη έννοια της πειθαρχίας ως αντίληψη. Mια γενικότερη αύρα μιας ιδιότυπης “ταπεινότητας”.
Το ‘’παμε δυνατά και με δύναμη’’.
Εδώ όμως θέλω να κάνω μια μεγάλη παρένθεση πριν συνεχίσω.

Ο μύθος του Ηρακλή για τη συνάντηση του με την Αρετή και την Κακία και τη μετέπειτα επιλογή του ήρωα, είναι μία πολύ κομβική φάση όσον αφορά το πώς βλέπουμε τα πράγματα μέσω της γενικότερης διδασκαλίας που λάβαμε-στο πιο γενικό της πλαίσιο-ως πιο ‘’σωστά”. Πιο “ηθικά’’.
Δεν αρέσει στη μέση μάζα να βλέπει ανθρώπους να ξεχωρίζουν, το θεωρώ δεδομένο. Παρατηρεί κανείς προσπάθειες για ένα ‘’κατέβασμα’’ στο γενικό επίπεδο υπερτονίζοντας συνήθως τις αδυναμίες αυτών. Στην ελληνική κοινωνία αυτό το παράδειγμα είναι έντονο. Και νομίζω πάντα ήταν, από τις εποχές που οι αρχαίοι μας πρόγονοι έδιναν τόσες πολλές -και έντονες- ανθρώπινες αδυναμίες στους θεούς τους (κάτι το οποίο φυσικά δεν ήταν πρωτόγνωρο ανάμεσα στις αρχαίες μυθολογίες, απλώς στην περίπτωση μας το φαινόμενο ήταν εντονότερο).
Παρατηρώντας επίσης τις παλιές ελληνικές ταινίες θα δούμε επαναλαμβανόμενες ιστορίες πλούσιων που δεν περνούν καλά, με τους φτωχούς να είναι οι καλοί της φάσης και να χαίρονται ‘’που δεν έχουν να μπλέξουν με τα μεγάλα καράβια και τις φουρτούνες τους’’. Επίσης γύρω μας είναι πολύ πιο αποδεκτός στο ευρύτερο σύνολο ένας ο όποιος είναι χαμηλών τόνων ‘’και δεν ενοχλεί κανέναν’’, από κάποιον ο όποιος έχει γενικότερα μια πιο extravagant συμπεριφορά και γενικό ανάλογο attitude.
Είναι ο λόγος που στην τελική ποινικοποιήθηκε η αλαζονεία ως ‘’αμάρτημα’’ και θεωρήθηκε ως ένας από τους βασικούς παράγοντες που επιφέρουν τη Νέμεση.
Να σας πω την αλήθεια ποτέ δεν αντιλήφτηκα γιατί είναι ‘’κακό’’ το να έχει κάποιος μια ανάλογη extravagant-‘’αλαζονική’’ συμπεριφορά-από τη στιγμή βέβαια που έχει πετύχει κάτι. Θεωρούσα πως αν δεν έχεις το σθένος να ανεχτείς μια τέτοια συμπεριφορά, δεν έχεις στην πραγματικότητα εσύ ο ίδιος να αντιπαραβάλλεις κάτι εξίσου καλό ή ‘’μεγάλο’’ με τον εκάστοτε ένα που τον βλέπεις να επαίρεται επί των όποιων αυτός ή αυτή επαίρεται. Πάντα βρίζαμε το Navarro, τον Rudy Fernandez, τον Σπανούλη εμείς οι Παναθηναϊκοί που τόλμησε να φύγει από εμάς και να πάει στον Ολυμπιακό για να είναι το νούμερα ένα, αντί να καθίσει στα αυγά του και να συμβιβαστεί με τη δεύτερη θέση που είχε στο σύνολο του Ζοτς-στο όποιο ο Διαμαντίδης φυσικά και θα ήταν πάντα το πρώτο όνομα. Και δικαίως.
Αλλά πάντα βρίζαμε να μου πεις και τον Drazen τότε. Το κωλόπαιδο που έβγαζε έξω τη γλώσσα σα να μας κοροϊδεύει. Τώρα βέβαια μετά θάνατον έχουν ξεχαστεί αυτά για τον Drazen. Του οποίου προσωπικά είμαι μεγάλος φαν. Όχι μόνο σε επίπεδο παιχνιδιού. Το mentality του ήταν αυτό που ”μου έκανε” περισσότερο.

Αργότερα όμως παρατήρησα πως τους ‘’δικούς μας’’ αλαζόνες τους γουστάρουμε.
Αυτούς που μισούμε είναι των απέναντι. Τον Κόκκαλη πχ όταν έλεγε σε συνέντευξη Τύπου μόλις είχε πάρει πρωτάθλημα ‘’να τελειώνουμε παιδιά γιατι έχει και πλει-οφφ’’ ή τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο να λέει πως ‘’δεν θέλουμε να τιμωρηθεί ο Ολυμπιακός γιατί γουστάρουμε να ερχόμαστε και να παίρνουμε το Πρωτάθλημα εδώ μέσα’’ έλεγαν οι εκάστοτε ‘’δικοί τους’’ ‘’χαχα, τι ωραία τα λέει ο Πρόεδρος, σας τσούζει η Προεδράρα’’ και λοιπές ομορφιές. Παρότι ήταν μορφές αλαζονείας. Θεωρώ πως γίνομαι αντιληπτός.
Επίσης ποτέ δεν κατάλαβα-αντιλήφθηκα που βρίσκει κάποιος το καλό στους hard working/soft speaking χαρακτήρες. Και δε μιλάω για το πρώτο σκέλος της φράσης. Η προβληματική μου έχει να κάνει με το δεύτερο.
Υπάρχει μια γενική θεώρηση πως το να μη μιλάς είναι καλό. Το να μη μιλάς σε κάνει πιο σοβαρό. Το να μη μιλάς σε κάνει πιο ”σκεπτόμενο”.
Δε σκεφτήκαμε ποτέ πως αυτός που δε μιλάει, δεν έχει κάτι πραγματικά να πει ή δεν πιστεύει στις ιδέες και στις σκέψεις του και φοβάται να τις εκφράσει. Δε θεωρήσαμε πως είναι με λίγα λόγια, φοβικός.
Γυρνώντας πάλι στους soft speaking τύπους να πω πως ελάχιστοι μεγάλοι σταρ του αθλήματος στην Αμερική είναι τέτοιοι. Αλλά φυσικά εμείς εδώ είμαστε πιο σοβαροί από τους αμερικανούς. Δεν είναι τυχαία η υποτιμητική χροιά της έκφρασης ‘’αμερικανάκι’’ που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην ελληνική κοινωνία. Είναι γενικό και διαχρονικό πρόβλημα εμείς οι έλληνες να θεωρούμε τους εαυτούς μας λίγο εξυπνότερους από τους ξένους κυρίως επειδή δεν είμαστε ‘’χαζοχαρούμενοι’’ σαν αυτούς. Ας μην πάμε μακριά. Άνθρωποι σαν τον Καζαντζάκη έλεγαν το εξής για τους ‘’ξένους’’ και τη θέση μας απέναντι τους..
‘’Όποτε συλλογιέμαι πως εμείς που ερχόμαστε από ανατολίτικα λιμάνια, τα πολυβασανισμένα, τα πολυδουλεμένα, που ο αγέρας τους χρόνια τώρα είναι κορεσμένος από λαχτάρες είμαστε σαν παμπόνηροι γέροι που πάμε στον αθώο και βάρβαρο εφηβικό βορρά και το μάτι μας είναι αχόρταγο πάντα και αρπαχτικό, μα ελαφριά κουρασμένο και περιπαιχτικό, σαν να ήξερε τα πάντα. ‘’
Κάτι τέτοιες αντιλήψεις μας ‘’έφαγαν’’ θα πω εγώ τώρα απολύτως ευθέως καθώς το χειρότερο είναι πως τέτοιες σκέψεις αποτελούν μέρος της συλλογικής αντίληψης.
Και πραγματικά δεν ξέρω πως θα χαρακτήριζε ο Νίτσε τον Καζαντζάκη διαβάζοντας το σχεδόν ξεπατίκωμα που έφαγε από τον συγκεκριμένο σε μεγάλο και βασικό μέρος των έργων του δευτέρου. (κάτι δικά μου..)
Τέλος παρένθεσης (sic).
Ξαναγυρνώντας τώρα στην επιλογή που έλεγα πριν μεταξύ Γκάλη και Γιαννάκη είναι σαφές πως προτιμήσαμε το δρόμο του δεύτερου. Ο Γιαννάκης ήταν ένας εξαιρετικός παίχτης, πραγματικός αρχηγός της Εθνικής και γενικά ένα σύμβολο του αθλήματος στη χώρα μας.
Γκάλης όμως δεν ήταν ποτέ.
Επίσης θεωρώ σαφές πως ο δρόμος της ‘’Αρετής’’ του Γιαννάκη έκανε μεγαλύτερο appeal στα κλιμάκια των ιθυνόντων από αυτό της ‘’Κακίας’’ του Γκάλη. Το βρίσκω λογικό. Προσωπικότητες σαν του Γκάλη είναι πιο δύσκολα διαχειρίσιμες από μη ξεχωριστούς επίσης ανθρώπους. Που είναι και οι περισσότεροι. Ειδικά στα κλιμάκια του μπάσκετ στην Ελλάδα. Ας πάμε τώρα να δούμε δύο περιπτώσεις χαρισματικών ανθρώπων που δε φοβηθήκαν να διαχειριστούν ανάλογου επίπεδου σταρ.
Phil Jackson και Zeljko Obradovic

Ο Phil Jackson είχε την τύχη να διαχειριστεί –μην κάνοντας τον αχυράνθρωπο– μερικές από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες των τελευταίων τριάντα χρονών στο άθλημα. Shaq, Κobe και φυσικά τον Μεγάλο. Όταν μιλάμε για αυτού τους τρεις συγκεκριμένα, μιλάμε για παιδιά με πολύ συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες και με ‘’εγώ’’ που έφτανε στον ουρανό. Ο αμερικανός coach κατάφερε να τους κάνει όλους αυτός να δουλέψουν και να κατακτήσουν Τίτλους στο ΝΒΑ. Το ότι ο Shaquille αργότερα έφυγε από τους Lakers γιατί δεν μπορούσε άλλο να συνυπάρχει με τον Kobe είναι άλλης τάξεως ζήτημα. Το βασικό θέμα ήταν ότι ο P. Jackson κατάφερε να τους κάνει λειτουργικούς με αποτέλεσμα να κερδίσουν αυτό για το όποιο τους πλήρωνε η ομάδα. Και το έκαναν μαζί.
Στην περίπτωση των Bulls βέβαια ήταν τόσο dominant η παρουσία του Jordan έναντι των υπολοίπων παιχτών που δεν υπήρχαν έντονα τέτοια θέματα ‘’ηγεσίας’’. Φυσικά το ότι κατάφερε να συνδέσει το όνομα του άμεσα με την επιτυχία εκείνων των Bulls, βάζοντας τη σφραγίδα του στο όλο εγχείρημα είναι τεράστια επιτυχία. Πχ κανένας δε θα θυμάται τον coach Spoelstra στους Heat των Lebron, Bosh, Wade, Allen (παρότι είναι γενικά υποτιμημένος προπονητής) όπως φυσικά και του Tyronne Lue στο Πρωτάθλημα των Cavs. Πόσο μάλλον τον Blatt.
Από την άλλη ο Ζοτς έχει μεν τη φήμη του άτεγκτου σε θέματα συμπεριφοράς κλπ αλλά πάντα ήξερε να τα έχει καλά με τις βεντέτες του. Είχε τη συναισθηματική νοημοσύνη να καταλαβαίνει πως όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια. Χρειάστηκε βεβαίως να συμβούν κάποια πράγματα για να μάθει και αυτός.
Όταν είχε γίνει το γνωστό σκηνικό με τον Αλβέρτη, ο Ομπραντοβιτς δήλωσε μετά πως ήταν ο καλύτερος αρχηγός που είχε ποτέ κλπ κλπ. Φυσικά αν στη θέση του Αλβέρτη ήταν κανένας Σάνι Μπετσιροβιτς θα τον είχε φάει το μαύρο το σκοτάδι. Νομίζω είναι σαφές. Επίσης είναι γνωστό το ότι έκανε τα στραβά μάτια στην ανάγκη για μια πιο glamorous ζωή από πλευράς Big Saras. Τα μοντέλα που έβρισκε διαχρονικά ο Λιθουανός, όπως και κάτι τραγουδιάρες αν θυμάμαι καλά από το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ της εποχής (λολ) δε θεωρώ πως τις έβρισκε την προπόνηση του Παναθηναϊκού. Νομίζω αντιλαμβανόμαστε. Επίσης η περίπτωση όπου πλακώνεται με όλη την Εθνική Σερβίας και φεύγει είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Εκεί που θέλω να καταλήξω αναφέροντας τα παραδείγματα των δυο πραγματικών τοτέμ της προπονητικής και το πώς διαχειριστήκαν κάποιους μεγάλους σταρ είναι πως ίσως έλειπαν αυτές οι προσωπικότητες από τον ελληνικό αθλητισμό. Πχ κανένας δεν τολμούσε να βάλει τον MJ να έρχεται από τον πάγκο, ακόμα και στα τελευταία του στη Washington, εκτός και αν το ζητούσε ο ίδιος ή ήταν αποτέλεσμα τραυματισμών (στην τελευταία του χρονιά ξεκινούσε ως 6ος παίχτης λογω χρόνιας ‘’ταλαιπωρίας’’ αν και κατεληξε να παίζει πάλι βασικός). Και καλά έκανε.
Ο συγχωρεμένος ο Πολίτης όμως θα άφηνε κάποτε χωρίς ιδιαίτερο λόγο στον πάγκο τον Νίκο Γκάλη τότε στο γήπεδο του Μετς. Και ο Γκάλης δεν επέστρεψε ποτέ καθώς η προσωπικότητά του ήταν too big για να δεχτεί κάτι τέτοιο.
Και επίσης καλά έκανε. Ο Νικ.
Conclusion

Εκεί που εστιάζω όμως το κυρίως πρόβλημα νοοτροπίας που έχουμε πλέον όσον αφορά την αντίληψη μας για το άθλημα και σε σχέση με όλα όσα αναφέρει μέχρι στιγμής είναι το εξής.
Στην Ελλάδα έχουμε ποινικοποιήσει δυστυχώς το ένστικτο. Έχουμε ποινικοποιήσει το αυθεντικό ταλέντο.
Έχουμε ‘’ποινικοποιήσει‘’ δηλαδή τον Νίκο Γκάλη.
Στραφήκαμε σε μια πίστη που επιβάλλει την καταπίεση της προσωπικότητας υπέρ του συνόλου καθώς μας έκανε να αισθανόμαστε περισσότερο safe μέσω του ‘’έλεγχου του ρυθμού’’ , την αποθέωση της άμυνας ως βασικό συστατικό (που όντως πρέπει να υπάρχει αν θες να κατακτήσεις τίτλους-αλλά σε καμία περίπτωση να θυσιάζεις το επιθετικό ταλέντο έναντι αυτής σαν παραγωγική διαδικασία) , πιστέψαμε ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό να κάνεις αυτό που είναι στην πραγματικότητα το πιο βασικό απ’ όλα, να βάζεις τη μπάλα στο καλάθι.
Και κλαιγόμαστε τόσα χρόνια πως δε μπορούμε να βάλουμε σουτ σαν Εθνική και κλείνουν οι άμυνες και δε μπορούμε να κάνουμε κάτι αξιόλογο.
Το ελληνικό μπάσκετ είναι ‘’νεκρό’’ γιατί εμείς οι ίδιοι οι Έλληνες το σκοτώσαμε.
Εύχομαι να έγινα αντιληπτός τώρα τι εννοούσα αναρωτώμενος εάν οι Ζοτς, Διαμαντίδης και Παπαλουκάς ήταν οι πρώτοι ‘’παρακμίες’’. Που τώρα βάζω και τον Γιαννάκη ως προπάτορα αυτού.
Εδώ τώρα καλό είναι να αναφερθεί το εξής.
Οι αμερικανοί παίχτες δεν είναι καλύτεροι παίχτες από τους εδώ επειδή ‘’έχουν γεννηθεί ανώτεροι’’. Άνθρωποι είναι και αυτοί με αδυναμίες και προτερήματα. Η βασική τους διάφορα είναι η προσωπική δουλειά με στόχο την individual βελτίωση και μέσω αυτής την ευρύτερη επιτυχία του συνόλου. Αυτό είναι πάνω κάτω το mentality του αμερικανικού μπάσκετ. Το όποιο είναι και το πιο winning έναντι όλων των σχολών του αθλήματος.
Και αυτό πρέπει να είναι και το δικό μας. Το mentality. Δε μιλάω για στυγνή αντιγραφή. Έχουμε πάρει τον ανάποδο δρόμο, αυτόν που επιτάσσει τη βελτίωση ενός αθλητή μέσω του συνόλου και όχι τη βελτίωση του συνόλου μέσω της προσωπικής βελτίωσης του καθενός.
Ναι, κάποιοι παίχτες παίζουν καλύτερα εντός συγκεκριμένων συνόλων. Ναι επίσης, μέσω κάποιων ‘’προγραμμάτων’’ μπορείς να γίνεις καλύτερος παίχτης. Δε θα γίνεις όμως ποτέ ο καλύτερος όλων αν δε δουλέψεις και από μόνος σου πάνω στα fundamentals του αθλήματος (ντρίμπλα-πάσα-σουτ) προσπαθώντας να τα βελτιστοποιήσεις στο μέγιστο βαθμό-συν φυσικά της συνεχούς προσπάθειας για σωματική βελτίωση.
Στη χώρα μας φυσικά δεν ισχύουν αυτά τα πράγματα.
Εμείς ‘’σκεφτόμαστε’’ αρκετά. ‘’Διαβάζουμε’’ το παιχνίδι περισσότερο από τους χαζούς skilled αμερικανούς. Οι οποίοι δε χρειάζεται να ψάχνουν μονίμως το mismatch για να βρουν τρόπο να σκοράρουν. Μπορούν να το κάνουν και από μόνοι τους.
(*Δε μιλάω προφανώς για απάλειψη των συστημάτων-plays σε ένα παιχνίδι. Ίσα-ίσα αυτά εξελίσσουν το παιχνίδι. Αναφέρομαι σε individual process που θα βελτιστοποιήσει το συνολικό τέτοιο.)
Κλείνοντας, αυτό που προτείνω αυτή τη στιγμή είναι να δοκιμάσουμε τον άλλο δρόμο, το δρόμο της ‘‘Κακίας’’. Αυτό που πρέπει να αλλάξει πρωτίστως είναι η νοοτροπία μας.
Ψάξτε και φτιάξτε αθλητές-σταρ. Μην παράγετε μόνο εργάτες. Οι ίδιοι οι πραγματικοί σταρ στην τελική θα προσελκύσουν από μόνοι τους ανθρώπους να τους υποστηρίξουν, όπως γίνεται διαχρονικά με όλους τους μεγάλους ηγέτες. Και αυτοί που θα τους υποστηρίξουν θα είναι καλοί, καθώς θα έχουν βγει από μια τέτοια διαδικασία, απλώς δε θα έχουν φτάσει εκεί που έχουν φτάσει οι ηγέτες τους. Και θα το κατανοήσουν αυτό και θα το αναγνωρίσουν.
You know it when you see it. Είναι γνωστό.
Αυτό πρέπει να είναι το mentality. Η νοοτροπία του να γίνομαι ατομικά καλύτερος μέρα με τη μέρα για να φτάσω όσο πιο ψηλά μπορώ. Και επειδή δε θα φτάσουν όλοι τόσο ψηλά όσο ο Γκάλης, ας φτάσουν οι ίδιοι όσο πιο ψηλά μπορούν.
Μόνο μέσω αυτής της διαδικασίας θα βελτιωθεί το σύνολο και μέσω κανενός συστήματος που σε καλεί να γίνεις μέρος αυτού. Κοινώς, προσαρμόστε το σύστημα πάνω στα skilled παιδιά και όχι τα skilled παιδιά στο σύστημα που έχετε φτιάξει.
Εν ολίγοις:
Let the children play…

ΥΓ: Κάτι τέτοιο…